–Ἡ Παναγία ἡ Ἱεροσολυµίτισσα. Μία φορὰ τὴν εἶδα ἐκεῖ στὸ Καλύβι, στὴν Παναγούδα … Ἄν σοῦ τὸ πῶ, σὲ πόσους θὰ τὸ πῆς;
–Σὲ κανέναν, Γέροντα.
–Λοιπόν, εἶδα σὲ ὄραµα ὅτι θὰ πήγαινα µακρινὸ ταξίδι καὶ ἔπρεπε νὰ ἑτοιµάσω τὰ χαρτιά µου, διαβατήριο, συνάλλαγµα κ.λπ., ἀλλὰ οἱ ὑπάλληλοι δὲν µοῦ ἔκαναν τὰ χαρτιά. Ἐκεῖ ἦταν πολλοὶ ἄνθρωποι, ὅµως δὲν ὑπῆρχε κανεὶς νὰ µὲ βοηθήση. «Ποιός θὰ µὲ βοηθήση; λέω. Μὰ δὲν βρίσκεται κανένας, γιὰ νὰ ἐνδιαφερθῆ;». Εἶχα µιὰ ἀγωνία!… Καὶ ξαφνικὰ παρουσιάζεται µία Γυναίκα µὲ λαµπερὸ πρόσωπο, ντυµένη στὰ χρυσαφένια.