του Χρήστου Αθ. Μούλια
Ο πόθος των
υπόδουλων Ελλήνων, για αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, άρχισε να κυοφορείται
αμέσως μετά την πτώση της Πόλης. Απόδειξη γι’ αυτό αποτελούν οι εθνικοί θρύλοι,
με παλαιότερον έναν που έχει περιλάβει στον τόμο της Ιστορίας του για την
Άλωση, ο γλαφυρός και συναισθηματικός ιστορικός Δούκας. Κατά το ανώνυμο και
σύντομο «χρονικό», που διέσωσε ο Δούκας, τη νύχτα της Λαμπρής του 1522, οι
δερβίσηδες, πηγαίνοντας στην Αγία Σοφία, για να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους
καθήκοντα, μόλις έφθασαν στο προαύλιο, είδαν κατάφωτο το ναό και τις πύλες του
ανοιχτές και άκουσαν να ψάλλεται το «Χριστός Ανέστη»
Ο πόθος των
υπόδουλων Ελλήνων, για αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, άρχισε να κυοφορείται
αμέσως μετά την πτώση της Πόλης. Απόδειξη γι’ αυτό αποτελούν οι εθνικοί θρύλοι,
με παλαιότερον έναν που έχει περιλάβει στον τόμο της Ιστορίας του για την
Άλωση, ο γλαφυρός και συναισθηματικός ιστορικός Δούκας. Κατά το ανώνυμο και
σύντομο «χρονικό», που διέσωσε ο Δούκας, τη νύχτα της Λαμπρής του 1522, οι
δερβίσηδες, πηγαίνοντας στην Αγία Σοφία, για να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους
καθήκοντα, μόλις έφθασαν στο προαύλιο, είδαν κατάφωτο το ναό και τις πύλες του
ανοιχτές και άκουσαν να ψάλλεται το «Χριστός Ανέστη». Αμέσως έτρεξαν και
ειδοποίησαν το Σουλτάνο, ο οποίος έσπευσε επί τόπου, για να σχηματίσει
προσωπική αντίληψη. Δεν ήταν όμως «εξ ανθρώπων η τοιαύτη ενέργεια», όπως
αναφέρεται στο ανώνυμο «Χρονικό», αλλά «έδειξεν ο θεός σημείον».
Καθ’ όλη τη διάρκεια
της Τουρκοκρατίας, οι διηγήσεις για υπερκόσμιες χριστιανικές λειτουργίες στην
Αγία Σοφία, δεν έλειψαν και οι διηγήσεις αυτές, στη συνείδηση των Ελλήνων, ήσαν
πραγματικά γεγονότα, παρά θρύλοι.
Όμως, στις 5
Ιανουαρίου 1912, δηλαδή 466 χρόνια μετά την Άλωση, ο Ναός της Αγίας Σοφίας, που
ήταν τζαμί, μετετράπη για λίγη ώρα, σε ελληνικό χριστιανικό ναό και τελέσθηκε
εκεί Θεία Λειτουργία, ένα προαιώνιο όνειρο του Γένους. Το ιστορικό αυτό
γεγονός, είναι ελάχιστα γνωστό, όπως και πρωταγωνιστής του, ο Κρητικός πάπα- Λευτέρης Νουφράκης, ο
οποίος υπηρετούσε ως στρατιωτικός ιερέας στη 2ν Ελληνική Μεραρχία, που
συμμετείχε στο «συμμαχικό» Εκστρατευτικό Σώμα της Ουκρανίας. Η Μεραρχία του,
καθ’ οδόν προς την Ουκρανία, στάθμευσε στην Κωνσταντινούπολη, η οποία, μετά το
τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τελούσε υπό «συμμαχική επικυριαρχία».
Το πλοίο που τη
μετέφερε, είχε αγκυροβολήσει στ’ ανοιχτά και ο πάπα-Λευτέρης, αφού έκαμψε τους
δισταγμούς του ταξίαρχου Κων. Φραντζή, του ταγματάρχη Λιαρομάτη, του λοχαγού
Σταματίου και του υπολοχαγού Νικολάου, επιβιβάστηκε μαζί τους σε μια βάρκα, που
κωπηλατούσε ένας Ρωμιός της Πόλης, ονόματι Κοσμάς και σε λίγο αποβιβάστηκαν
στην προκυμαία. Ο βαρκάρης τους οδήγησε από το συντομότερο δρόμο στην Αγία
Σοφία. Το αποφασιστικό βλέμμα του ταξίαρχου Φραντζή καθήλωσε τον Τούρκο φρουρό,
ενώ ο πάπα-Λευτέρης, με γοργό βήμα προχώρησε προς το Ιερό και την Αγία Τράπεζα,
βρήκε ένα τραπεζάκι, που του χρησίμευσε για θυσιαστήριο, πάνω στο οποίο
τοποθέτησε όλα τα απαραίτητα για τη Θεά Λειτουργία, φόρεσε το πετραχήλι του και
έψαλε, «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος,
νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων».
Η Θεία Λειτουργία
στην Αγία Σοφία είχε αρχίσει και όλα έγιναν σύμφωνα με το τυπικό της Εκκλησίας.
Χρέη ψαλτών εκτέλεσαν ο ταξίαρχος Φραντζής και ο ταγματάρχης Λιαρομάτης και
νεωκόρου, ο υπολοχαγός Νικολάου.
