Κυριακή 23 Ιουλίου 2023

☦ Ο Γέροντας Παΐσιος ασκητεύοντας στην Ι. Σκήτη των Ιβήρων και η σοβαρή περιπέτεια της υγείας του

Στὴν Καλύβη τῶν Ἀρχαγγέλων.

Ὁ Πατὴρ Παΐσιος ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀπὸ τὸ Σινᾶ, τὸν Μάϊο τοῦ 1964, καὶ πρῶτο μέλημά του ἦταν νὰ βρῆ Γέροντα, γιὰ νὰ κάνει ὑπακοή. Ἄφησε τὰ λίγα πράγματά του σὲ ἕνα κατάστημα στὶς Καρυὲς καὶ πῆγε στὴν Καψάλα, ὅπου ἀσκήτευε ὁ Ῥῶσος Πνευματικὸς παπα-Τύχων, τὸν ὁποῖο εἶχε γνωρίσει πρὶν ἀπὸ 10 χρόνια στὴν Μονὴ Ἐσφιγμένου. Τοῦ ζήτησε νὰ τὸν ἀναλάβει καὶ μάλιστα βρῆκε ἕνα Κελλὶ σ’ ἐκείνη τὴν περιοχή.

Ὅταν ὅμως ἐπέστρεψε στὶς Καρυές, γιὰ νὰ πάρει τὰ πράγματά του, τὸν συνάντησε ὁ Ἀντιπρόσωπος τῆς Μονῆς Φιλοθέου καὶ τοῦ πρότεινε νὰ πάρει τὸ Κελλὶ τοῦ γερο-Αὐγουστίνου, τὸν ὁποῖο γηροκομοῦσαν στὴν Μονή. Ὁ Πατὴρ Παΐσιος δὲν ἤθελε, ἀφοῦ εἶχε βρῆ Κελλί, ἀλλὰ στὴν ἐπιμονὴ τοῦ Ἀντιπροσώπου εἶπε: «Νἆναι εὐλογημένο», καὶ τὸν ἀκολούθησε στὴν Φιλοθέου. Ἐκεῖ, ἕνας ἄλλος Προϊστάμενος, ποὺ δὲν συμφωνοῦσε, τοῦ εἶπε νὰ βρῆ Καλύβη στὴν Σκήτη τῶν Ἰβήρων. Ὁ Πατὴρ Παΐσιος εἶπε πάλι: «Νἆναι εὐλογημένο», καὶ πῆγε κατ’ εὐθεῖαν στὴν Σκήτη, ὅπου οἱ Πατέρες τοῦ πρότειναν τὴν Καλύβη τῶν Ἀρχαγγέλων.

Οἱ 15 Καλύβες τῆς Ἰβηριτικῆς Σκήτης τοῦ Τιμίου Προδρόμου εἶναι ἁπλωμένες στὶς πλαγιὲς μιᾶς κατάφυτης ῥεματιᾶς. Ἡ Καλύβη τῶν Ἀρχαγγέλων βρισκόταν ψηλά, στὴν πλαγιά, τὴν ὁποία ἔβλεπε περισσότερο ὁ ἥλιος.

Ἦταν ἕνα μεγάλο σπίτι, μὲ ναὸ καὶ τρία δωμάτια, ποὺ χρειαζόταν ἀρκετὲς ἐπισκευές. Ὁ Πατὴρ Παΐσιος τακτοποίησε λίγο τὸ ἕνα δωμάτιο, γιὰ νὰ μείνει, καὶ στὴν συνέχεια, τὸ καλοκαίρι τοῦ 1964, ἐπισκεύασε τὴν Καλύβη. Ἐπίσης, καλλιέργησε τὸν ἐγκαταλελειμμένο λαχανόκηπο, ἔκοψε ξύλα γιὰ τὸν χειμώνα, μάζεψε τὶς ἐλιὲς καὶ ἔβγαλε τὸ λάδι τῆς χρονιᾶς.

Ὁ ἴδιος θὰ ἀρκεῖτο σὲ ἐλάχιστα· ἔκανε ὅμως τὸν κόπο αὐτόν, ἐπειδὴ κάποιοι ἀπὸ τοὺς νέους ποὺ τὸν εἶχαν γνωρίσει στὴν Ἀθήνα καὶ στὸ Σινᾶ σκεφτόνταν τώρα νὰ ἔρθουν νὰ μείνουν κοντά του. Γιὰ τὸ ἐνδεχόμενο αὐτό, ἤθελε νὰ τοὺς ἐξασφαλίσει ὅλες τὶς προϋποθέσεις, ὥστε νὰ ἀφοσιωθοῦν ἀπερίσπαστα στὸ κύριο ἔργο τοῦ μοναχοῦ, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν μελέτη. Ἔγραψε σὲ ἐπιστολή του τὸν Ἰούλιο τοῦ 1964: «Βλέπω τὰ πράγματα νὰ βαδίζουν πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τῆς μικρῆς ἀδελφότητος. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι αὐτὸ μὲ στενοχωρεῖ πολύ, διότι ἔχω ζήσει μόνος μου καὶ βλέπω στὸν ἑαυτό μου ὅτι μόνος μου θὰ μποροῦσα νὰ προχωρήσω καλύτερα. Παρακάλεσα τὸν Κύριον οὐκ ὀλίγον, ἀλλὰ βλέπω ὅτι εἶναι θέλημά Του αὐτό. Ἐπῆγα στὸν Πνευματικό μου π. Τύχωνα, καὶ μοῦ εἶπε ὅτι θὰ πρέπει νὰ δέχομαι ὅσους θέλουν νὰ μένουν μαζί μου. «Τὸ πολύ», μοῦ εἶπε, «νὰ κάνεις μιὰ καλυβούλα πιὸ πέρα, διὰ νὰ ἔχεις καὶ ὀλίγην ἡσυχίαν». Ἄρχισα νὰ ἐπιδιορθώνω τὴν Καλύβη, διότι ἴσως μετὰ ἀπὸ ὀλίγον θὰ ἔλθουν φίλοι μας, καὶ θὰ πρέπει νὰ τοὺς οἰκονομήσω, ὅσο μπορῶ. (...) Τὸ διάστημα τριῶν μηνῶν ἔχω ἐργασθῆ σκληρά. Δόξα τῷ Θεῷ, ἀρκετὰ ἔχω τακτοποιήσει. Θὰ πρέπει μέσα σὲ ἕναν χρόνο νὰ ξεμπερδέψουν ὅλα, διὰ νὰ ἀρχίσει τὸ κύριον ἔργον, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ μελέτη, καὶ μετὰ ὡς πάρεργον ἕνα μικρὸ ἐργοχειράκι. Ἔτσι θὰ ὑπάρχει ἡ ἀμεριμνησία, ἡ ὁποία θὰ ἀποῤῥοφήσει τοὺς ἀδελφοὺς πρὸς τὰ ἄνω. (...) Ἀργότερα σκέπτομαι νὰ κάνω καλυβοῦλες ἀνὰ ἑκατὸ μέτρα διὰ τοὺς ἀδελφούς, διὰ νὰ ὑπάρχει τὸ «μαζὶ ὅλοι καὶ ξεχωριστὰ ὅλοι», διότι ἔχω ζήσει ὅλες τὶς ζωὲς καὶ εἶδα ὅτι στὴν ἡσυχία γίνεται τὸ καταστάλαγμα».

***

Ἀσκητικὴ τροφή.

Στὴν περιοχὴ τῆς Καλύβης ὑπῆρχε καὶ μία μεγάλη μουριά, μία κερασιὰ καὶ μία κουκουναριά. Ὅταν ὁ Πατὴρ Παΐσιος εἶδε αὐτὰ τὰ τρία δένδρα, σκέφθηκε ὅτι δὲν χρειαζόταν τίποτε περισσότερο, γιὰ νὰ ζήσει. Τὸ ἀπόγευμα ποὺ σταματοῦσε την κοπιαστικὴ ἐργασία, ἀνέβαινε στὴν κερασιὰ ἢ στὴν μουριὰ καὶ ἔτρωγε μία χούφτα ἀπὸ τοὺς καρπούς τους δοξολογώντας τὸν Θεό. Καὶ μία φορὰ ποὺ φιλοξένησε ἕναν νεαρὸ διάκονο, τὸν ἔπαιρνε κάθε μεσημέρι, καὶ ἀνέβαιναν μαζὶ στὴν μουριά, «στὸ ἑστιατόριο», ὅπως τὸ ἔλεγε, γιὰ νὰ φᾶνε μοῦρα. Ἔτσι πέρασε τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ καλοκαίρι τρώγοντας σὰν πετεινὸ τοῦ οὐρανοῦ στὴν ἀρχὴ κεράσια, ἔπειτα μοῦρα καὶ στὴν συνέχεια κουκουνάρια.

