Ὁ γέρο-Ἡλιόδωρος,
πρὶν ἀπὸ 150 περίπου χρόνια, ἦταν παραηγουμενιάρης καὶ ὑπηρετοῦσε τὸν Ἡγούμενο τῆς
Μονῆς Νικόλαο. Σὲ μία ὁλονύκτια ἀγρυπνία βρισκόταν στὸ ἱερὸ καὶ ἑτοίμαζε τὰ
θυμιατά, γιὰ νὰ θυμιάσουν οἱ ἱερεῖς καὶ διάκονοι, ὄταν θ’ ἄρχιζε ἡ Θ΄ ὠδὴ ποὺ
ψάλλεται: «Ἡ Τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ…».
Ἀπὸ τὴν θέση ἐκείνη
τοῦ ἱεροῦ, ὁ γερο-Ἡλιόδωρος, κάθε μέρα, ὅταν θὰ ἄρχιζε ὁ ψάλτης τό: «Αἰνοῦμεν,
εὐλογοῦμεν καὶ προσκυνοῦμεν τὸν Κύριον…», ἔβλεπε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, σὰν
ὅραμα, μία μαυροφορεμένη, μεγαλόπρεπη γυναίκα, ποὺ τὴν συνόδευαν δύο Ἄγγελοι μὲ
ὁλόχρυσο θυμιατὸ στὸ χέρι καὶ θυμίαζε τὸν Ναό.
Περνοῦσε δὲ ἀπὸ τὰ
στασίδια τῶν μοναχῶν καὶ θυμίαζε μέχρι ποὺ τελείωνε ἡ «Τιμιωτέρα» καὶ ἡ Θ΄ ᾠδή.