«διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν» (Πράξ. 16,9)
Θ.Π.: Που ήταν οι Σκοπιανοί όταν ο Απόστολος Παύλος πέρασε στη Μακεδονία και γιατί δεν χρειάσθηκε ούτε «Γεωγραφικό προσδιορισμό» αλλά ούτε και «Σύνθετη ονομασία» για να καταλάβει που πρέπει να πάει;
Ἰωάννης Β. Βελιτσιάνος Διδάκτωρ Θεολογίας Α.Π.Θ.
Επιστημονικός Συνεργάτης (Ι.Ε.Θ.Π.)
Την εκκλησία της Θεσσαλονίκης ίδρυσε ο Παύλος κατά τη β΄ ιεραποστολική περιοδεία του[1], η οποία άρχισε μετά την Αποστολική Σύνοδο της Ιερουσαλήμ (48/49) και συμπίπτει με τη νέα εποχή που αρχίζει στις σχέσεις Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Αρχικά ο Παύλος ξεκίνησε από την Αντιόχεια με τη συνοδεία του Σίλα, με σκοπό να επισκεφτεί τους χριστιανούς της Μ. Ασίας και να τους ενισχύσει στην πίστη τους.
[2] Μετά από επίσκεψη του Παύλου στις εκκλησίες της Λυκαονίας και με την προσθήκη στη συνοδεία του Τιμόθεου που τον παραλαμβάνει στα Λύστρα, πηγαίνει στη Φρυγία και στη Γαλατική χώρα και στη συνέχεια στην Τρωάδα, από όπου και ύστερα από ένα όραμα έρχεται στη Μακεδονία: « Και όραμα δια της νυκτός τω Παύλω ώφθη, ανήρ Μακεδών τις ην εστώς και παρακαλών αυτόν και λέγων. διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν» (Πρξ. 16,9). Ο απόστολος Παύλος κατάλαβε πως η παράκληση αυτή του Μακεδόνα είναι η πρόσκληση του Θεού να ευαγγελισθούν το Όνομά του σ’ ένα κόσμο διαφορετικό απ’ αυτόν που γνώριζαν μέχρι τώρα[3]. Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, η παρουσία του Παύλου στη Μακεδονία χαρακτηρίζεται από δύο σημαντικά γεγονότα: το πρώτο είναι το όραμα της Τρωάδας και το δεύτερο η σχέση που είχε το κήρυγμα του Παύλου στη Μακεδονία και στην Ελλάδα γενικότερα με τις αποφάσεις της Αποστολικής Συνόδου της Ιερουσαλήμ. Έτσι, σύμφωνα με το βιβλίο Πράξεις των Αποστόλων, ο απόστολος Παύλος με τη συνοδεία του πήραν το πλοίο από την Τροία με προορισμό τη Σαμοθράκη και από εκεί βγήκαν στο λιμάνι της Νεάπολης (σημερινή Καβάλα) και έπειτα συνέχισαν πεζοί στους Φιλίππους. Η πόλη των Φιλίππων ήταν ο πρώτος σταθμός της ιεραποστολικής δραστηριότητάς του στο ευρωπαϊκό έδαφος. Ο ίδιος ακολουθώντας την Εγνατία οδό και περνώντας από την Αμφίπολη και την Απολλωνία έφθασε στη Θεσσαλονίκη[4]. Αν και οι Φίλιπποι είναι η πρώτη ευρωπαϊκή πόλη που δέχτηκε το μήνυμα του ευαγγελίου από τον απόστολο Παύλο, η εκκλησία της Θεσσαλονίκης είναι η πρώτη που δέχτηκε τις δύο πρώτες επιστολές του αποστόλου των εθνών που αποτελούν και τα αρχαιότερα καινοδιαθηκικά κείμενα. Έτσι στην παρούσα μελέτη θα εστιάσουμε την έρευνά μας στον τρόπο μετάδοσης του λόγου του Κυρίου στην πόλη της Θεσσαλονίκης από τον απόστολο Παύλο.