Ὅταν μπῆκε ὁ χειμώνας, ἔτρωγε ἕνα κουτάλι κουκουνάρια μὲ λίγο μέλι. Σύντομα ὅμως κατάλαβε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ ζήσει ἔτσι. Ἔλεγε ἀργότερα: «Τὰ μοῦρα σὲ κρατοῦν παραπάνω ἀπὸ τὰ κεράσια, τὰ δὲ κουκουνάρια ἀκόμη περισσότερο. Ἀλλὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν σηκώνει ἄσκηση ὅπως τὸ Σινᾶ. Ποῦ νὰ βγάλεις χειμώνα μὲ κουκουναράκια!». Ἄρχισε λοιπὸν νὰ τρώει καὶ λίγο παξιμάδι, ἔβραζε καὶ λίγο ῥύζι, καμμία πατάτα ἢ χόρτα.

***

Δαιμονικὲς ἐπιθέσεις.

Ὁ Ὅσιος ἦταν ἀποφασισμένος νὰ συνεχίσει καὶ ἐδῶ τὴν σκληρὴ ἄσκηση, ἀλλὰ καὶ ὁ διάβολος ἄρχισε ἀμέσως τὶς ἐπιθέσεις του. Λίγες ἡμέρες μετὰ τὴν ἐγκατάστασή του, τοῦ συνέβη ὁ πρῶτος δαιμονικὸς πειρασμός. Εἶχε βραδιάσει καί, γονατιστὸς ἐπάνω στὸ κρεββάτι, ἔλεγε τὴν εὐχή, ὅταν ἄκουσε δυνατὸ χτύπο στὴν πόρτα.«Ποιός εἶναι;», φώναξε, ἀλλὰ δὲν πῆρε ἀπάντηση. Νωρίτερα εἶχε περάσει ἀπὸ τὴν Καλύβη ἕνας ταλαιπωρημένος ἄνθρωπος ποὺ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη, καὶ ὁ Πατὴρ Παΐσιος τοῦ εἶχε δώσει ὅλα του τὰ χρήματα. Μόλις ἔβαλε αὐτὸν τὸν λογισμό, νέο χτύπημα ἀκούσθηκε στὴν πόρτα. Σηκώθηκε, ἄναψε ἕνα κερί, γιὰ νὰ φωτίσει, καὶ ξαναφώναξε: «Ποιός εἶναι;». Καὶ πάλι ὅμως δὲν πῆρε ἀπάντηση. Σὲ λίγο ἄρχισαν νὰ ἀκούγονται δυνατὰ χτυπήματα, ὄχι ἀπὸ τὴν πόρτα ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ταβάνι. Τότε κατάλαβε ὅτι οἱ χτύποι προέρχονταν ἀπὸ τὸν πειρασμό. Γονάτισε πάλι, γιὰ νὰ συνεχίσει τὴν εὐχή, ἐνῶ ὁ θόρυβος ὅλο καὶ δυνάμωνε. Ξαφνικὰ ἀκούσθηκε ἕνας φοβερὸς κρότος. Τὰ ταγκαλάκια ἔῤῥιξαν πάνω στὴν σκεπὴ μια μεγάλη πλάκα, ἡ ὁποία τρύπησε τὰ σανίδια τοῦ ταβανιοῦ ἀκριβῶς ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ Ὁσίου, καὶ ἔμεινε κρεμασμένη μὲ τὴν μύτη πρὸς τὰ κάτω. Ἐκεῖνος, ἔμπειρος πλέον, δὲν ταράχθηκε. Εἶπε:«Κατάλαβα, ἔτσι θὰ πᾶμε ὅλη τὴν νύχτα!» Ἐκείνη τὴν νύχτα ἀγρύπνησε λέγοντας τὴν εὐχή, ἐνῶ τὰ ταγκαλάκια συνέχιζαν τὰ χτυπήματα.

Τέτοιες δαιμονικὲς ἐπιθέσεις ἐπαναλήφθηκαν πολλὲς φορές, ἀφοῦ κάθε τόσο μαζεύονταν στὴν Καλύβη δαίμονες, γιὰ νὰ τὸν πειράξουν. Ἐκεῖνος μὲ ταπείνωση ἔλεγε: «Τί νὰ πῶ; Ὅπως οἱ μύγες πηγαίνουν στὸ ψόφιο, ἔτσι καὶ οἱ δαίμονες ἔρχονται σὲ ἐμένα».Κάποιος νέος ποὺ φιλοξενήθηκε λίγες ἡμέρες στὴν Καλύβη, ἄκουγε ἕνα βράδυ δυνατοὺς κρότους καὶ ἡ Καλύβη τρανταζόταν, σὰν νὰ γινόταν δυνατὸς σεισμός. Τὸ πρωΐ ῥώτησε:

-Πάτερ Παΐσιε, τί κρότοι ἦταν αὐτοί; Πῶς δὲν γκρεμίσθηκε τὸ σπίτι;

-Αὐτὸ δὲν ἦταν τίποτε, τοῦ ἀπάντησε γελώντας. Νὰ δῆς ποὺ ἔρχεται καὶ ὁλόκληρος στρατός. Τί θόρυβο κάνουν!

***

Προσευχὴ καὶ μελέτη.

Στὴν Σκήτη τῶν Ἰβήρων ὁ Πατὴρ Παΐσιος ἄρχισε νὰ διαβάζει καῖ πάλι τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, ἂν καὶ ἡ προσευχή του ἦταν πλέον εὐχὴ ἀδιάλειπτος. Κάποτε ἕνας ἀσκητὴς τὸν ῥώτησε:

-Ἐσύ, γερο-Παΐσιε, πόσες ὧρες κάνεις προσευχή;

-Πόσο κρασὶ πίνει ὁ μέθυσος, ὅταν πηγαίνει στὴν ταβέρνα;,ῥώτησε ὁ Πατὴρ Παΐσιος.

-Μέχρι νὰ μεθύσει.

-Ἔ, κάπως ἔτσι.

Ὡς μελέτη εἶχε τὸ βιβλίο τῆς Παρακλητικῆς, τὸ ὁποῖο διάβαζε καὶ ξαναδιάβαζε. Ἔλεγε: «Εἶμαι ἐρωτευμένος μὲ τὴν Παρακλητική. Ἔχει τόσα νοήματα!» Πολλὲς φορὲς ἔσφιγγε τὸ βιβλίο στὴν ἀγκαλιά του λέγοντας: «Ἁγία μου Παρακλητική!» Διαβάζοντας τὰ τροπάρια ποὺ ἀναφέρονται στὴν Σταύρωση καὶ στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, καθὼς καὶ στοὺς Ἁγίους Μάρτυρες, ζοῦσε τὴν σταυροαναστάσιμη χαρὰ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Φλεγόταν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ θεῖο πῦρ ποὺ εἶχε ὁδηγήσει τοὺς Μάρτυρες στὸ μαρτύριο, ἔνιωθε καὶ αὐτὸς τὴν θεία ἀγαλλίαση ποὺ μετατρέπει τὸ μαρτύριο σὲ πανηγύρι. Μερικὰ τροπάρια ποὺ τὸν συγκινοῦσαν ἰδιαίτερα καὶ τὸν «ξεσήκωναν» τὰ μάθαινε ἀπ’ ἔξω καὶ τὰ «ἔψαλλε ἀγγελικά, ἐρωτευμένος θεϊκά». Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἦταν καὶ τὸ τροπάριο: «Ζέσει τῆς Χριστοῦ πυρούμενοι ἀγάπης, ἄφλεκτοι πυρὸς διέμειναν ἐν μέσῳ, οἱ Ἀθληταὶ πυρπολήσαντες τὰς ἀκάνθας τῆς δυσσεβείας θείᾳ χάριτι». Ὅταν τὸ ἔψαλλε, τόνιζε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς καρδιᾶς του τὸ «πῦρ» στὶς λέξεις «πυρούμενοι» καὶ «πυρπολήσαντες».

Ἔλεγε: «Ὅταν φουντώσει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸ κάψιμο τῆς φωτιὰς τοῦ μαρτυρίου «καίγεται» ἀπὸ τὸ κάψιμο τῆς ἀγάπης... Ἡ φωτιὰ ἀνακουφίζει καλύτερα ἀπὸ λουτρό. Πόνος δὲν ὑπάρχει. Διότι πλημμυρίζει ἡ χαρά». Καὶ σὲ ἐπιστολή του τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1965 ἔγραψε: «Καὶ ὅταν ὑπομένει κανεὶς διὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἀκόμη καὶ μαρτύριο, τοῦ πλημμυρίζει ἡ καρδιὰ ἀπὸ θεία ἡδονή, καὶ ὅταν συναισθάνεται τὸ πάθος τοῦ Κυρίου, ὁμοίως. Ὁ Καλός μας Ἰησοῦς ἐπῆρε μαζὶ μὲ ὅλην τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, ὡς φαίνεται, καὶ τὶς πίκρες, καὶ μᾶς ἄφησες τὴν χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν, τὴν ὁποίαν αἰσθάνεται αὐτὸς ποὺ ἔχει ἐκδυθῆ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον καὶ ζῆ πλέον ὁ Χριστὸς μέσα του καὶ αἰσθάνεται μέρος τῆς χαρᾶς τοῦ Παραδείσου ἐπὶ τῆς γῆς, καθὼς λέγει ὁ Κύριος: «Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν».

