Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Πρέπει να σεβόμαστε τη γλώσσα που έχει η Εκκλησία μας

Του π.Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
Η Ορθοδοξία, ως η Εκκλησία του Χριστού, έχει σώσει την ελληνική μας γλώσσα σ' όλη την ιστορική διαχρονία της, από τον Ομηρο έως σήμερα, στη Θεολογία και τη λατρεία της. Αλλωστε ο αποστολικός και πατερικός λόγος διαχέεται συνεχώς στα λειτουργικά μας δρώμενα, ώστε να γίνεται «άκουσμα και λάλημα» του εκκλησιαστικού σώματος.
Η διάκριση μεταξύ «αρχαίας» και «νέας» ελληνικής για την Ορθοδοξία δεν είναι πρόβλημα, διότι τον 16ο αιώνα, με την εξάπλωση στην «καθ' ημάς Ανατολή» των δυτικών προπαγανδών, παπικής και προτεσταντικής, που χρησιμοποιούσαν τη «δημοτική», το Εθναρχικό μας Κέντρο (Οικουμενικό Πατριαρχείο) έλαβε μια σημαντική απόφαση: η μεν λατρεία να διατηρήσει τη γλωσσική μορφή της, το κήρυγμα όμως να γίνεται στην καθημερινή γλώσσα του λαού. Αλλωστε και η γλώσσα της λατρείας, λόγω της συνέχειας της ελληνικής γλώσσας, προσφέρει γλωσσικό πλούτο, που ηχεί στα ώτα του λαού όχι ως κάτι το ξένο και, συνεπώς, ακατανόητο.
Οι ελληνόφωνοι έχουμε την ευλογία να έχουμε τους μάρτυρες της πίστεώς μας στη γλώσσα μας. Και εδώ ακριβώς τίθεται το πρόβλημα της εισηγούμενης από πολλούς μετάφρασης των λειτουργικών κειμένων μας. Η γλώσσα μας, εξάλλου, είναι βασικός φορέας του πολιτισμού μας, στον οποίο ανήκει και ο εκκλησιαστικός χώρος μας. Κάποιος έλεγε όμως ότι σ' αυτό τον τόπο είμαστε όλοι γιατροί και θεολόγοι. Γιατί είμαστε ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να αποφανθούμε για ιατρικά και θεολογικά - εκκλησιαστικά θέματα, δίνοντας συνταγές και απαντήσεις. Ολοι οι Ρωμηοί, δηλαδή οι ορθόδοξοι, νιώθουμε τόσο δεμένοι με την εκκλησιαστική ζωή μας, ώστε θεωρούμε τον εαυτό μας ικανό να χρησιμοποιεί «ευκαίρως ακαίρως» (Β΄ Τιμ. 4, 2) εκκλησιαστικές εκφράσεις, χωρίς όμως να γνωρίζει το ορθό νόημά τους, προδίδοντας την άγνοιά του. Γι' αυτό τέτοια γλωσσικά ολισθήματα δεν περιποιούν, ασφαλώς, τιμή κυρίως σε επιστήμονες, που οφείλουν να έχουν γνώση του στοιχειώδους επιστημονικού δόγματος, ότι κανείς δεν εισέρχεται σε χώρους έξω από την ειδικότητά του. 
Θα προσπαθήσω να γίνω σαφέστερος με συγκεκριμένα παραδείγματα:
α) Πανεπιστημιακός καθηγητής, μιλώντας για νεκρό, γνωστό για την άστατη ζωή του, απεφάνθη: «Νεκρός δεδικαίωται (δηλαδή συγχωρήθηκε), όπως λέγει και η Γραφή». Και η μεν Γραφή (συγκεκριμένα, ο Απόστολος Παύλος, Ρωμ. 6, 7) πράγματι το λέγει, αλλά όχι μόνο αυτό, συμπληρώνοντας: «Από της αμαρτίας». Ο «νεκρός δεδικαίωται από της αμαρτίας» σημαίνει ότι ο άνθρωπος μετά θάνατον παύει πια να αμαρτάνει και όχι «του συγχωρούνται όλες οι αμαρτίες»! Και θα έλεγε κανείς, μικρό το κακό, αφού ακόμη και θεολόγοι έτσι χρησιμοποιούμε συχνά το παύλειο αυτό χωρίο. Πιστεύω όμως ότι το πρόβλημα είναι βαθύτερο: πώς θα δώσω εμπιστοσύνη εγώ σε κάποιον που με τόση επιπολαιότητα αποφαίνεται περί παντός επιστητού; Δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με κάποιον σεβασμό και τα θέματα της πίστεώς μας; Κάτι ανάλογο παρατηρείται σε συζητήσεις με επιστήμονες που διατείνονται σε εμάς τους κληρικούς ή θεολόγους ότι διάβασαν όλο το Ευαγγέλιο, την Αγία Γραφή και, στο τέλος, διαπιστώνεται πως ούτε καν τα έχουν ποτέ ανοίξει.
