Κάποια μέρα μετά το Δεκαπενταύγουστο (θα ήταν 16 ή 17 του
μήνα) είχα από το πρωί βαρυθυμία. Ήταν μεγάλη η αγωνία μου για την εξέλιξη της
όλης κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η πατρίδα μας· προβληματιζόμουν για
το πώς θα μπορέσει ο κόσμος να τα βγάλει πέρα -ιδίως οικονομικά- τον ερχόμενο
χειμώνα. Ασφαλώς, έκανα προσευχή, για να μη με πιάσει απελπισία.
Μεταξύ άλλων, ζήτησα από το Θεό να με βοηθήσει να
ανταποκριθώ σωστά στις μεγάλες ευθύνες της δουλειάς μου. Ιδιαίτερη ήταν η
αγωνία μου για τα εθνικά θέματα και αναρωτιόμουν αν θα πραγματοποιηθούν τελικά
όσα προείπε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός αλλά και ο Γέροντας Παΐσιος. Το μεσημέρι
ξάπλωσα λίγο για να ξεκουραστώ. Στον ύπνο μου είδα ότι ήρθε στο δωμάτιο ο π.
Παΐσιος.