Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Ἡ ἀληθινή εὐσέβεια (β)

ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
π. Δημητρίου Μπόκου
Στὴ δρα­μα­τι­κὴ ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἰ­ὼβ (βλ. ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 382, Μά­ι­ος 2015) ἀ­ξί­ζει νὰ προ­σέ­ξου­με ἰ­δι­αί­τε­ρα τὴ νη­φά­λια το­πο­θέ­τη­σή του ἐ­νῷ δο­κι­μά­ζε­ται σκλη­ρά, τὴ στιγ­μὴ δη­λα­δὴ ποὺ ἔ­χει χά­σει τὴν ἀ­μύ­θη­τη πε­ρι­ου­σί­α του, τὰ δέ­κα παι­διά του, ἀλ­λὰ καὶ τὴν πο­λύ­τι­μη ὑ­γεί­α του. Ἡ στά­ση του ἀ­πο­τε­λεῖ μο­να­δι­κὸ δι­α­χρο­νι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα, ἱ­κα­νὸ νὰ ἐμ­πνέ­ει καὶ τὸν ἄν­θρω­πο τῆς με­τὰ Χρι­στὸν ἐ­πο­χῆς. Ὁ Ἰ­ὼβ γνω­ρί­ζει κα­λὰ τοὺς ὅ­ρους μιᾶς ἰ­σορ­ρο­πη­μέ­νης σχέ­σης μεταξὺ ἀν­θρώ­που καὶ Θε­οῦ καὶ δι­α­ζω­γρα­φεῖ τὶς ἄ­ρι­στες πνευ­μα­τι­κὲς ἀρ­χὲς ποὺ πρέ­πει νὰ τὴ δι­έ­πουν.

Τὰ λό­για του, ὅ­ταν πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε τὶς με­γά­λες του συμ­φο­ρές, εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Ὁ Κύ­ριος τὰ ἔ­δω­σε, ὁ Κύ­ριος τὰ ἀ­φαί­ρε­σε. Ὅ­πως φά­νη­κε κα­λὸ στὸν Κύ­ριο, ἔ­τσι καὶ ἔ­γι­νε. Ἂς εἶ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου στοὺς αἰ­ῶ­νες».

Θε­ω­ρεῖ ὅ­τι ὅ­λα του τὰ ἀ­γα­θὰ ἀ­νή­κουν στὸν Κύ­ριο. Δὲν ἀ­πο­τε­λοῦν δι­κή του ἰ­δι­ο­κτη­σί­α. Αὐ­τὸς εἶ­χε γεν­νη­θεῖ ἀ­πὸ τὴ μη­τέ­ρα του γυ­μνός. Χω­ρὶς νὰ φέ­ρει τί­πο­τε δι­κό του στὸν κό­σμο. Ὅ,τι εἶ­χε καὶ δὲν εἶ­χε ἦ­ταν δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Κύ­ριος θέ­λη­σε καὶ τοῦ τὰ ἔ­δω­σε. Ὁ Ἰ­ὼβ δὲν τὰ οἰ­κει­ο­ποι­εῖ­ται. Ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὸν πραγ­μα­τι­κὸ κύ­ριό τους. Δὲν σφε­τε­ρί­ζε­ται τὴν ἰ­δι­ο­κτη­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου του. Γνω­ρί­ζει ὅ­τι «τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­ναι ἡ γῆ καὶ τὸ πλή­ρω­μα αὐ­τῆς», ὅσα δηλ. τὴ γεμίζουν (Ψαλμ. 23, 1). «Αὐ­τοῦ ἐ­στιν ἡ θά­λασ­σα καὶ αὐ­τὸς ἐ­ποί­η­σεν αὐ­τὴν καὶ τὴν ξη­ρὰν αἱ χεῖ­ρες αὐ­τοῦ ἔ­πλα­σαν». Ἑ­πο­μέ­νως αὐ­τὸς εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­στι­κὸς «Κύ­ριος  καὶ Βα­σι­λεὺς μέ­γας ἐ­πὶ πᾶ­σαν τὴν γῆν» (Ψαλμ. 94, 3-5). Ἔ­χει τὴν ἀ­πό­λυ­τη κυ­ρι­ό­τη­τα. Ὁ κό­σμος ὁ­λό­κλη­ρος μὲ ὅ,τι τὸν γε­μί­ζει ἀ­νή­κουν σ’ αυ­τόν. Εἶ­ναι «κλη­ρο­νο­μί­α Κυ­ρί­ου».