Εν τω μεταξύ, ο ναός
άρχισε να γεμίζει με Τούρκους, οι οποίοι σάστισαν, μη μπορώντας να πιστέψουν
στα μάτια τους, ενώ υπήρχαν και πολλοί Έλληνες της Πόλης, που παρακολουθούσαν
με συγκίνηση, χωρίς να τολμούν να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματα τους.
Η Θεία Λειτουργία
πλησίαζε να τελειώσει, ο πάπα-Λευτέρης έψαλε, «Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε» και όλοι οι
αξιωματικοί πλησίασαν και κοινώνησαν. Κατόπιν είπε γρήγορα τις ευχές, κατέλυσε
το υπόλοιπο της Θείας Κοινωνίας και απευθυνόμενος στον υπολοχαγό Νικολάου, τον
πρόσταξε, «Μάζεψε τα γρήγορα όλα και βάλ’ τα μέσα στην τσάντα». Ύστερα έκανε
την απόλυση.
Ο πάπα-Λευτέρης και
οι τέσσερις αξιωματικοί, ήσαν έτοιμοι να αποχωρήσουν και να επιστρέψουν στο
πλοίο, αλλά κινδύνευαν από τους Τούρκους που ήσαν στο ναό, οι οποίοι,
συνειδητοποιώντας τι ακριβώς είχε συμβεί, άρχισαν να γίνονται επιθετικοί. Για
να προστατευθούν έβγαλαν τα πιστόλια τους και με την παρέμβαση Άγγλων και
Γάλλων αξιωματικών, που ήσαν εκεί, βγήκαν από το ναό και κατευθύνθηκαν προς την
προκυμαία. Ένας μεγαλόσωμος Τούρκος τους ακολούθησε και μ’ ένα ξύλο όρμησε και
χτύπησε τον πάπα-Λευτέρη στον ώμο. Παρά τους πόνους συνέχισε να προχωρεί, ενώ ο
ταγματάρχης Λιαρομάτης και λοχαγός Σταματίου, αφόπλισαν τον Τούρκο, που
ετοιμαζόταν τον χτυπήσεις πάλι. Ακολούθησε διπλωματικό επεισόδιο. Οι «σύμμαχοι»
διαμαρτυρήθηκαν έντονα στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος
αναγκάστηκε να τον επιπλήξει, όμως κρυφά επικοινώνησε μαζί του, του συνεχάρη
και του είπε, «Αν είχα ακόμη δέκα παπάδες, σαν και σένα, θα μπορούσα να κατορθώσω
πολλά πράγματα». Ο πάπα-Λευτέρης Νουφράκης γεννήθηκε στο χωριό Αλώνες του Δήμου
Λαπαίων (νομός Ρεθύμνου), περίπου στα μέσα της δεκαετίας 1870 και πέθανε στην
Αθήνα στις 5 Αυγούστου 1941. Το 1911 αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών και η κήρυξη των απελευθερωτικών πολέμων 1912 -13, τον
βρήκε να διδάσκει στο Ελληνικό Σχολείο του Αιτωλικού. Εγκατέλειψε τη θέση του
στην εκπαίδευση, για να καταταγεί εθελοντής στον ελληνικό στρατό, αφού ξεπέρασε
πολλά εμπόδια, όντας διάκονος και μοναχός, με το όνομα «Παϊσιος». Παρότι η
επίσημε ιδιότητα του ήταν στρατιωτικός ιεροκήρυκας, αναδείχθηκε γρήγορα σε
γενναίο πολεμιστή. Στη μάχη των Γιαννιτσών (18-20 Οκτωβρίου 1912), έγινε
επίκεντρο θαυμασμού, από τους συμπολεμιστάς του και από τους ανωτέρους του και
παρασημοφορήθηκε για την ανδρεία του. Ανάλογη ανδρεία επέδειξε και στη μάχη της
Δοϊράνης. Μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, μονιμοποιήθηκε, έγινε αρχιμανδρίτης
και ονομάστηκε «Ελευθέριος». Ζήτησε επίμονα να μετάσχει στην Εκστρατεία της
Ουκρανίας και παρουσιάσθηκε στο Γενικό Στρατηγείο για να τους πείσει να
αποδεχθούν το αίτημα του. Έλαβε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία, όπου
διακρίθηκε για το θάρρος του και τραυματίστηκε βαριά. Ήταν πασίγνωστός σ’ όλο
το στρατό και τιμήθηκε με πολλά παράσημα και μετάλλια (αριστεία ανδρείας,
πολεμικούς σταυρούς κ.λπ) Επέμεινε να πάει στο Αλβανικό Μέτωπο και να πολεμήσει
κατά των Ιταλών, ενώ ήταν από καιρό και τυπικά απόστρατος, λόγω ηλικίας (70
ετών). Τελικά το κατάφερε, αλλά πέθανε από κρυοπαγήματα στην Αθήνα, με το
παράπονο ότι δεν έπεσε σε κάποια από τις 27 μεγάλες μάχες, στις οποίες είχε
λάβει μέρος, πολεμώντας πάντοτε στην 1η γραμμή.
Το συγκεκριμένο
γεγονός επιβεβαιώνεται από τον πολεμικό ανταποκριτή του Εκστρατευτικού Σώματος
της Ουκρανίας Κώστα Μισαηλίδη (Πολεμικά Φύλλα. Από τη Μικρασιατική Εκστρατεία –
Αθήναι 1923), από τον αντιστράτηγο Δημήτριο Βακά (Η Μεγάλη Ελλάς. Ο Ελ. Κ.
Βενιζέλος πολεμικός ηγέτης – Αθήναι 1949) και από άλλες πηγές.
(από την
εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")