Επισκόπου Ηλία Μηνιάτη
Αδύνατον είναι ο νους μας να φαντασθεί το υπέρλαμπρον εκείνο φως, με το οποίον αστράπτει η μακαρία Παρθένος εις τον Παράδεισον. Η σελήνη, ο ήλιος είναι σκοτεινά πράγματα, παραβαλλόμενα με εκείνο το ανεκλάλητον κάλλος, το οποίον βλέπουσιν, και δεν χορταίνουσιν οι Μακάριοι. Τι ωραίον; Τι φαεινόν; Τι θεοειδές θέαμα εις τα μάτια των Σεραφίμ;
Τούτο επεθύμησε να ειδεί ένας νέος πολλά ευλαβής της Παρθένου, και έκαμε προς αυτήν τοιαύτην δέησιν: «Μαρία, γλυκύτατον όνομα, όπου εγώ μετά Θεόν σέβω και προσκυνώ, με όλον τον πόθον και ευλάβειαν της ψυχής μου, διάτι είσαι της ψυχής μου η παρηγοριά και η χαρά, αν εύρηκα χάριν ενωπίον Σου ο ταπεινός δούλος Σου, μιάν χάριν να μου κάμης, σε παρακαλώ.