Ὁ Πατὴρ Παΐσιος μεθοῦσε ἀπὸ τὰ θεῖα νοήματα τῶν τροπαρίων, καιγόταν ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔκανε τὸ ἐργόχειρό του, τὸ ὁποῖο ἦταν ξυλόγλυπτοι Σταυροί. Ἀποκάλυψε σὲ κάποιον: «Ὅσο σκαλίζω καὶ σχηματίζω τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στὸ ξύλο, τόσο ἀνάβει μέσα μου ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό».

Κάποτε φιλοξένησε γιὰ λίγες ἡμέρες ἕναν νεαρὸ διάκονο, ὁ ὁποῖος μεταξὺ ἄλλων τὸν ῥώτησε:

-Νὰ πάω, Πάτερ, στὸ Πανεπιστήμιο νὰ σπουδάσω Θεολογία;

-Γιὰ μένα, ἀπάντησε ὁ Ὅσιος, τὸ μεγαλύτερο Πανεπιστήμιο εἶναι νὰ ἐντρυφῶ στὴν Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ.

Καί, ὅταν ὁ διάκονος θὰ ἔφευγε, τὸν συνόδευε ἕως τὸν Ἀρσανᾶ καὶ στὸν δρόμο τὸν παρακάλεσε: «Ἐπειδὴ μένω μόνος μου, δὲν μπορῶ νὰ διορθωθῶ· κάνε ἀγάπη νὰ μοῦ πῆς ὅποιες ἀδυναμίες μου εἶδες, γιὰ νὰ μὲ βοηθήσεις». Βασικὴ πνευματικὴ ἐργασία τοῦ Πατρὸς Παϊσίου καὶ «οὐσιαστικώτερη μελέτη ἀπὸ ὅλες τὶς μελέτες»,ὅπως ἔλεγε, ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἡ παρακολούθηση καὶ ἡ διόρθωση τοῦ ἑαυτοῦ του.

***

Συμμετοχὴ στὴν ζωὴ τῆς Σκήτης.

Μὲ ἁπλότητα ὁ Πατὴρ Παΐσιος συμμετεῖχε στὴν ζωὴ τῆς Σκήτης. Ποτὲ δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὶς Θεῖες Λειτουργίες ποὺ ἐτελοῦντο κάθε Σάββατο στὸ Κοιμητήριο καὶ κάθε Κυριακὴ στὸ Κυριακό. Μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία πήγαινε στὸ Ἀρχονταρίκι, γιὰ νὰ βοηθήσει στὸ κέρασμα. Ἀφοῦ πρόσφεραν τὸν καφέ, ἐκεῖνος ἐπέστρεφε καὶ πάλι στὴν κουζίνα. Τὶς λίγες φορὲς ποὺ καθόταν μὲ τοὺς Πατέρες, ἦταν σιωπηλός. Ἂν τοῦ ἔλεγαν: «Δὲν μιλᾶς, Πάτερ Παΐσιε, πὲς καὶ ἐσὺ κάτι», ἀπαντοῦσε μὲ συστολή: «Τί νὰ πῶ ἐγώ, Πατέρες μου;». Εἶχε μεγάλη εὐλάβεια καὶ σεβασμὸ ἀπέναντί τους, καὶ γιὰ τὸν πρόσθετο λόγο ὅτι οἱ περισσότεροι ἀσκήτευαν ἐκεῖ ἀπὸ μικρὰ παιδιά.

Ἀνάμεσά τους ξεχώριζε ὁ γερο-Παχώμιος ἀπὸ τὴν Καλύβη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος ἦταν παράδειγμα ὁλοπρόθυμης ὑπακοῆς καὶ παιδικῆς ἁπλότητος. Ἐπειδὴ ἔπιανε τὰ φίδια χωρὶς νὰ φοβᾶται, ὁ Πατὴρ Παΐσιος τὸν ῥώτησε μία μέρα: Γιατί δὲν σὲ δαγκώνουν ἐσένα τὰ φίδια, Πάτερ Παχώμιε;» Ἐκεῖνος ἀπάντησε:«Κάπου γράφει ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς σὲ ἕνα χαρτί: «Ἐὰν ἔχεις πίστη, πιάνεις καὶ τὰ φίδια καὶ τοὺς σκορπιούς, καὶ δὲν σὲ πειράζουν». Τὸ πνεῦμα τῆς ἁγίας αὐτῆς ἁπλότητος ποὺ ἦταν ἁπλωμένο στὴν Σκήτη ἔκανε τὸν Πατέρα Παΐσιο νὰ αἰσθάνεται σὰν νὰ βρίσκεται μέσα στὸν Παράδεισο, στὴν «πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς Χάριτος».

Ἐπειδὴ οἱ περισσότεροι Πατέρες ἦταν ἡλικιωμένοι, ἔνιωθε τὴν ἀνάγκη νὰ τοὺς ξεκουράζει κάνοντας διάφορες ἐξυπηρετήσεις. Πήγαινε ἀκόμη καὶ μὲ βροχὴ μέχρι τὴν Μονὴ Ἰβήρων, τὴν Μονὴ Φιλοθέου καὶ τὶς Καρυές, γιὰ νὰ τακτοποιήσει ὑποθέσεις τους. Ἐπισκεπτόταν ἀνήμπορα Γεροντάκια καὶ τὰ βοηθοῦσε. Ἀκόμη καὶ τὸ μουλάρι τους ἔψαχνε νὰ βρῆ, ὅταν τὸ ἔχαναν. Καὶ ἂν ἄκουγε ὅτι σὲ κάποια Καλύβη ἔκαναν ξυλουργικὲς ἐργασίες, προσφερόταν νὰ βοηθήσει.

***

Βοήθεια σὲ ὑποψήφιους μοναχούς.

Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1964 ἕνα ςνέος τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν κρατήσει κοντά του, καὶ ἐκεῖνος τὸν δέχθηκε. Τοῦ παραχώρησε μάλιστα τὴν Καλύβη τῶν Ἀρχαγγέλων καὶ ἔφτιαξε γιὰ τὸν ἑαυτό του, λίγο πιο πέρα, μία μικρὴ παράγκα σὰν περίπτερο, μὲ ξύλα καστανιᾶς καὶ λαμαρίνες. Μέσα σ’ αὐτὴ ἔφτιαξε καὶ μία μικρὴ σόμπα, καὶ ἔτσι μπόρεσε νὰ βγάλει ἐκεῖ τὸν χειμώνα.

Βλέποντας ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ὄσιος τὴν ῥεματιὰ ποὺ χωρίζει τὴν Σκήτη τῶν Ἰβήρων στὰ δύο, ἀγάπησε πολὺ ἕναν τόπο πού, ὅπως ἦταν κρυμμένος μέσα στὴν χαράδρα, δὲν τὸν ἔβλεπε σχεδὸν ποτὲ ὁ ἥλιος. Σκεφτόταν: «Ἡ πιὸ ἰδανικὴ τοποθεσία γιὰ ἄσκηση εἶναι αὐτή. Τέτοιον τόπο γιὰ ἄσκηση δὲν βρῆκα πουθενὰ ἀλλοῦ στὸ Ἅγιον Ὄρος! Θὰ πάω νὰ μείνω ἐκεῖ». Τὸ δεύτερο λοιπὸν καλοκαίρι, αὐτὸ τοῦ 1965, ἔχτισε ἐκεῖ ἕνα καλυβάκι μὲ τούβλα. Γιὰ νὰ φτιάξει τὴν στέγη, πελεκοῦσε τὰ ξύλα ποὺ ἔβρισκε στὴν ἀπέναντι πλαγιὰ τῆς χαράδρας, τὰ φορτωνόταν καὶ τὰ μετέφερε στὸ νεόκτιστο καλυβάκι του, σὲ ἀπόσταση 15 λεπτῶν μὲ κατήφορο καὶ ἀνήφορο.

Ἐν τῷ μεταξὺ ἦλθαν καὶ ἄλλοι νέοι ποὺ θέλησαν νὰ γίνουν ὑποτακτικοί του καὶ ἔμεναν σὲ κοντινὲς Καλύβες. Ἡ πόρτα τοῦ Πατρὸς Παϊσίου ἦταν γι’ αὐτοὺς πάντοτε ἀνοιχτή, ἀλλὰ καὶ μόνο ἡ παρουσία του δίδασκε, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἦταν «μοναχὸς καθ’ ὅλην τὴν ἐντέλειαν». Γιὰ νὰ μπορέσει ὅμως νὰ μείνει κάποιος ὡς ὑποτακτικὸς κοντά του, ἔπρεπε νὰ μὴν ὑπολογίζει καθόλου τὸν ἑαυτό του, νὰ τὸν «πετάξει», ὥστε νὰ μπῆ στὴν μοναχικὴ τροχιά.