[2] Μετά από επίσκεψη του Παύλου στις εκκλησίες της Λυκαονίας και με την προσθήκη στη συνοδεία του Τιμόθεου που τον παραλαμβάνει στα Λύστρα, πηγαίνει στη Φρυγία και στη Γαλατική χώρα και στη συνέχεια στην Τρωάδα, από όπου και ύστερα από ένα όραμα έρχεται στη Μακεδονία: « Και όραμα δια της νυκτός τω Παύλω ώφθη, ανήρ Μακεδών τις ην εστώς και παρακαλών αυτόν και λέγων. διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν» (Πρξ. 16,9). Ο απόστολος Παύλος κατάλαβε πως η παράκληση αυτή του Μακεδόνα είναι η πρόσκληση του Θεού να ευαγγελισθούν το Όνομά του σ’ ένα κόσμο διαφορετικό απ’ αυτόν που γνώριζαν μέχρι τώρα[3]. Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, η παρουσία του Παύλου στη Μακεδονία χαρακτηρίζεται από δύο σημαντικά γεγονότα: το πρώτο είναι το όραμα της Τρωάδας και το δεύτερο η σχέση που είχε το κήρυγμα του Παύλου στη Μακεδονία και στην Ελλάδα γενικότερα με τις αποφάσεις της Αποστολικής Συνόδου της Ιερουσαλήμ. Έτσι, σύμφωνα με το βιβλίο Πράξεις των Αποστόλων, ο απόστολος Παύλος με τη συνοδεία του πήραν το πλοίο από την Τροία με προορισμό τη Σαμοθράκη και από εκεί βγήκαν στο λιμάνι της Νεάπολης (σημερινή Καβάλα) και έπειτα συνέχισαν πεζοί στους Φιλίππους. Η πόλη των Φιλίππων ήταν ο πρώτος σταθμός της ιεραποστολικής δραστηριότητάς του στο ευρωπαϊκό έδαφος. Ο ίδιος ακολουθώντας την Εγνατία οδό και περνώντας από την Αμφίπολη και την Απολλωνία έφθασε στη Θεσσαλονίκη[4]. Αν και οι Φίλιπποι είναι η πρώτη ευρωπαϊκή πόλη που δέχτηκε το μήνυμα του ευαγγελίου από τον απόστολο Παύλο, η εκκλησία της Θεσσαλονίκης είναι η πρώτη που δέχτηκε τις δύο πρώτες επιστολές του αποστόλου των εθνών που αποτελούν και τα αρχαιότερα καινοδιαθηκικά κείμενα. Έτσι στην παρούσα μελέτη θα εστιάσουμε την έρευνά μας στον τρόπο μετάδοσης του λόγου του Κυρίου στην πόλη της Θεσσαλονίκης από τον απόστολο Παύλο.
Καταρχήν, πρέπει να σημειώσουμε δύο βασικά πράγματα για την τακτική που ακολούθησε ο Παύλος στο ιεραποστολικό του έργο, την οποία εφάρμοσε και στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης.
Η πρώτη του τακτική είναι να επιλέγει πόλεις που διακρίνονταν για τη σημαντική γεωγραφική τους θέση και για την εμπορική τους κίνηση που σήμαινε ταυτόχρονα ότι ήταν όχι μόνο πολυπληθείς, αλλά ότι λόγω της σημασίας τις επισκέπτονταν και αρκετοί ξένοι για ποικίλους λόγους. Το ίδιο αναφέρει και ο Holzner∙ «ότι ο Παύλος προτιμούσε πάντοτε τις μεγάλες πόλεις, απ’ όπου μπορούσε μ’ ευκολία να γίνει ιεραποστολή προς τις μικρότερες»[5]. Η «μητρόπολις» της Μακεδονίας, όπως τη χαρακτήριζε ο Στράβων[6], στην οποία ο Παύλος διαγγέλλει το μήνυμα της νέας πίστης είναι η πλουσιότερη και πολυπληθέστερη πόλη της Μακεδονίας[7]. Ο πληθυσμός ανερχόταν πάνω από διακόσες χιλιάδες κατοίκους και κατοικούσαν κυρίως Έλληνες, Ρωμαίοι και Εβραίοι. Η περιοχή της ήταν πλούσια, ενώ η θέση της διευκόλυνε το εμπόριο και τις κάθε είδους επικοινωνίες, θαλάσσιες και χερσαίες. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η Εγνατία οδός, η οποία εξασφάλιζε τον απόλυτο στρατηγικό έλεγχο και διευκόλυνε την οικονομική ανάπτυξη όλης της Μακεδονίας[8]. Παράλληλα και η θρησκευτική ζωή της πόλης ήταν έντονη και ποικίλη. Στη Θεσσαλονίκη λατρεύονταν πολλές και ξένες θεότητες, όπως ο Απόλλων[9], ο Ζευς[10], η Αφροδίτη[11], ο Ασκληπιός[12], η Κόρη[13], οι Χάριτες[14], οι Διόσκουροι[15], ο Ηρακλής[16] και κυρίως ο Διόνυσος[17], καθώς και ανατολικής προέλευσης θεότητες, όπως η Ίσις[18] και ο Σέραπις,[19] κ.ά.
