Αὐγή! Ποιός, ἀγαπητοί μου, δὲν σηκώθηκε κάποιο ἀνοιξιάτικο
πρωινὸ γιὰ ν᾽ ἀπολαύσῃ τὸ μαγικὸ θέαμα τῆς αὐγῆς; Τὰ ἄστρα ἐξαφανίζονται, ἡ
νύχτα ὑποχωρεῖ. Ὁ ἥλιος ὁ βασιλιᾶς τῆς ἡμέρας ἑτοιμάζεται νὰ
παρουσιασθῇ, ὁ ὁρίζοντας ῥοδίζει. Τὰ πουλιὰ ξυπνοῦν, τραγούδια ἀκούγονται στὰ
δάση, τ᾽ ἀηδόνια ψάλλουν σὰν οἱ καλύτεροι ψάλτες τὸ πρωινό τους τραγούδι. «Πᾶσα
πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον»! (Ψαλμ. 150,6). Τὰ ἄνθη εὐωδιάζουν, ἡ ἀτμόσφαιρα
ἀρωματίζεται. Ἡ φύσι πανηγυρίζει· ὑποδέχεται τὴν αὐγή, τὴν «ῥοδοδάκτυλον ἠώ».
Αὐγή, χάραμα, χαρὰ Θεοῦ! Λαμπρὸ
θέαμα γιὰ ποιητὰς καὶ ζωγράφους. Ὡραία λοιπὸν εἶνε ἡ αὐγή; Ἀλλ᾿ ἀκόμη ὡραιότερη,
ἀπείρως ὡραιότερη εἶνε μία ἄλλη «αὐγή»· εἶνε ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος! Ἔτσι τὴν
ὀνομάζει ὁ
Ἀκάθιστος ὕμνος (Ι 1β΄, ὁ ὁποῖος ἂς σημειωθῇ
ὅτι ὠνομάστηκε Ἀκάθιστος, διότι
οἱ ὀρθόδοξοι τὸν εἶπαν κάποτε καὶ πρέπει πάντοτε νὰ παρακολουθοῦν τὴν
κατανυκτικὴ αὐτὴ ἀκολουθία τῆς Ἐκκλησίας ὄρθιοι). «Αὐγὴ» ἡ Θεοτόκος! Γιατί
αὐγή; Γιὰ νὰ μάθετε τὸ γιατί, ρωτῆστε τὴν Ἱστορία. Τί ἦταν ὁ κόσμος, πῶς ζοῦσε
ἡ ἀνθρωπότης πρὸ Χριστοῦ; Σκοτάδι ἐκάλυπτε τὴ γῆ, σκοτάδι βαθύ, ἐκτεταμένο.
Σκοτάδι τριπλό· θρησκευτικό, ἠθικό, κοινωνικό. Ἄγνοια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ,
λατρεία τῶν παθῶν, θεοποίησις τῆς κτίσεως, κοινωνικὴ διαφθορὰ ἀπερίγραπτη.
Νύχτα βαθειά, ἀσέληνη! Ὁ κόσμος ἀγωνιοῦσε. Προσδοκοῦσε νὰ δῇ φῶς, φῶς δυνατό,
ἄστρο φωτεινό, ἕναν ἥλιο ποὺ θὰ διέλυε τὰ σκοτάδια τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ τὸ φῶς
αὐτό, κατὰ τὶς προφητεῖες ὅλων τῶν ἐθνῶν, τὸ περίμεναν νὰ προέλθῃ ἀπὸ τὴν
Ἀνατολή. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὁ πέμπτος αὐτὸς εὐαγγελιστὴς τῆς πίστεώς μας, 800
χρόνια πρὸ τῆς ἐμφανίσεως τοῦ φωτὸς εἶπε τὴν περίφημη προφητεία του· «Ἰδοὺ ἡ
παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσεις (καλέσουσι) τὸ ὄνομα
αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός» (Ἠσ. 7,14· 8,8 =
Ματθ. 1,23). Ὅλοι περίμεναν τὴν Παρθένο, τὴν κόρη τὴν ἁγνή, ἐκείνην ποὺ
θὰ ἄξιζε νὰ κυοφορήσῃ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Υἱός της, σύμφωνα μὲ τὴν πρώτη
προφητεία ποὺ δόθηκε στὸ ἀνθρώπινον γένος, θὰ συνέτριβε τὴν κεφαλὴ τοῦ δράκοντος
(βλ. Γέν. 3,15). Τί ὑψίστη τιμὴ γιὰ τὴν Παρθένο! Μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς
γεννήσεως τῆς Παρθένου, χιλιάδες – ἑκατομμύρια κόρες εἶχον ἐμφανισθῆ στὸν
πλανήτη. Ἀπὸ αὐτὲς ἄλλες μὲν φημίζονταν γιὰ τὰ κάλλη τους, ἄλλες γιὰ τὴ σοφία
τους, ἄλλες γιὰ τὴν εὐγενῆ καταγωγή τους· ἀλλὰ καμμία ἀπὸ αὐτὲς δὲν εἶχε τὰ ὑπέροχα
ἐκεῖνα ψυχικὰ προσόντα ποὺ ἐπὶ αἰῶνες ἀναζητοῦσε ἡ ἁγία Τριὰς γιὰ νὰ τὴν ἀναδείξῃ
μητέρα, μοναδικὴ μητέρα τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία θὰ γεννοῦσε τὸ νέο Ἀδάμ, τὸν «Υἱὸν
(τοῦ) ἀνθρώπου» (Δαν. 7,13· 10,16. Ματθ. 8,20· 9,6· 11,19. Λουκ. 9,58 κ.ἀ.)
