Γράφει ο Νίκος
Χειλαδάκης
Σε μια εποχή όπου μια πολιτική προδοσία και μια
θρησκευτική αποστασία έχουν ανεπανάληπτα πλήξει τον ελληνισμό που ζει τραγικές
στιγμές, σε μια εποχή όπου η κολουτούμπα, είτε πολιτική, είτε θρησκευτική, έχει
γίνει το ορόσημο της καθημερινότητας μας, σε μια εποχή τέλος που το περίφημο
Suvivor κυριαρχεί παντού, το να ασχολείσαι με τέτοια θέματα είναι πραγματικά
πολύ δύσκολο, για πολλούς ανέφικτο. Και όμως…
Το 1998 πήγαν στο Άγιο Όρος δυο προσκυνητές από την Ρόδο.
Αφού πήγαν σε πολλά μέρη ανεβήκαν και στην κορυφή του Άθωνα όπου είναι το
εκκλησάκι της Μεταμορφώσεως του Χριστού. Εκεί, αφού προσκύνησαν και
προσευχήθηκαν, επειδή ήταν ήδη αργά το απόγευμα και δεν προλάβαιναν να πάνε σε
καμιά Σκήτη ή μοναστήρι για να διανυχτερεύσουν, κατέβησαν από το ύψωμα και
σταμάτησαν στην τοποθεσία που λέγεται Παναγία, όπου υπάρχει ευρύχωρο δωμάτιο.
Στο μέρος αυτό μένουν και τρώνε οι προσκυνητές την ημέρα που είναι η γιορτή της
Μεταμορφώσεως του Σωτήρας. Κάθισαν στο πάτωμα, άνοιξαν τους υπνόσακους τους και
ξάπλωσαν κατά γης για να κοιμηθούν διότι ήταν μήνας Ιούλιος και δεν έκανε κρύο.
Τότε, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, άνοιξε η πόρτα του δωματίου και μπήκαν μέσα
κάποιοι άγνωστοι. Οι άγνωστοι αυτοί περπάτησαν λίγο και αφού βρήκαν και αυτοί
κάποιο χώρο ξάπλωσαν να κοιμηθούν. Το περίεργο ήταν πως δεν είχαν κανένα φως
μαζί τους ούτε και φακούς. Όπως διηγείται ο ένας προσκυνητής, ακούσαμε την
πόρτα να ανοίγει και μπήκαν μέσα έξι εφτά άτομα που τους καταλάβαμε από τα
βήματα τους και μετά ακούσαμε τους χτύπους που έκαναν καθώς ξάπλωσαν. Ψιθύρισαν
κάτι σαν προσευχές και αμέσως φαίνεται πως ησύχασαν γιατί επικράτησε μια
απόλυτη ηρεμία και ησυχία.
Τα χαράματα, όταν ξύπνησαν, σύμφωνα με την αφήγηση του
Ρόδιου προσκυνητή, διαπίστωσαν ότι οι νυχτερινοί φιλοξενούμενοι της Παναγίας
δεν υπήρχαν στο δωμάτιο και ότι είχαν εξαφανιστεί χωρίς να πάρουν καμία είδηση.
Τους φάνηκε πολύ παράξενο το γεγονός. Τότε αμέσως το μυαλό τους πήγε στις
ιστορίες που κυκλοφορούσαν σε εκείνη την περιοχή για τους μυστηριώδεις και
αόρατους μοναχούς. Το εντυπωσιακό ήταν πως οι άγνωστοι αυτοί κυκλοφορούσαν την
νύχτα χωρίς κανένα φως, ή κάποιο φακό για να τους δείχνει τον δρόμο μες στο
σκοτάδι από όπου εμφανιστήκαν ξαφνικά και στη συνέχεια εξαφανίστηκαν πάλι με
μυστήριο τρόπο.
