Αποφεύγοντας λοιπόν να
παρασταθούμε και παρακολουθήσουμε είτε γενικά, είτε με λεπτομέρειες την
παραμονή του στη χερσόνησο του Άθω, την καταγεμάτη διδαχή, συγκίνηση και δέος,
θα βρεθούμε κοντά σε μία επίσκεψη που έκανε μιά από κείνες τις ημέρες στα
Καυσοκαλύβια, στη δροσερή Κερασιά κι από εκεί στα Κατουνάκια, στο Ησυχαστήριο
των ζωγράφων Δανιηλαίων, στην ακροτοπιά, που, όπως λένε, ψέλνουν αγγελικά. Ήταν
μία ταλαιπωρία, για να φθάσει ώσαμε εκεί. Αλλά υπερνικήθηκε από τον έρωτα που ένοιωθε
για βυζαντινές μελωδίες, για κατανυκτικούς ύμνους στην Υπεραγία Θεοτόκο. Στα
Κατουνάκια οι περίφημοι ζωγράφοι Δανιηλαίοι από αδελφό σε αδελφό φύλαγαν το
θησαυρό του αρχαίου μέλους, ισοκρατούσαν και έμελπαν την υμνολογία χρωματίζοντας
το λόγο σαν άγγελοι. Κάτι το ασύλληπτο, το “ραντίζον την ψυχήν θεϊκήν δρόσον
και αγαλλίασιν”. Στο Ησυχαστήριό τους, περίφημο για την Αβραμιαία φιλοξενία
του, εμόναζαν και τότε κάπου δώδεκα αδελφοί, οι οποίοι ζούσαν μεταξύ τους με
άκρα υπακοή, απλότητα και αγάπη. Εκτελούσαν τις ιερές ακολουθίες με τέτοια
κατάνυξη, που ο επισκέπτης λησμονούσε τα πάντα, αιθεροπιανόταν, ξέφευγε από τη
χοϊκή ουσία και επιθυμούσε να μη σαλέψει ποτέ από κεί.