ἀλλὰ καὶ «Υἱὸν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 16,16· 27,54. Λουκ. 1,35. Ἰω. 1,50 κ.ἀ.), τὸν
Θεάνθρωπο Ἰησοῦν. Τί μυστήριο! Ζαλίζεται ὁ νοῦς. Ἐπὶ τέλους ἡ ἀναμενομένη
Παρθένος γεννήθηκε. Τὸ ὄνομά της γλυκύτατο· Μαρία. Κόρη γεμάτη χάριτες, ποὺ ἡ
κοιλία της θ᾽ ἀναδεικνυόταν «πλατυτέρα οὐρανῶν» (θ. Λειτ. Μ. Βασ.).Αὐτὴ θὰ ἐβάσταζε
«τὸν βαστάζοντα πάντα» (Ἀκάθ. ὕμν. Α 4β΄). Μόλις γεννιέται ἡ μοναδικὴ αὐτὴ
Κόρη, οἱ ἄγγελοι, ποὺ παρακολουθοῦσαν μὲ μεγάλο ἐνδιαφέρον καὶ στοργὴ τὴν
ἐξέλιξι τῶν γεγονότων στὴ γῆ, ἀντιλαμβάνονται, ὅτι ἔφθασε ἡ μεγάλη ἡμέρα τῆς
ἀπολυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Χαίρονται, πανηγυρίζουν τὰ τάγματα τῶν
ἀγγέλων. Καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους χαίρονται καὶ οἱ ἄνθρωποι. Διότι ἡ μυροθήκη,
ποὺ θὰ δεχόταν τὸ ἀνεκτίμητο Μύρο, τὸ ἀκένωτο Μύρο, βρέθηκε. Ὁ κῆπος, μέσα
στὸν ὁποῖο θὰ φυτευόταν τὸ Δένδρο τῆς ζωῆς, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἑτοιμάστηκε. Καὶ
μετὰ ἀπὸ λίγο στὴ Βηθλεὲμ οἱ ποιμένες καὶ μετὰ τοὺς ποιμένες οἱ μάγοι, οἱ υἱοὶ
τῶν Χαλδαίων, εἶδαν «ἐν χερσὶ τῆς Παρθένου τὸν πλάσαντα χειρὶ τοὺς ἀνθρώπους·
καὶ Δεσπότην νοοῦντες αὐτόν, εἰ καὶ δούλου ἔλαβε μορφήν, ἔσπευσαν τοῖς δώροις
θεραπεῦσαι καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένῃ· Χαῖρε, ἀστέρος ἀδύτου μήτηρ· χαῖρε, αὐγὴ
μυστικῆς ἡμέρας». Ἡ Παρθένος, αὐτὴ εἶνε ἡ αὐγὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ, τὸ
γλυκοχάραμα τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ποιά εἶνε ἡ «ἡμέρα»; Ἡ «ἡμέρα», γιὰ τὴν
ὁποία μιλάει ὁ χαιρετισμὸς αὐτός, δὲν εἶνε μία ἀπὸ αὐτὲς ποὺ δημιουργεῖ
τακτικὰ ἡ στροφὴ τῆς Γῆς γύρω ἀπὸ τὸν Ἥλιο. Εἶνε μία ἄλλη ἡμέρα, ἁγία,
πνευματική, πάμφωτη, τὴν ὁποία δημιουργεῖ ὄχι πλέον ἡ στροφὴ τοῦ πλανήτου ἀλλὰ