Εδώ και διακόσια περίπου χρόνια κυκλοφορούσε στο Άγιο Όρος
η φήμη για την ύπαρξη των αόρατων μοναχών ή γυμνοί ασκητές, ή αόρατοι ασκητές,
ή θαυματουργοί ασκητές, ασκητές που εμφανίζονται όποτε και όπου θέλουν, μοναχοί
που ζούνε από το τίποτα με τις πιο δύσκολες συνθήκες, καλόγεροι που χάνονται
στο βάθος του χρόνου, που έχουν το μυστήριο και την θεία χάρη να τους συνοδεύει
σε όλη τους την ζωή, που τρέφονται όπως τα περιστέρια του ουρανού από την θεία
ευσπλαχνία, που έχουν την δύναμη να διαβάζουν τον προσκυνητή και να ξέρουν
περισσότερο γι’ αυτόν από ότι οι ίδιος γνωρίζει για τον εαυτό του, όπως
αναφέρετε είναι : Μια ομάδα ασκητών τον αριθμό επτά, η δώδεκα, η εννέα, που
ζουν με άκρα άσκηση με μοναδικό έργο την αδιάλειπτον προσευχή υπέρ όλου του
κόσμου. Έχουν λάβει ειδική χάρη από τον Κύριο να ζουν άοικοι και γυμνοί, να είναι
αόρατοι από τους οφθαλμούς των ανθρώπων.
Σύμφωνα με την παράδοση αυτοί οι δώδεκα, η επτά ερημίτες,
μοναχοί, άγιοι, θα επιτελέσουν την τελευταία θεία λειτουργία στην κορυφή του
Άθωνα, στον ναό της Μεταμορφώσεως που βρίσκεται στην περιοχή αυτή. Και μετά θα
έλθει η συντέλεια του κόσμου, δηλαδή η Δευτέρα Παρουσία όπως την περιγράφει η
βίβλος. Αυτοί οι αόρατοι μοναχοί της έσχατης γενιάς, δεν θα γευτούν τον φυσικό
θάνατο αλλά θα μεταμορφωθούν, δηλαδή θα αλλάξουν μορφή και τα σώματα τους θα
γίνουν άφθαρτα και αθάνατα όπως όλων των ευρισκομένων εν ζωή ανθρώπων.
Ο τίτλος αυτός, δηλαδή αόρατοι μοναχοί, ή αόρατοι
ερημίτες, έχει δυο έννοιες και δυο ερμηνείες. Η μια εις το ότι οι ερημίτες
αυτοί έχουν την μυστηριώδη χάρη από τον Θεό να είναι αόρατοι και να ζουν
μυστηριώδη ζωή και η άλλη εις το ότι οι ερημίτες αυτοί του Άθωνα είναι αφανείς
και αόρατοι από τους ανθρώπους, δια το λόγον ότι είναι κρυμμένοι και οι τόποι
που κατοικούν είναι τόσο απόμεροι και απρόσιτοι που είναι σχεδόν παντελώς
αδύνατον να τους συναντήσουν ή έστω να τούς αντικρύσουν οι άνθρωποι. Τις νύχτες
αγρυπνούν προσευχόμενοι όρθιοι και για να μην νυστάξουν και πέσουν κάτω μετά
τις μεσονύκτιες ώρες που αποκάμνουν, στηρίζονται με σχοινιά δεμένοι από τις
μασχάλες και κρέμονται από δοκάρια. Όταν πεθάνει κάποιος από αυτούς, έρχονται
σε επαφή με κάποιον άλλον ενάρετο από τους αγιορείτες μοναχούς, ο οποίος
προσφεύγει κοντά τους με θαυμαστό τρόπο και γίνονται πάλι εφτά.
