Σε ένα από τα κελιά της σκήτης του Πρωτάτου που ήταν αφιερωμένο στη Κοίμηση της Θεοτόκου, μόναζε ένας Γέροντας Ιερομόναχος, ο Σεραφείμ, με τον υποτακτικό του. Το απόγευμα του Σαββάτου ο Γέροντας πήγε στην καθιερωμένη αγρυπνία αφήνοντας τον υποτακτικό του στο κελί. Μόλις πέρασε το απόγευμα ένας ξένος μοναχός χτύπησε τη πόρτα του κελιού και αφού του άνοιξε ο υποτακτικός πέρασε τη νύχτα του εκεί.
Μαζί τέλεσαν την ακολουθία του Όρθρου όταν ο μεν υποτακτικός έψαλε “Την Τιμιωτέρα των Χερουβείμ”, ο δε επισκέπτης μοναχός τον ύμνο : “Άξιον εστίν ως αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον...” και στο τέλος σύναπτε και “Την Τιμιωτέρα των Χερουβείμ”.