ἡ στροφὴ τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν Χριστό, τὸν πνευματικὸ ἥλιο τῆς ἀνθρωπότητος. Ἡ
ἡμέρα αὐτὴ ἄρχισε ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὰ σμήνη τῶν ἀγγέλων ἔψαλαν τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις
Θεῷ…» (Λουκ. 2,14) καὶ θὰ τελειώσῃ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ σάλπιγγα τοῦ ἀρχαγγέλου θὰ
σαλπίσῃ γιὰ ν᾿ ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί. Ὅλο αὐτὸ τὸ μακρὸ διάστημα αἰώνων καὶ
χιλιετιῶν, ποὺ μεσολαβεῖ μεταξὺ τῆς πρώτης καὶ τῆς δευτέρας Παρουσίας τοῦ
Κυρίου, ὀνομάζεται ἐδῶ στὸν χαιρετισμὸ «ἡμέρα»· ἡμέρα ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν,
ἡμέρα εἰρηνοποιήσεως τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸ Θεό, ἡμέρα χάριτος, ἡμέρα σωτηρίας ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ. Μακάριοι ὅσοι ζήσουν κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ καὶ ἐκμεταλλευθοῦν
τὶς εὐκαιρίες τῆς «ἡμέρας» αὐτῆς. Αὐτοὶ θὰ εἶνε οἱ σεσωσμένοι. Μπροστά τους
θὰ προπορεύεται φῶς, προβολέας ποὺ φωτίζει παρελθόν, παρὸν καὶ μέλλον. Ἡ
πορεία τους ἐπάνω ἐδῶ στὴ γῆ τοῦ σκότους θὰ εἶνε φωτεινή. Αὐτοὶ θὰ εἶνε
ἐλεύθεροι ψυχικά, θὰ μποροῦν νὰ κινοῦνται ἐλεύθερα, θὰ ἐργάζωνται τὸ καλὸ
πρὸς ὅλους, θὰ ἐκτελοῦν τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Θὰ ὀνομάζωνται «υἱοὶ
ἡμέρας» (Α΄ Θεσ. 5,5). Ἀλλὰ ἡ ἡμέρα αὐτή, κατὰ τὸν ποιητὴ τοῦ Ἀκαθίστου,
εἶνε «ἡμέρα μυστική». Γιατί ἆραγε; Διότι λίγοι εἶνε εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήσουν τὸ
ἀνέκφραστο ἀγαθὸ ποὺ λέγεται χριστιανικὴ ζωή. Οἱ ἄλλοι οἱ πολλοί, ποὺ δὲν
γεύθηκαν τὴ γλυκύτητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, δὲν καταλαβαίνουν τίποτε ἀπὸ τὸν
Χριστιανισμό. Γιὰ νὰ κατανοήσουν, πρέπει προηγουμένως ν᾿ ἀγαπήσουν τὸν Χριστό.