Τὸν Νοέμβριο τοῦ 1965 ἦρθε στὴν Σκήτη, γιὰ νὰ γίνει μοναχός, ἕνας νέος θεολόγος. Ὁ Πατὴρ Παΐσιος, βλέποντάς τον νὰ φοράει γραβάτα, τοῦ τὴν ἔβγαλε καὶ τὴν ἔδεσε σὲ ἕνα γαϊδουράκι. Καὶ στὴν συνέχεια προσπάθησε μὲ διαφόρους τρόπους νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ἀποβάλει τὸ κοσμικὸ πνεῦμα καὶ τὴν τάση γιὰ ἐξωτερικὴ προβολή, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ γίνει μοναχός. Μία φορά, γιὰ παράδειγμα, ἔκανε τὸ ἑξῆς: Ἐπειδὴ τὸν ἔβλεπε νὰ χαίρεται, ὅταν ἄκουγε ὅτι ὑπῆρχε ἡ σκέψη νὰ ἀνατεθῆ ἡ ἐπάνδρωση κάποιων Μονῶν σὲ νέους θεολόγους, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἔβαζε καὶ τὸν ἑαυτό του, ὁ Πατὴρ Παΐσιος πῆγε καὶ ἔγραψε μαζὶ μὲ ἄλλους μοναχοὺς –γιὰ νὰ μὴν διακρίνεται ὁ γραφικὸς χαρακτήρας- ἕνα σημείωμα σὲ καθαρεύουσα γλῶσσα σὰν «ἐπίσημη πρόσκληση». Τὸ περιεχόμενό της ἦταν περίπου τὸ ἑξῆς: «Ἐπειδὴ εἶσαι μορφωμένος, θέλουμε νὰ σοῦ ἀναθέσουμε κάποιο Μοναστήρι. Νὰ ἔλθεις νὰ συνεννοηθοῦμε». Ἔβαλαν τὴν ἐπιστολὴ σὲ ἕνα φάκελο, ἔγραψαν ἀπ’ἔξω: «Κύριον Τάδε, Θεολόγον, Σκήτην Ἰβήρων», καὶ ἔδωσαν τὸν φάκελο σὲ κάποιον ἄλλον μοναχό, γιὰ νὰ τοῦ τὸ δώσει. Ὅταν ὁ νέος ἔλαβε τὴν ἐπιστολή, ἔτρεξε ἀμέσως στὸν Πατέρα Παΐσιο καὶ μὲ φανερὴ ἱκανοποίηση τοῦ εἶπε: «Μὲ κάλεσαν νὰ μοῦ ἀναθέσουν κάποιο Μοναστήρι». Ὁ Ὅσιος τὸν ἄφησε νὰ πῆ ἀρκετά, καὶ στὸ τέλος γελώντας τοῦ ἀποκάλυψε τὸ παιδαγωγικό του τέχνασμα καὶ τοῦ εἶπε μὲ ἀγάπη: «Βλέπεις πόση δουλειὰ ἔχουμε νὰ κάνουμε; Βλέπεις πῶς μᾶς ξεγελάει ὁ διάβολος; Αὐτὰ εἶναι κούφια πράγματα».

Τελικά, ὕστερα ἀπὸ λίγους μῆνες, ὁ νέος αὐτὸς ἔφυγε ἀπὸ τὴν Σκήτη. Πρὶν φύγει, πῆγε νὰ πάρει τὴν εὐχὴ τοῦ Πατρὸς Παϊσίου, καὶ ἐκεῖνος μὲ καλωσύνη τοῦ εἶπε: «Νὰ πᾶς στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ». Μόλις ὅμως ἀπομακρύνθηκε 3-4 μέτρα, τὸν φώναξε: «Γύρνα πίσω, νὰ σοῦ πῶ κάτι». Καὶ τοῦ εἶπε: «Κοίταξε, εἴτε εἶσαι στὸν κόσμο, εἴτε πᾶς σὲ Μοναστήρι, νὰ γίνεις ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Πήγαινε τώρα».Ἀλλά, πρὶν προχωρήσει καμμιὰ δεκαριὰ μέτρα, τὸν ξαναφώναξε:«Ἔ, στάσου, κάτι ξέχασα νὰ σοῦ πῶ. Θὰ σοῦ πῶ κάτι νὰ τὸ θυμᾶσαι· ὅπου καὶ ἂν εἶσαι, ἀρκεῖ νὰ εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ».Καί, ὅταν ἀπομακρύνθηκε καμμιὰ πενηνταριὰ μέτρα, τὸν φώναξε πάλι καὶ τοῦ ἐπανέλαβε τὰ ἴδια λόγια.

Τὸ πρῶτο ποὺ ἤθελε ὁ Πατὴρ Παΐσιος νὰ συνειδητοποιήσουν οἱ ὑποτακτικοί του ἦταν ὅτι ὡς μοναχοὶ θὰ μποροῦσαν νὰ βοηθήσουν τὸν κόσμο περισσότερο μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὸ σιωπηλὸ κήρυγμα τοῦ παραδείγματος, παρὰ μὲ τὴν ἱεραποστολικὴ δράση. Τοὺς ἔλεγε: «Ἂν κάνουμε ἐργασία πνευματικὴ στὸν ἑαυτό μας καὶ ἀποβάλουμε τὸν παλαιό μας ἄνθρωπο, τότε θὰ κάνουμε ἐργασία καὶ στοὺς ἄλλους. Ἢ μᾶλλον δὲν θὰ τὴν κάνουμε ἐμεῖς, ἀλλὰ θὰ γίνεται μόνη της φυσιολογικά». Ὡς μελέτη τοὺς συμβούλευε νὰ ἔχουν τὰ «Ἀσκητικὰ» τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Ἔλεγε: «Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ τὰ ἔχει ὅλα. Σᾶς φθάνει τὸ βιβλίο αὐτὸ γιὰ 10 χρόνια. Καὶ δὲν σᾶς φθάνουν 10 χρόνια γιὰ τὸ βιβλίο αὐτό».

Αὐστηρὸς ἦταν, ὅπως πάντοτε, καὶ στὸ θέμα τῆς ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς συγγενεῖς. Δίνοντας ὁ ἴδιος τὸ παράδειγμα, δὲν δέχθηκε βοήθεια ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Λουκᾶ, ποὺ τὸν ἐπισκέφθηκε μὲ ἕναν συγγενῆ τους καὶ τοῦ πρότειναν νὰ φιλοξενηθοῦν στὴν Μονὴ Ἰβήρων καὶ νὰ πηγαίνουν νὰ τὸν βοηθοῦν, ὅταν ἔκτιζε τὸ καλυβάκι στὴν χαράδρα. Τοὺς εἶπε: «Νὰ φύγετε, δὲν χρειάζομαι βοήθεια».Δὲν κράτησε οὔτε τὶς εὐλογίες ποὺ τοῦ πῆγαν· τοὺς ἔδειξε μία Καλύβη, γιὰ νὰ τὶς πᾶνε ἐκεῖ, σὲ ἕνα γεροντάκι. Καί, ὅταν τοῦ ζήτησαν νὰ τοὺς συνοδεύσει ἕως τὴν Ἰβήρων, τοὺς ἔδειξε τὸν δρόμο λέγοντας: «Νά, ἐκεῖ εἶναι ἡ Ἰβήρων, ἄμα θέλετε πηγαίνετε».Ὁ Λουκᾶς κάθησε λίγο πιὸ πέρα καὶ ἔκλαιγε, ἀλλὰ ὁ Ὅσιος εἶπε:«Ἂς κλάψει. Μήπως, ἂν τὸν δεχθῶ καὶ δὲν κλάψει, θὰ ὠφεληθῆ; Οὔτε αὐτὸς πρόκειται νὰ ὠφεληθῆ οὔτε ἐγώ. Τί θὰ βγάλω λοιπόν; Μόνον κακὸ στὸν μοναχισμὸ θὰ κάνω».

***

Μεγαλόσχημος μοναχὸς καὶ Δικαῖος τῆς Σκήτης.

Μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα ὁ Πατὴρ Παΐσιος πήγαινε στὴν Καψάλα, στὸν παπα-Τύχωνα, γιὰ νὰ ἐξομολογηθῆ. Ἐκεῖνος συχνὰ τὸν ῥωτοῦσε: «Τὸ Σχῆμα, τὸ Σχῆμα;» Τὸν Πατέρα Παΐσιο δὲν τὸν ἀπασχολοῦσε πότε θὰ λάβει τὸ Μεγάλο Σχῆμα. Κάνοντας ὅμως ὑπακοή, ἔγινε μεγαλόσχημος στὶς 11 Ἰανουαρίου τοῦ 1966 (π. ἡ.), μνήμη τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου. Ἡ κουρὰ ἔγινε στὸ Κελλὶ τοῦ παπα-Τύχωνα, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἀναδέχθηκε.

Ὕστερα ἀπὸ τέσσερις μῆνες, ὁ Πατὴρ Παΐσιος κάνοντας πάλι ὑπακοή, ἀνέλαβε τὰ καθήκοντα τοῦ Δικαίου τῆς Σκήτης, ποὺ εἶναι κυρίως ἡ φροντίδα τοῦ Κυριακοῦ καὶ ἡ ἐξυπηρέτηση τῶν προσκυνητῶν. Τὸ ἐνδιαφέρον ποὺ ἔδειχνε γιὰ τοὺς ὑποτακτικούς του καὶ γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Σκήτης, τὸ ἔδειχνε καὶ γιὰ ὅσους ἔφθαναν ἕως ἐκεῖ, εἴτε ἀπὸ εὐλάβεια, εἴτε γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν Τίμιο Πρόδρομο, εἴτε ἀπὸ ἁπλὴ περιέργεια.