β) Αλλος Συνέλληνας, μέλος της «υψηλής» λεγομένης κοινωνίας, σε συνέντευξή του είπε τα ακόλουθα: «Οπως ήθελε και ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος έλεγε “πίστευε και μη ερεύνα”, κάτι που για μένα είναι αντιχριστιανικό». Και αν το έλεγε αυτό ο Απόστολος Παύλος δεν θα ήταν ούτε Παύλος ούτε Απόστολος της εν Χριστώ αληθείας. Κανείς Απόστολος ή Αγιος της Εκκλησίας μας δεν είπε ποτέ τέτοιο πράγμα. Είναι εύρημα πολύ μεταγενέστερο, και μάλιστα δυτικό. Θα ήθελα όμως να ερωτήσω: αν κάποιος κληρικός διατυπώσει απόψεις για κάποιον ειδικό επιστημονικό χώρο, δεν θα του υποδείξουν να περιορισθεί στα παπαδικά του; Το ίδιο, συνεπώς, ισχύει και για κείνον, όταν αποφαίνεται για ειδικά εκκλησιαστικά θέματα, αστοχώντας προκλητικότατα.
γ) Υπάρχει και μια άλλη πρόσφατη περίπτωση, μέσα στις πολλές φυσικά. Γνωστός δημοσιογράφος σχολίαζε σε άρθρο του καυστικά την Εκκλησία για τη συχνά χρησιμοποιούμενη φράση «Αγιος Αθηνών», «Αγιος Πειραιώς», προκειμένου να δηλωθεί κάποιος Επίσκοπος χωρίς το όνομα και τον τίτλο του. Και διερωτάτο αν μπορεί κανείς προ του θανάτου του να ονομάζει έτσι κάποιον, έστω και Επίσκοπο! Βέβαια, επειδή σέβομαι το πρόσωπο και διαβάζω συχνά τα κείμενά του, έσπευσα -για να τον βοηθήσω να σώσει το κύρος του, κυρίως ως επιστήμονος- να του υποδείξω με φιλικό σημείωμά μου ότι η παρατήρησή του αποδεικνύει ότι έχει πλήρη άγνοια της εκκλησιαστικής ζωής και γλώσσας. Του εξήγησα, λοιπόν, ότι, πέρα από την καθιερωμένη έννοια του όρου «Αγιος», που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που έφθασε στη θέωση και γι' αυτό τιμάται από το εκκλησιαστικό σώμα ως κατοικητήριο της Αγίας Τριάδος, υπάρχει και μια άλλη, καθημερινή. Είναι η έννοια του ανήκοντος στη διακονία του Θεού και του λαού του, του αφιερωμένου, δηλαδή, στον Θεό ανθρώπου. Και του υπενθύμισα προσφωνήσεις τόσο γνωστές αλλά τελείως άγνωστες σ' αυτόν: «Αγιε ιεροψάλτα», «Αγιε νεωκόρε», «Αγιε επίτροπε» κ.λπ., όπου το «Αγιε» αντικαθιστά το κοσμικό «κύριε» και η Εκκλησία αποφεύγει, έτσι, τη γλωσσική εκκοσμίκευσή της.
Δεν θα επικαλεσθώ άλλα παραδείγματα, μολονότι θα μπορούσε κανείς και πολλά άλλα να αναφέρει. Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι υπάρχει χώρος στον οποίο αισθάνονται ελεύθεροι να ασυδοτούν οι πάντες. Και αυτός είναι η Εκκλησία. Είναι και αυτό στοιχείο της αγάπης της, που δέχεται τους πάντες με την ίδια αγάπη. Από την άλλη, επιβεβαιώνουν και πόσο ο εκκλησιαστικός λόγος έχει διαποτίσει τον λαό μας σ' όλα τα επίπεδά του. Σε τελευταία ανάλυση, τόσο εκείνοι που αφελώς διαστρεβλώνουν τα εκκλησιαστικά λόγια και πράγματα όσο και εκείνοι που σκόπιμα το κάνουν λησμονούν ότι κάθε χώρος έχει τη γλώσσα του, ιερή και απαραβίαστη από κάθε αμύητο. Υπάρχει, λοιπόν, και εκκλησιαστική - θεολογική γλώσσα, που θα έπρεπε και οι μη έχοντες σχέση μαζί της να τη σέβονται. Είναι, το λιγότερο, ζήτημα αυτοσεβασμού και αξιοπρέπειας αλλά και αυτοπροστασίας.

Εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”

http://aktines.blogspot.gr