Τότε θὰ ἀνατείλῃ καὶ γι᾿ αὐτοὺς ἡ «μυστικὴ ἡμέρα». Ἕνα μικρὸ παράδειγμα. Ὅπως
ἡ ἀγάπη ποὺ ἑνώνει τὸ εὐλογημένο ἀνδρόγυνο καὶ ἀπὸ δύο καρδιὲς δημιουργεῖ μία
καρδιὰ εἶνε κάτι τὸ μυστηριῶδες, ποὺ δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ τὸ κατανοήσῃ ἕνας
τρίτος παρὰ μόνο οἱ δύο εὐτυχισμένοι σύζυγοι, ἔτσι καὶ ἡ ἀγάπη ποὺ ἑνώνει τὸ
Χριστὸ καὶ τὸν γνήσιο δοῦλο του δημιουργεῖ μία ἕνωσι ἀδιάρρηκτη, ποὺ οὔτε φωτιὰ
οὔτε σίδερο οὔτε τίποτε ἄλλο μπορεῖ νὰ τὴ σπάσῃ. Αὐτὴ ἡ θεία ἀγάπη εἶνε κάτι,
εἶνε μεγάλο μυστικό, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ αἰσθανθῇ ὁ ψυχρὸς καὶ ἀδιάφορος
ἀπέναντι στὸν Κύριο. Αὐτὸς δὲν ἔκανε ἀκόμη τὴν σωτήριο στροφή του πρὸς τὸν
Χριστό, καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἥλιος δὲν ἀνέτειλε στὴν ψυχή του· δὲν γνωρίζει τὸ
γλυκοχάραμα τῆς Χάριτος, δὲν εἶδε «αὐγὴ» πνευματική, δὲν γνώρισε τὴν «μυστικὴν
ἡμέραν». Ὤ! ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζῇ μακριὰ ἀπ᾽ τὸ Χριστὸ εἶνε δυστυχισμένος, ὁ
μόνος δυστυχισμένος. Κυριαρχεῖται ἀπὸ πνεῦμα πονηρό, ἀπὸ τὸν Ἑωσφόρο, τὸν
«Θεὸν τοῦ αἰῶνος τούτου» (Β΄ Κορ. 4,4). Ἔχει βγάλει τὰ μάτια του· τὸν τύφλωσε ὁ
σατανᾶς. Δὲν βλέπει πλέον τίποτε, ζῇ στὸ σκοτάδι. Κι ὅπως ὁ ἄνθρωπος ποὺ
περπατάει στὸ σκοτάδι σκοντάφτει διαρκῶς, πέφτει σὲ παγίδες καὶ βάραθρα,
τσακίζεται, δὲ μπορεῖ νὰ διακρίνῃ τοὺς βράχους ἀπὸ τὰ δάση, τὰ δέντρα ἀπὸ
τοὺς ἀνθρώπους, δὲ βλέπει τὸ δρόμο, ἔτσι κι αὐτὸς ποὺ ζῇ μακριὰ ἀπ᾽ τὸ Χριστὸ
ἔχει νύχτα. Καὶ μόνο νύχτα; Ὁ σατανᾶς τοῦ ἔχει βάλει καπίστι καὶ τὸν ὁδηγεῖ
στὰ φρικτότερα ἐγκλήματα. Θὰ τὰ δῇ ἡ «ἡμέρα», θὰ τὰ δοῦν οἱ «υἱοὶ (τοῦ) φωτός»
(Λουκ. 16,8. Ἰω. 12,36. Α΄ Θεσ. 5,5), οἱ χριστιανοί, καὶ θὰ κλάψουν. Γιατὶ ὅπως
λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ὁ Θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν
ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι αὐτοῖς τὸν φωτισμὸν τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ
Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. 4,4). Αὐτοὶ εἶνε οἱ υἱοὶ τῆς «νυκτός» (Α΄ Θεσ. 5,5).
* * *
Ἀλλ᾿ ὅσοι πιστοί, ὅσοι μένετε ἀφωσιωμένοι στὸν Κύριο, μὴ
ἀπομακρυνθῆτε ἀπὸ τὸ σωτήριο φῶς. Εἶστε οἱ υἱοὶ τῆς ἡμέρας. Μὴ φοβηθῆτε τὰ
παιδιὰ τῆς νύχτας. Ἐσεῖς ἔχετε τὴ χαρά. Ἐσεῖς ζῆτε τὴν «αὐγήν», τὴν «μυστικὴν
ἡμέραν», ποὺ εἶνε ἄγνωστη στοὺς πολλούς. Ἐσεῖς ἔχετε καθημερινὴ ἑορτὴ καὶ
πανήγυρι, τὴν ἱκανοποίησι τῆς ἀγαθῆς συνειδήσεως. Καὶ τὸ σπουδαιότερο· μετὰ τὴ
λῆξι τῆς «μυστικῆς ἡμέρας» περιμένετε τὴν ἄλλη ἐκείνη «ἡμέραν Κυρίου τὴν
μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ» (Ἰωὴλ 3,4 = Πράξ. 2,20), κατὰ τὴν ὁποία «οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν
ὡς ὁ ἥλιος» (Ματθ. 13,43). Γι᾿ αὐτὸ οἱ Χριστιανοὶ αὐτοὶ γεμᾶτοι χαρὰ μποροῦν
ν᾽ ἀπευθύνωνται πρὸς τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο λέγοντας τὸν χαιρετισμὸ «Χαῖρε, αὐγὴ
μυστικῆς ἡμέρας».
Ἄρθρο, δημοσιεύθηκε
στὸ περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Σπίθα» του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου
Καντιώτου (φ. 68/28-3-1947).