«Ἰδοὺ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ
τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ
ἀκούετε» (Ματθ. ιζ’ 5, Μάρκ. θ’ 7, Λουκ. θ’ 35).
Σήμερα, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς μεγάλης πανηγύρεως τῆς
Ἐκκλησίας, πανηγύρεως ἡ ὁποία ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ τῆς προσέγγισής μας ὅσο
πλησιάζουμε τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας ὄχι μόνο δὲν ἐλαττώνεται, ἀλλ’
ἀκατάπαυστα αὐξάνει σὲ δύναμη καὶ σπουδαιότητα μέσα μας, ξεχνώντας κατὰ κάποιον
τρόπο τὴν ἀδυναμία μας, τολμοῦμε νὰ ὁμιλήσουμε γιὰ τὸ ἀπρόσιτο καὶ ἀνέσπερο Φῶς
πού ἐξέλαμψε στὸ Θαβώρ.