Υπάρχει μια περιοχή του Αγίου Όρους που εκτείνεται στο
νότιο άκρο από την Σκήτη μικρά Αγία Άννα μέχρι την Σκήτη της Γλώσσας, ή
Προβατάς, μια πολύ μεγάλη έκταση γεμάτη δέντρα και πυκνά δάση. Αυτή η περιοχή
λέγετε έρημος του Άθω. Σε αυτή την περιοχή λέγετε ότι ζούνε εδώ και αιώνες οι
αόρατοι μοναχοί. Όπως αναφέρετε, κατά καιρούς κάνουν την εμφάνιση τους σε πολύ
λίγους κατοίκους της περιοχής αυτής, σεβάσμιοι στην όψη αποσκελετωμένοι
ασκητές. Κατά κοινή ομολογία είναι τελείως γυμνοί από ενδύματα υλικά, αλλά
καλύπτονται από την χάρη του θεού. Μια πρώτη πολύ γνωστή μαρτυρία γι’ αυτό το
θέμα υπήρξε σε ένα αγιορείτικο περιοδικό που κυκλοφορούσε προπολεμικά με τον
τίτλο, «Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη». Στο περιοδικό αυτό που κυκλοφορούσε από το
1930 μέχρι το 1938, ένας γιατρός, ο Σπυρίδων, μετέπειτα μεγαλόσχημος μοναχός
Αθανάσιος Καμπανάου, αδελφός τις Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, έγραψε για πρώτη
φορά για τους γυμνούς και χωρίς κατοικία αυτούς μοναχούς ότι : «πολλά πράγματα
γνωρίζει το τα απάντα εφορών όμμα περί δεν των αοίκων που βρίσκονται στα Κρύα
Νερά τι να είπω, το πανέφορον όμμα ξέρει την πολιτεία τους».
Κάποιος άλλος πατέρας, ο πατήρ Γεράσιμος ή μοναχός
Μενάγιας, χημικός στην κοσμική του ζωή που στη συνέχεια παράτησε καριέρες και
επιστημονικές έρευνες και έγινε ησυχαστής και κάτοικος της ερήμου του Αγίου
Βασιλείου, είχε αδελφική φιλία με τον γιατρό της Λαύρας, Αθανάσιο Καμπανάου.
Όταν είδε να δημοσιεύει αυτά τα πράγματα στο περιοδικό «Αγιορείτικη
Βιβλιοθήκη», τον βρήκε και του έκανε σύσταση και παρατήρηση να μην κάνει
τέτοιες δημοσιεύσεις και να μην γράφει πράγματα αμάρτυρα τα οποία πιθανόν να
προκαλέσουν δυσπιστίες και γέλωτες σε βάρος της μοναχική πολιτείας του Αγίου
Όρους. Στις παρατηρήσεις αυτές, ο γιατρός πατήρ Αθανάσιος απάντησε με το γνωστό
ήρεμο ύφος του : «-Καλέ μου άνθρωπε και αγαπητέ μου αδελφέ, δεν μπορώ να μην
γράψω και να μην δημοσιεύσω αυτά τα οποία ήρθε αυτόπτης μάρτυρας και μου είπε
ότι ήθελε να δημοσιευτούν γιατί θα άρρωστήσω και θα πεθάνω». Ο ανθρώπους αυτός
ήταν ο Γέρων Αντώνιος από τον Άγιον Πέτρο. Στον άνθρωπο αυτό οι αόρατοι ασκητές
είχαν εμφανιστεί και του ζήτησαν να πάει και να πει στον γιατρό ότι σε λίγο θα
αρρωστήσει και θα πεθάνει και γι αυτό θα πρέπει να ετοιμαστεί. Και πράγματι ο
Γέρο Αντώνιος πήγε και αφού συνάντησε τον γιατρό του είπε αυτά που του είχαν
πει οι αόρατοι ασκητές. Στη συνέχεια του έδειξε ένα σταυρό ξύλινο τον οποίο του
τον είχαν δώσει οι ασκητές. Σε αυτόν τον σταυρό επάνω ήταν σκαλισμένα τα
γράμματα «Μακάριος Ιερομόναχος». Μετά από λίγο καιρό ο γιατρός πατήρ Αθανάσιος,
αρρώστησε βαριά και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο, (+1940), αφού πρώτα όμως
αποκάλυψε και δημοσίευσε την αλήθεια, ότι υπάρχουν και περιφέρονται από τόπο
εις τόπο στην Έρημο του Άθω, οι άγιοι αυτοί Ασκητές και Μοναχοί.
Αυτοί αγρυπνούν και
περιμένουν της Ρωμιοσύνης την…
ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος
www.nikosxeiladakis.gr
www.nikosxeiladakis.gr