Μία μέρα συνάντησε στὸ Κυριακὸ ἕναν νέο μὲ μακριὰ μαλλιά, ποὺ γιὰ πολλὲς ἡμέρες περιπλανιόταν στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐπειδὴ διέκρινε σ’ αὐτὸν μία δαιμονικὴ ἐξυπνάδα ποὺ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε στὴν ἀθεΐα, τὸν πῆρε μὲ τὸ καλὸ καί, παρόλο ποὺ ὁ νέος ἦταν βλάσφημος καὶ πολὺ ἀναιδής, τὸν ἔφερε σὲ λογαριασμό, μέχρι ποὺ τὸν κούρεψε. Στὸ τέλος τοῦ εἶπε:

-Κοίταξε, ἂς εἶναι καλὰ ἡ μάνα σου. Οἱ προσευχὲς τῆς μάνας σου σὲ ἔφεραν ἐδῶ.

-Ναί, παραδέχθηκε ὁ νέος, καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος δὲν κατάλαβα πῶς ἦρθα. Ἂν μὲ δῆ ἡ μάνα μου ἔτσι ἀλλαγμένο, τί χαρὰ θὰ κάνει!

Ὁ Πατὴρ Παΐσιος, ὅταν δὲν εἶχε δουλειὰ στὸ Κυριακό, ἄφηνε ἐκεῖ ἕνα σημείωμα γιὰ τοὺς ἐπισκέπτες, ὥστε νὰ τὸν εἰδοποιοῦν χτυπώντας ἕνα καμπανάκι, τὸ ὁποῖο ἄκουγε ἀπὸ τὸ καλυβάκι του. Ἕνα ἀπόγευμα οἱ Πατέρες τοῦ εἶπαν ὅτι ἕνας προσκυνητὴς περίμενε γιὰ πολλὲς ὧρες, χωρὶς νὰ χτυπάει τὸ καμπανάκι, γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλήσει. Ὁ Ὅσιος πῆγε καὶ τὸν βρῆκε καί, ἐπειδὴ τοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση τὸ φιλότιμό του καὶ εἶδε καὶ Χάρη Θεοῦ στὸ λαμπερό του πρόσωπο, τὸν ῥώτησε γιὰ τὴν ζωή του.

Ἐκεῖνος τότε τοῦ διηγήθηκε τὴν ἱστορία του: Ἦταν φτωχὸς οἰκογενειάρχης, ἀχθοφόρος στὸν Πειραιᾶ. Μικρὸς εἶχε μείνει ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ γι’ αὐτὸ ἀγαποῦσε πολὺ τὸν πεθερό του, ὁ ὁποῖος ὅμως ἦταν βλάσφημος καὶ παρὰ τὶς πολλές του παρακλήσεις παρέμενε ἀμετανόητος. Μία μέρα, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν ἐργασία του, βρῆκε τὸν πεθερό του νὰ ἔχει πεθάνει καὶ ἀνησύχησε πάρα πολὺ γιὰ τὴν ψυχή του, ποὺ αὐθόρμητα καὶ μὲ πολὺ πόνο παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀναστήσει, γιὰ νὰ μετανοήσει. Καί, ὢ τοῦ θαύματος, ὁ νεκρὸς ἀναστήθηκε καὶ ἔζησε ἄλλα 5 χρόνια μὲ μετάνοια. Εἶπε στὸ τέλος ὁ ἀχθοφόρος: «Πάτερ μου, ποιός ἤμουν ἐγώ; Τὸ μόνο ποὺ θέλω στὴν ζωή μου εἶναι νὰ εὐχαριστῶ τὸν Θεό, ποὺ ἔκανε αὐτὸ τὸ καλό».

Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἐπέστρεψε ἐκείνη τὴν ἡμέρα στὴν Καλύβη του πολὺ ὠφελημένος ἀπὸ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ταπείνωση τοῦ ἀχθοφόρου· ταπείνωση τόση μεγάλη ποὺ οὔτε κἂν τοῦ περνοῦσε λογισμὸς ὅτι χάρη στὸν ἴδιο εἶχε ἀναστηθῆ ἕνας νεκρός.

***

Ἡ χαριστικὴ βολή.

Καθὼς ὁ Πατὴρ Παΐσιος περνοῦσε κάθε μέρα τὴν χαράδρα, γιὰ νὰ πάει στὸ Κυριακό, ὁ τόπος ἀντηχοῦσε ἀπὸ τὸν βήχα του, καὶ οἱ Πατέρες καταλάβαιναν ὅτι εἶχε σοβαρὸ πρόβλημα ὑγείας. Τὸν χειμώνα τοῦ 1965-66 τὸν εἶχε περάσει στὸ καλυβάκι τῆς χαράδρας, ὅπου ἡ ὑγρασία ἦταν τόση πολλή, ὥστε ἀκόμη καὶ τὰ καρφιὰ ἀπὸ τὸ ταβάνι ἔσταζαν νερό. Ἕνα σκαμνάκι ποὺ εἶχε, καθὼς καὶ τὰ σκεπάσματά του, εἶχαν πρασινίσει ἀπὸ τὴν μούχλα. Ἔτσι ἡ ὑγεία του, ποὺ ἤδη πρὶν ἀπὸ 10 χρόνια ἦταν σὰν «ῥαγισμένο τσανάκι», ὅπως τοῦ ἔλεγε ὁ γερο-Σάββας ὁ Φιλοθεΐτης, τώρα πιὰ θρυμματίσθηκε. Καί, ὅπως φαινόταν, θὰ ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ ἀποκατασταθῆ.

Εἶχαν ἀρχίσει καὶ πάλι οἱ αἱμοπτύσεις, οἱ αἱματεμέσεις, τὰ δέκατα καὶ ἡ μεγάλη ἐξάντληση. Στὰ τέλη Ἰουνίου ὁ Ὅσιος δὲν μποροῦσε νὰ σταθῆ στὰ πόδια του καὶ ἔμενε σχεδὸν συνέχεια στὸ κρεββάτι. Μία μία μέρα ἔκανε αἱματέμεση καὶ ἔχασε τόσο αἷμα, ποὺ λιποθύμησε. Καταλάβαινε πιὰ καὶ ὁ ἴδιος ὅτι ἡ ὑγρασία τὸν ἔβλαπτε πολὺ καὶ ὅτι εἶχαν δίκαιο οἱ Πατέρες ποὺ ἐπέμεναν νὰ πάει στὴν Θεσσαλονίκη γιὰ ἐξετάσεις.

Ἀργότερα ἔλεγε: «Ἕνας τόπος μπορεῖ νὰ ἀναπαύει, μπορεῖ ὅμως νὰ κάνει καὶ κακό. Ἦταν μία τοποθεσία ἐκεῖ στὴν χαράδρα! Ὅταν τὴν ἔβλεπα, σκιρτοῦσε ἡ καρδιά. Πότε νὰ φτιάξω Καλύβι ἐκεῖ! Ὤ, καὶ πόση δύναμη ἔβρισκα νὰ πελεκάω ξύλα καὶ νὰ τὰ κουβαλάω! Καὶ χαρὰ ποὺ ἔνιωθα! Ἡ καρδιὰ χτυποῦσε γλυκὰ-γλυκά. Ἀλλά, αὐτὴ δὲν εἶναι τελείως πνευματική, καὶ μπορεῖ νὰ ἀχρηστευθῆ κανείς, γιατὶ τὸν ξεγελάει. Καὶ ἐγὼ πόσο εἶχα ξεγελάσθη! Ποῦ νὰ ἤξερα ὅτι ἐκεῖ θὰ ἦταν ἡ χαριστικὴ βολὴ γιὰ τὴν ὑγεία μου!».

 

***

Ἄῤῥωστος στὸ σανατόριο.

Ὠχρὸς καὶ ἀδύνατος, ὁ Πατὴρ Παΐσιος πῆγε στὴν Θεσσαλονίκη γιὰ ἐξετάσεις συνοδευόμενος ἀπὸ ἕναν ὑποτακτικό του, τὸν π. Βασίλειο. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ποὺ ἦταν Κυριακή, ἐκκλησιάσθηκαν στὸν Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Ὁ προϊστάμενος τοῦ ναοῦ, ὁ π. Πολύκαρπος, βλέποντάς τους νὰ στέκονται συνεσταλμένοι σὲ μία ἄκρη τοῦ Ἱεροῦ, ῥώτησε τὸν π. Βασίλειο ποιός ἦταν ὁ Γέροντας καὶ ἂν θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς ἐξυπηρετήσει σὲ κάτι. Ὁ π. Βασίλειος τοῦ ἐξήγησε ὅτι ἦταν ὁ Πατὴρ Παΐσιος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ὅτι τὴν ἄλλη μέρα θὰ ἐπισκέπτονταν ἕναν ἀκτινολόγο γιὰ μία ἀκτινογραφία θώρακος. Ἐκεῖνος τότε προθυμοποιήθηκε νὰ τοὺς ἐξυπηρετήσει καί, παρόλο ποὺ τοῦ εἶπαν ὅτι δὲν χρειάζονταν βοήθεια, τὴν ἄλλη μέρα πῆγε καὶ τοὺς συνάντησε στὸ ἰατρεῖο. Ὁ ἀκτινολόγος διαπίστωσε ὅτι οἱ βρογχιεκτασίες εἶχαν ἐπεκταθῆ καὶ ἐπιδεινωθῆ καὶ εἶπε ὅτι ὁ Πατὴρ Παΐσιος ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ εἰσαχθῆ στὸ Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος (στὸ σανατόριο).