­ὼβ γνω­ρί­ζει ­τι Κύ­ριος τοῦ ἐμ­πι­στεύ­τη­κε ­να μέ­ρος ­πὸ τὴν κλη­ρο­νο­μιά του αὐ­τὴ προ­σω­ρι­νά. Γιὰ νὰ τὴ δι­α­χει­ρι­σθεῖ σω­στά. Γιὰ τὶς ἀ­νάγ­κες τὶς δικές του καὶ τῶν συ­ναν­θρώ­πων του. Μό­νο ὡς δι­α­χει­ρι­στὴ τοῦ Θε­οῦ βλέ­πει τὸν ἑ­αυ­τό του. Ὡς οἰ­κο­νό­μο μέ­χρι ὁ­ρι­σμέ­νη προ­θε­σμί­α. Πο­τὲ ὡς ἰ­δι­ο­κτή­τη. Ἀ­να­γνω­ρί­ζει πρό­θυ­μα, ὅ­τι εἶ­ναι στὴν ἀ­πό­λυ­τη δι­και­ο­δο­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου νὰ κά­νει ὅ,τι θέ­λει μὲ τὴν κλη­ρο­νο­μιά του. Νὰ τὴ δω­ρί­ζει ὅ­που καὶ ὅ­πο­τε θέ­λει καὶ πά­λι νὰ τὴν ἀ­πο­σύ­ρει κα­τὰ τὴ δι­κή του βού­λη­ση. «Ὡς τῷ Κυ­ρί­ῳ ἔ­δο­ξε, οὕ­τω καὶ ἐ­γέ­νε­το». Ὅ,τι δηλαδὴ ἀ­πο­φα­σί­ζει ὁ Κύ­ριος σχε­τι­κὰ μὲ τὴν ἰ­δι­ο­κτη­σί­α του, εἶ­ναι κα­λὰ κα­μω­μέ­νο. Νὰ εἶ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο λοι­πὸν τὸ ὄ­νο­μά του στοὺς αἰ­ῶ­νες.

­ὼβ γνω­ρί­ζει κα­λὰ ­τι δὲν μπο­ρεῖ νὰ ­γεί­ρει δι­και­ώ­μα­τα σὲ ξέ­νη πε­ρι­ου­σί­α. Γιαὐ­τὸ καὶ δὲν ­πα­να­στα­τεῖ κα­θό­λου σὲ καμ­μιὰ ­πό­φα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἡ σχέ­ση του μὲ τὸν Θε­ὸ εἶ­ναι βα­θύ­τε­ρη. Δὲν ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὰ δῶ­ρα ποὺ λαμ­βά­νει, γι’ αὐ­τὸ καὶ δὲν χά­νε­ται ὅ­ταν τὰ δῶ­ρα αὐ­τὰ ἀ­να­κα­λοῦν­ται πί­σω. Ὁ Ἰ­ὼβ βλέ­πει τὸν Θε­ὸ καὶ ὄ­χι τὰ δῶ­ρα του. Τὸν Κτί­στη καὶ ὄ­χι τὴν κτί­ση. Ἡ σχέ­ση του δὲν εἶ­ναι ἐμ­πο­ρι­κὸ ἀ­λι­σβε­ρί­σι. Δοῦ­ναι καὶ λα­βεῖν. Νὰ δί­νει, μό­νο ἀ­φοῦ πά­ρει. Ἀ­πο­βλέ­πει σὲ κά­τι ση­μαν­τι­κώ­τε­ρο.

Γνω­ρί­ζει ­τι αὐ­τὸ ποὺ ­ξί­ζει εἶ­ναι Θε­ὸς καὶ ­χι τὰ δῶ­ρα του. Αὐ­τὸς εἶ­ναι τὸ ὄν­τως ἐ­φε­τόν. Ὁ μό­νος ποὺ ἀ­ξί­ζει νὰ ἀ­γα­πι­έ­ται. Ὁ Ἰ­ὼβ δὲν θε­ω­ρεῖ συμ­φο­ρά του τὴν ἀ­πώ­λεια τῶν δώ­ρων τοῦ Θε­οῦ. Ἀλ­λὰ τὸ νὰ χά­σει τὸν ἴ­διο τὸν Θε­ό.

Γιαὐ­τὸ καὶ συ­νε­χί­ζει νὰ εὐ­λο­γεῖ καὶ νὰ ­γα­πᾶ ­κλό­νη­τα τὸν Θε­ καὶ με­τὰ τὴ στέ­ρη­ση τῶν δώ­ρων του. Ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Ἰ­ὼβ εἶ­ναι γνή­σια. Ἡ εὐ­σέ­βειά του ἀ­λη­θι­νή.
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 383, Ίούνιος 2015)
(Συνεχίζεται)