Ὁ π. Πολύκαρπος προσφέρθηκε τότε νὰ φροντίσει γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ καί, μέχρι νὰ

ὁλοκληρωθῆ ἡ διαδικασία, οἱ δύο Ἁγιορεῖτες ἔμεναν σὲ ξενοδοχεῖο. Τὴν πρώτη νύχτα ὁ θόρυβος τῶν αὐτοκινήτων δυσκόλεψε τὸν Πατέρα Παΐσιο, ποὺ χρόνια τώρα ζοῦσε στὴν ἡσυχία. Ἔβαλε ὅμως τὸν λογισμό: «Δόξα τῷ Θεῷ, δὲν γίνεται πόλεμος καὶ δὲν ἀκούγονται τὰνκς καὶ κανόνια. Πόσοι ἄραγε αὐτὴ τὴν ὥρα ἔχου πόλεμο καὶ σκοτώνονται, πόσοι εἶναι τραυματίες...» Ὅλη ἐκείνη τὴν νύχτα ἔκανε συνέχεια εὐχὴ γι’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους.

Ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἔγινε ἡ εἰσαγωγή του στὸ σανατόριο, καὶ οἱ γιατροὶ εἶπαν ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑποβληθῆ σὲ χειρουργικὴ ἐπέμβαση. Ἐπειδὴ θὰ προηγοῦντο κάποιες ἐξετάσεις καὶ θεραπευτικὴ ἀγωγή, ὁ π. Βασίλειος ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ τὴν ἐξυπηρέτηση τοῦ π. Παϊσίου τὴν ἀνέλαβε ὁ π. Πολύκαρπος, ὁ ὁποῖος τὴν ἀνέθεσε στὶς πνευματικὲς ἀδελφὲς μιᾶς ἄτυπης ἀδελφότητας, ποὺ εἶχε ὑπὸ τὴν καθοδήγησή του.

Ἀρχικὰ ὁ Πατὴρ Παΐσιος ἔμεινε σὲ θάλαμο μὲ πολλοὺς ἀσθενεῖς, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ συνεχίσει τὸ τυπικό του:  νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή. Τὶς πρῶτες ἡμέρες δὲν πήγαινε στὴν κοινὴ τραπεζαρία τῶν ἀσθενῶν καὶ ἔμενε σχεδὸν νηστικός. Αὐτὸ ὅμως σύντομα ἔγινε ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὸ προσωπικὸ τοῦ νοσοκομείου καὶ τὸν ὑποχρέωσαν νὰ πηγαίνει. Ἀλλὰ καὶ πάλι ἐκεῖνος ἔβγαζε ἀπὸ τὴν μερίδα τὸ κρέας, καὶ ἔτρωγε ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα πολὺ λίγο. Ὅταν ὁ γιατρὸς εἶδε τὶς αἱματολογικὲς ἐξετάσεις, τοῦ εἶπε: «Νὰ τρῶς, Πάτερ, γιατί, ἂν δὲν δυναμώσεις, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ σὲ βάλουμε στὸ χειρουργείο». Ἡ δὲ διευθύνουσα τοῦ νοσοκομείου εἶπε στὶς πνευματικὲς ἀδελφὲς ποὺ τὸν ἐξυπηρετοῦσαν: «Πέστε του νὰ κάνει ὑπακοὴ καὶ νὰ τρώει, γιατί, ἂν συνεχίσει ἔτσι, δὲν πρόκειται νὰ τὸν ἐγχειρίσουμε». Ἐκεῖνες τότε ἄρχισαν νὰ τοῦ μαγειρεύουν δυναμωτικὰ φαγητά, τὰ ὁποῖα ἔτρωγε μὲ τὸ ζόρι ἐλεεινολογώντας τὸν ἑαυτό του.

Τὶς νύχτες ἀγρυπνοῦσε γονατιστὸς ἐπάνω στὸ κρεββάτι καί, ὅταν τοὺς ἄλλους ἀσθενεῖς τοὺς ἔπαιρνε ὁ ὕπνος, ἄρχιζε νὰ κάνει μετάνοιες. Ἕνας ἀσθενής, ποὺ εἶχε ἀντιληφθῆ τοὺς νυχτερινοὺς ἀγῶνες τοῦ Πατρὸς Παϊσίου, ἔλεγε στοὺς γιατρούς: «Καλά, πῶς θὰ τὸν βάλετε αὐτὸν στὸ χειρουργεῖο; Αὐτός, ὅ,τι βάζει τὴν ἡμέρα, τὸ βγάζει τὴν νύχτα μὲ τὶς μετάνοιες».

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὸ σανατόριο ἦταν γεμάτο ἀπὸ φυματικούς, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους νοσηλεύονταν ἀκόμη καὶ 20 χρόνια, χωρὶς νὰ ἔχουν ἀποθεραπευθῆ. Ἄλλοι λοιπὸν εἶχαν ἀπελπισθῆ, ἄλλοι δημιουργοῦσαν διάφορα προβλήματα μὲ διαπληκτισμοὺς καὶ κλοπές, ἄλλοι προσπαθοῦσαν νὰ διασκεδάσουν πειράζοντας τοὺς πιὸ ἀδύναμους καὶ ἡλικιωμένους· λίγοι ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν τὴν ψυχική τους ὑγεία. Ὁ Πατὴρ Παΐσιος ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς. Καί, ἐνῶ ὕστερα ἀπὸ 20 ἡμέρες μεταφέρθηκε σὲ μονόκλινο δωμάτιο, μόνον τὴν νύχτα ἔμενε στὸ δωμάτιό του. Κάθε μέρα ἐπισκεπτόταν μὲ τὴν σειρὰ ὅλους τοὺς θαλάμους.

Ἡ παρουσία του ἦταν βάλσαμο θεϊκὸ στὶς ψυχὲς τῶν ἀῤῥώστων. Σκορποῦσε χαρὰ καὶ παρηγοριά, ἀλλὰ πρόσφερε καὶ βαθύτερη πνευματικὴ βοήθεια. Μὲ τὴν βραχνὴ καὶ ἀσθενικὴ φωνή του διηγεῖτο ἱστορίες ἀπὸ τὸ Γεροντικό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν δική του ζωή, καὶ προσπαθοῦσε νὰ τοὺς στερεώσει στὴν πίστη, νὰ τοὺς αὐξήσει τὴν ὑπομονὴ καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴν μετάνοια. Ὅταν ἡ συμπεριφορά τους δὲν ἦταν καλή, μὲ τρόπο τοὺς διόρθωνε, καὶ ἂν ἔβλεπε ὅτι κάποιος διάβαζε ἄσχημα περιοδικά, τοῦ ἔδινε τὰ χρήματα τῆς ἀξίας τους καὶ τὰ ἔσχιζε. Ὅταν κάποιος ἦταν στὰ τελευταῖά του, πήγαινε καὶ καθόταν κοντά του, γιὰ νὰ τοῦ συμπαρασταθῆ. Καὶ ὅταν μάθαινε ὅτι κάποιος ἐκοιμήθη, τοῦ διάβαζε τὸν «Ἄμωμο».

Μία μέρα ποὺ ὁ ἐφημέριος τοῦ νοσοκομείου ἀπουσίαζε, οἱ νοσοκόμες ἔψαχναν νὰ βροῦν κάποιον ἱερέα, γιὰ νὰ ἐξομολογήσει καὶ νὰ κοινωνήσει ἕναν ἀσθενῆ ποὺ βρισκόταν στὰ τελευταῖά του.«Ἐσὺ δὲν ἐξομολογεῖς;» ἔλεγε ἐκεῖνος στὸν Πατέρα Παΐσιο ποὺ ἦταν δίπλα του· δὲν ἤξερε ὅτι ὡς ἁπλὸς μοναχὸς δὲν μποροῦσε νὰ τελέσει τὸ Μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. Στὸ τέλος τοῦ εἶπε μὲ ἀγωνία: «Πάτερ μου, βγαίνει ἡ ψυχή μου καὶ δὲν θὰ ἐξομολογηθῶ;»Τότε ὁ Πατὴρ Παΐσιος δέχθηκε νὰ ἀκούσει τὶς ἁμαρτίες του. Ὅταν, μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες, ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος, τὶς ἐξομολογήθηκε στὸν παπα-Τύχωνα, καὶ ἐκεῖνος τοῦ εἶπε νὰ κάνει γιὰ τρία χρόνια τὸν κανόνα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε κάνει ὁ ἄνθρωπος αὐτός.

Ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς ἀγάπησαν τὸν Πατέρα Παΐσιο τόσο πολύ, ὥστε, ἂν ἀργοῦσε νὰ ἐπισκεφθῆ κάποιον θάλαμο, τὸν ἀναζητοῦσαν στὸ δωμάτιό του. Ἐκεῖ ὅλοι –γιατροί, νοσοκόμες καὶ ἐπισκέπτες- τὸν ἔβρισκαν στὴν ἴδια στάση· γονατιστὸ ἐπάνω στὸ κρεββάτι, μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα καὶ τὰ χέρια σταυρωμένα, σὰν μικρὸ παιδιί. Ἦταν τόσο ἑνωμένος μὲ τὸν Θεό, ὥστε, ἀκόμη καὶ ὅταν ὑπῆρχαν πολλοὶ ἐπισκέπτες γύρω του, δὲν διέκοπτε τὴν προσευχή του. Καὶ ἐνῶ ἦταν πολὺ ἀδύνατος καὶ κίτρινος σὰν τὸ κερί, δὲν ἔνιωθαν ὅτι εἶχαν μπροστά τους ἕναν ἄῤῥωστο. Ἀντίθετα ἔνιωθαν δέος· καταλάβαιναν ὅτι ὁ ἐξαϋλώμενος αὐτὸς μοναχὸς εἶχε ἁγιότητα. Τὰ λίγα λόγια πήγαζαν ἀπὸ τὰ βιώματά του, καὶ τὰ ζωηρά του μάτια ἔβλεπαν πίσω ἀπὸ τὰ βλεπόμενα. Σὲ μία ὑποψήφια μοναχὴ ποὺ τὴν ἔβλεπε γιὰ πρώτη φορὰ καὶ δὲν γνώριζε τίποτε γι’ αὐτήν, εἶπε:«Τὸ θέλημά σου εἶναι χάλκινο τεῖχος, τὸ ὁποῖο σὲ χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό». Ἄλλη φορὰ τὸν ἐπισκέφθηκε μία κοπέλα ποὺ μόλις εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὴν Γαλλία καί, ἐνῶ τὴν ἔβλεπε γιὰ πρώτη φορά, τὴν ὑποδέχθηκε λέγοντας: «Καλὼς τὴν Μαρία ἀπὸ τὸ Παρίσι».

Σιγὰ-σιγὰ ἡ φήμη τοῦ Πατρὸς Παϊσίου ἁπλώθηκε, καὶ συνέῤῥεε κόσμος ἀπὸ ὅλη τὴν Θεσσαλονίκη, γιὰ νὰ τὸν γνωρίσει. Καθημερινὰ τὸν ἐπισκέπτονταν καὶ οἱ ἀδελφὲς ποὺ τὸν φρόντιζαν καὶ τοῦ πήγαιναν φαγητό. Ἡ βοήθεια ὅμως ποὺ ἐκεῖνες λάμβαναν ἦταν, φυσικά, πολὺ μεγαλύτερη, διότι ἦταν βοήθεια πνευματική. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ ἐμπιστεύθηκαμ τὸ μεγάλο τους πρόβλημα: Ἤθελαν νὰ γίνουν μοναχὲς σὲ Μοναστήρι, ἀλλὰ ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης δὲν ἔδινε ἄδεια γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς Μονῆς. Ὁ Ὅσιος τὶς πόνεσε, διότι γνώριζε ἐξ ἰδίας πείρας τί σημαίνει νὰ θέλει κανεὶς νὰ γίνει μοναχὸς καὶ νὰ ἀναγκάζεται νὰ παραμένει στὸν κόσμο. Μία μέρα λοιπὸν τοὺς εἶπε: «Μόλις βγῶ ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο, τὸ Μοναστήρι θὰ φυτρώσει σὰν μανιτάρι· σὲ ἕναν χρόνο θὰ εἶστε στὸ Μοναστήρι».

***

Ἡ ἐγχείρηση καὶ τὸ «μαρτύριο» ποὺ ἀκολούθησε.

Τὸν Νοέμβριο τοῦ 1966, ἐνῶ εἶχαν περάσει τρεῖς μῆνες ἀπὸ τότε ποὺ μπῆκε στὸ νοσοκομεῖο, ἡ ἐγχείρηση δὲν εἶχε προγραμματισθῆ, ἐπειδὴ ὁ ἀργανισμός του ἦταν ἐξασθενημένος, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ οἱ γιατροὶ δὲν ἤθελαν νὰ χάσουν ἕναν τόσο πολύτιμο ἀσθενῆ. Τοῦ ἔλεγαν: «Μακάρι νὰ εἴχαμε κάνα-δυὸ μοναχοὺς σὰν κι ἐσένα, γιὰ νὰ κρατοῦν μία ἰσοῤῥοπία ἐδῶ μέσα, καὶ νὰ μᾶς ὑπακούουν οἱ ἄῤῥωστοι». Ἐκεῖνος ὅμως ἔνιωθε σὰν ψάρι ἔξω ἀπὸ τὸ νερό. Ἔγραψε σὲ ἐπιστολή του: «Ἔχω βγῆ ἀπὸ τὰ νερά μου. Ἡ ὑπόθεσις αὐτὴ μὲ ἔφερε τὸ ὀλιγώτερο τρία χρόνια πίσω. Ἔχω χρεοκοπήσει πνευματικά». Καὶ δὲν ἦταν λίγες οἱ φορὲς ποὺ ἑτοίμασε τὸν τουρβᾶ του, γιὰ νὰ φύγει.

Τελικά, ἡ ἐγχείρηση ὁρίσθηκε νὰ γίνει στὶς 15 Νοεμβρίου. Εἶχε προηγηθῆ ἡ ἐγχείρηση ἑνὸς ἄλλου ἀῤῥώστου ποὺ ἔπασχε ἐπίσης ἀπὸ βρογχοεκτασίες, καὶ ὁ Πατὴρ Παΐσιος πήγαινε κάθε τόσο νὰ δῆ τὴν τομή του, διότι τὸν ἀπασχολοῦσε ἂν μετὰ τὴν ἐγχείρηση θὰ μποροῦσε νὰ αὐτοεξυπηρετῆται. Ῥώτησε τὸν χειρουργημένο:

-Θὰ μπορῶ νὰ πλένω τὰ ῥοῦχά μου;

-Ἐσὺ ἔχεις τόσους ἀνθρώπους νὰ σὲ ὑπηρετήσουν, τοῦ ἔλεγε ἐκεῖνος, καὶ ῥωτᾶς ἂν θὰ μπορῆς νὰ πλένεις τὰ ῥοῦχά σου;

Τὴν παραμονὴ τῆς ἐγχειρήσεως ὅλη τὴν νύχτα ἔκανε θερμὴ προσευχή: «Θεέ μου, ἂν εἶναι νὰ ζήσω καὶ νὰ Σὲ εὐαρεστήσω, ἂς πάει καλὰ ἡ ἐγχείρηση. Ἂν εἶναι ὅμως νὰ Σὲ λυπήσω, ἂς εἶναι αὐτὴ ἡ τελευταία μου νύχτα».

Ἡ ἐγχείρηση ἦταν δύσκολη. Κράτησε 11 ὧρες, καὶ τοῦ μετάγγισαν 12 φιάλες αἷμα, τὸ ὁποῖο ἔδωσαν οἱ ἀδελφές. Τοῦ ἀφαίρεσαν τὸν ἄνω λοβὸ τοῦ ἀριστεροῦ πνεύμονα καὶ ἕνα μέρος ἀπὸ τὸν κάτω λοβό. Καὶ στὴν συνέχεια τὸν συνέδεσαν με ἕνα μηχάνημα συνεχοῦς ἀναῤῥόφησης γιὰ τὴν παροχέτευση τῶν ὑγρῶν. Αὐτὸ τὸ μηχάνημα, «τὸ μαρτύριο», ὅπως τὸ ἔλεγε, τοῦ προξενοῦσε ἀφόρητο πονοκέφαλο, καὶ δυνατοὺς πόνους στὴν πλάτη καὶ στὸν θώρακα, ὅπου ἦταν προσαρμοσμένα τὰ σωληνάκια. Καί, ἐνῶ σὲ ἄλλους τὸ ἄφηναν 8 ἡμέρες, σὲ αὐτὸν χρειάσθηκε νὰ τὸν ἀφήσουν 18. Ἔγραψε σὲ ἐπιστολή του: «Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὑπέφερα πολύ, ἀλλὰ ἄξιζε νὰ πληρώνει κανεὶς χωρὶς νὰ ἔχει καὶ πάθηση, καὶ νὰ περνάει ἀπὸ ἕνα τέτοιο μικρὸ μαρτύριο, διότι πολὺ ὠφελήθηκα. Ἔδιάβαζα πρίν, τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου στὴν Ἁγίαν Γραφὴν σὰν ἁπλὴ Ἱστορία, καθὼς καὶ τοὺς Συναξαριστὰς τῶν Ἁγίων. Τώρα θὰ τοὺς νιώθω διότι ἔνιωσα ὀλίγους πόνους».

Τελικὰ τὸ μηχάνημα ἀφαιρέθηκε στὶς 4 Δεκεμβρίου, μνήμη τῆς Ἁγίας Βαρβάρας. Τὴν παραμονὴ ποὺ ἦταν ἡμέρα Σάββατο, ὁ Ὅσιος περίμενε ὅτι ἡ Ἁγία Βαρβάρα θὰ βοηθοῦσε νὰ τελειώσει τὸ«μαρτύριό» του, ἀλλὰ οἱ γιατροὶ δὲν φάνηκαν. Τὴν ἄλλη μέρα ἦταν λυπημένος. Ἔλεγε: «Ἂν ἦταν νὰ βοηθήσει ἡ Ἁγία, θὰ εἶχε βοηθήσει. Τώρα οἱ γιατροὶ ἔφυγαν. Σήμερα Κυριακὴ ἀποκλείεται νὰ ἔρθουν». Τοῦ ἦρθε μέσα του καὶ ἕνα παράπονο: «Ἐγὼ τόσες φορὲς ἄναβα τὰ καντήλια στὸ ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας, τί καντηλῆθρες, τί λάδια πήγαινα, τὸ καθάριζα, τὸ τακτοποιοῦσα. Καὶ τώρα δύο λάστιχα νὰ μὴν μοῦ βγάλουν;». Μετὰ ὅμως σκέφθηκε: «Φαίνεται, θὰ λύπησα σὲ κάτι τὴν Ἁγία Βαρβάρα, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν φρόντισε νὰ μοῦ τὰ βγάλουν». Ξαφνικὰ ἄκουσε θόρυβο ἀπὸ νοσοκομειακὸ καροτσάκι καὶ εἶδε τοὺς γιατροὺς νὰ μπαίνουν στὸ δωμάτιό του. «Ἔχουμε ἐντολὴ νὰ σοῦ βγάλουμε τὰ σωληνάκια», τοῦ εἶπαν. Πολὺ νωρὶς ἐκεῖνο τὸ πρωΐ, ἂν καὶ ἦταν Κυριακή, ὁ χειρουργὸς τοὺς εἶχε πεῖ:«Νὰ πᾶτε νὰ βγάλετε τὰ σωληνάκια τοῦ καλόγερου!» Ἡ Ἁγία ἤθελε νὰ κάνει τὸ θαῦμά της ἀνήμερα στὴν μνήμη της, καὶ μάλιστα μεγαλύτερο λόγῳ τῆς ἁργίας τῆς Κυριακῆς.

***

Φροντίδα γιὰ τὴν ἵδρυση τοῦ Ἡσυχαστηρίου.

Ὕστερα ἀπὸ 10 ἡμέρες τὸν εἰδοποίησαν ὅτι θὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο. Τότε, μέσα σὲ 3 ὧρες, ὁ Ὅσιος πέρασε ἀπὸ ὅλους τοὺς θαλάμους, γιὰ νὰ ἀποχαιρετήσει τοὺς ἀσθενεῖς. Στὴν συνέχεια, μέχρι νὰ ἐπιστρέψει στὸ Ἅγιον Ὄρος, τὸν φιλοξένησαν οἱ ἀδελφὲς σὲ ἕνα σπίτι ποὺ εἶχαν στὴν Νεάπολη Θεσσαλονίκης, ὅπου τὸ κλίμα εἶναι κάπως ξηρό. Ἐκεῖ συγκεντρώνονταν ὅλες σχεδὸν οἱ ἀδελφὲς κάθε ἀπόγευμα καὶ ἔκαναν τὸν Ἑσπερινό. Στὸ τέλος ὁ Ὅσιος τοὺς διάβαζε ἕνα κομμάτι ἀπὸ τοὺς Ἀσκητικοὺς Λόγους τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαὰκ καὶ τοὺς τὸ ἐξηγοῦσε.

Κυρίως προσπαθοῦσε νὰ τὶς βοηθήσει νὰ καταλάβουν ὅτι ὁ μοναχισμὸς εἶναι ζωὴ ὑπερφυσικὴ καὶ ὅτι ἡ ἀποστολὴ τοῦ μοναχοῦ εἶναι «κάτι σοβαρώτερο ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες φιλανθρωπίες», ἀφοῦ μὲ τὴν προσευχή του ὁ μοναχὸς φέρνει ἀθόρυβα τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ ποὺ χρειάζεται. Γι’ αὐτὸ καί, ὅταν ἄκουσε ὅτι ὑπῆρχε ἡ σκέψη νὰ γίνει καὶ κάποιο φιλανθρωπικὸ ἵδρυμα ἐντὸς τοῦ χώρου τῆς Μονῆς, εἶπε: «Ἂν σκέφτεστε ἔτσι, καλύτερα νὰ καθήσετε στὸν κόσμο».

Ἐπειδὴ ὅμως ἐκκρεμοῦσε καὶ τὸ θέμα τῆς ἐπισκοπικῆς ἀδείας, τὴν προπαραμονὴ τῶν Χριστουγέννων εἶπε στὶς ἀδελφές: «Αὔριο, ποὺ εἶναι ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς νηστείας, νὰ κάνουμε προσευχὴ ὅλη τὴν νύχτα, νὰ φωτίσει ὁ Θεὸς τὸν Δεσπότη, νὰ μᾶς ἀπαντήσει ἂν θὰ μᾶς δώσει ἄδεια νὰ γίνει τὸ Μοναστήρι ἢ ὄχι».

Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κάλεσε τὸν π. Πολύκαρπο καὶ τοῦ ἀνακοίνωσε τὴν ἀρνητική του ἀπόφαση. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ ὁ Πατὴρ Παΐσιος σκέφθηκε νὰ ζητήσει βοήθεια ἀπὸ ἕναν γνωστό του ἱερομόναχο, τὸν π. Ἀγαθάγγελο, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Κόνιτσας καὶ ὑπηρετοῦσε στὴν γειτονικὴ Μητρόπολη Κασσανδρείας. Ἐκεῖνος μεσολάβησε στὸν Μητροπολίτη Κασσανδρείας Συνέσιο, ὁ ὁποῖος ἔδωσε τὴν εὐλογία του γιὰ τὴν ἵδρυση Μονῆς στὴν ἐπαρχία του. Στὴν συνέχεια ὁ Πατὴρ Παΐσιος μὲ τὴν βοήθεια τοῦ π. Ἀγαθαγγέλου βρῆκε καὶ τὸν τόπο ὅπου θὰ χτιζόταν τὸ Μοναστήρι· ἦταν ἕνα πλάτωμα στὴν πλαγιὰ ἑνὸς βουνοῦ, ἀνάμεσα στὰ χωριὰ Ἁγία Παρασκευὴ καὶ Σουρωτή. Σύντομα ὁ τόπος αὐτὸς ἀγοράσθηκε, καὶ σχεδὸν ἀμέσως ξεκίνησε ἡ ἀνέργεση τῆς Μονῆς. Ἐπίσης, ἔχοντας ὁ Ὅσιος πεῖρα ἀπὸ τὶς δυσκολίες ποὺ εἶχε συναντήσει στὴν Μονὴ Στομίου, συμβούλεψε τὶς ἀδελφὲς νὰ φροντίσουν, ὥστε τὸ νεοσύστατο Μοναστήρι νὰ ἀναγνωρισθῆ ὡς Ἡσυχαστήριο, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ εἶναι αὐτοδιοίκητο.

Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Ὅσιος μέσα σὲ δύο μῆνες ἔδωσε λύση στὸ μακροχρόνιο πρόβλημα τῶν ἀδελφῶν ποὺ γιὰ λίγο καιρὸ τὸν εἶχαν βοηθήσει, ἐπέστρεψε στὴν Σκήτη τῶν Ἰβήρων τὸν Μάρτιο τοῦ 1967. Δὲν ἐγκαταστάθηκε ὅμως στὸ καλυβάκι του ποὺ ἦταν μέσα στὴν ὑγρὴ χαράδρα, ἀλλὰ στὴν μικρὴ παράγκα, τὴν ὁποία ἔβλεπε ὁ ἥλιος. Διότι ἡ ταλαιπωρία τῆς ἐγχειρήσεως εἶχε βέβαια τελειώσει· τοῦ ἄφησε ὅμως μεγάλη εὐαισθησία στὸ κρύο καὶ στὴν ὑγρασία, καθὼς καὶ σοβαρὸ πρόβλημα στὸ ἔντερο, ποὺ ἦταν ἤδη εὐαίσθητο ἀπὸ τὴν ἄσκηση, τὴν ὁποία εἶχε κάνει στὸ Σινᾶ, καὶ βλάφθηκε μετὰ τὴν ἐγχείρηση ἀπὸ ἰσχυρὰ ἀντιβιοτικά. Ἔπρεπε λοιπὸν ὁ Ὅσιος νὰ μετακινηθῆ τὸ συντομώτερο σὲ τόπο μὲ ξηρὸ κλίμα.

periagiouorous