Η δεύτερη τακτική του ήταν να κηρύττει αρχικά στις ιουδαϊκές συναγωγές. Ο λόγος ήταν ότι ο Ισραήλ είναι ο λαός που επέλεξε ο Θεός, ώστε μέσω αυτού η ανθρωπότητα να προετοιμασθεί για τον ερχομό του Μεσσία. Εξάλλου η Παλαιά Διαθήκη που διαβαζόταν και ερμηνευόταν στις συναγωγές ήταν «παιδαγωγός εις Χριστόν», οπότε σε θεωρητικό τουλάχιστον επίπεδο, οι κατά τόπους Ισραηλίτες της διασποράς θα δέχονταν ευκολότερα το μήνυμα του ευαγγελίου. Ο Παύλος το ίδιο έκανε και στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή άρχισε το κήρυγμα του από την ιουδαϊκή συναγωγή[20]. Εκεί «…επί σάββατα τρία διελέξατο αυτοίς από των γραφών, διανοίγων και παρατιθέμενος ότι τον Χριστόν έδει παθείν και αναστήναι εκ νεκρών και ότι ούτος έστιν ο Χριστός ο Ιησούς ον εγώ καταγγέλλω υμίν»[21]. Ο Παύλος είχε ως σκοπό να γνωρίσει στους ακροατές του για τον Ιησού Χριστό και να πληροφορήσει ότι στο πρόσωπο του Χριστού πραγματοποιήθηκαν οι υποσχέσεις της Παλαιάς Διαθήκης. Το κήρυγμα του Παύλου περιλάμβανε ακόμη και δύο βασικά στοιχεία, την επιστροφή από την ειδωλολατρία στον αληθινό Θεό και την αναμονή της ενδόξου επανόδου του Χριστού, ο οποίος θα λυτρώσει τους πιστούς «εκ της οργής της ερχομένης»[22]. Το κήρυγμα του Παύλου βρήκε μεγαλύτερη απήχηση στους εθνικούς της πόλης. Κατά τη διήγηση των Πράξεων 17,4 μόνο «τινές» εκ των Ιουδαίων «επείσθησαν», ενώ αντίθετα «προσεκληρώθησαν τω Παύλω και τω Σιλά, των τε σεβομένων Ελλήνων πλήθος πολύ, γυναικών τε των πρώτων ουκ ολίγαι». Η υποδοχή του κηρύγματος που έκαναν οι Θεσσαλονικείς και η προβολή των επιτευγμάτων τους στη νέα πίστη διακρίνεται καθαρά στην Α΄ επιστολή προς Θεσσαλονικείς (1,9). Η πρώτη χριστιανική κοινότητα της Θεσσαλονίκης απαρτίσθηκε κυρίως από τους «σεβόμενους έλληνας», δηλ. από τους εθνικούς, οι οποίοι ήταν κουρασμένοι από την κενότητα των ειδωλολατρικών θρησκειών. Μια από τις αφορμές για τις ταραχές, τις οποίες προκάλεσαν οι Ιουδαίοι της Θεσσαλονίκης, όπως θα κάνουμε λόγο και παρακάτω, και οδήγησαν στην εσπευσμένη αναχώρηση του αποστόλου από την πόλη αποτέλεσε και η απήχηση που είχε το κήρυγμα στις τάξεις των «σεβόμενων τον θεόν» (Πρξ. 17,4εξ.). Πρόκειται για μια ομάδα εθνικών, η οποία επισκέπτεται την ιουδαϊκή συναγωγή και παρακολουθεί εκεί τις ιουδαϊκές λατρευτικές συνάξεις με κέντρο την εξήγηση των Γραφών (Πρξ. 16,12). Όπως και σε άλλες πόλεις του ελληνορωμαϊκού κόσμου, έτσι και στη Θεσσαλονίκη, κάποιοι εθνικοί εκδηλώνουν ενδιαφέρον για τη λατρεία και το Θεό των Ιουδαίων, συχνάζουν στις συναγωγές τους και αποτελούν για τους τελευταίους έναν τόσο σημαντικό παράγοντα ώστε να προβαίνουν σε ταραχές, όταν κινδυνεύουν να χάσουν τη συμπάθειά τους.
Επίσης δεν πρέπει να παραθεωρείται το γεγονός ότι στη Θεσσαλονίκη δέχτηκαν το κήρυγμα του Παύλου και πολλές γυναίκες από τις ανώτερες τάξεις της πόλης[23]. Μεταξύ των πρώτων χριστιανών ήταν και οι Αρίσταρχος, Γάϊος Σεκούνδος, τους οποίους αναφέρει ο Λουκάς ως συνεργάτες του Παύλου από τη Θεσσαλονίκη[24]. Παρόμοια αναφορά γίνεται και στην προς Κολοσσαείς επιστολή στην οποία αναφέρεται ο Αρίσταρχος ως Θεσσαλονικεύς ιουδαιοχριστιανός[25]. Η παράδοση, όπως απηχείται στο ρωμαϊκό ημερολόγιο, θέλει τον Αρίσταρχο ως πρώτο επίσκοπο Θεσσαλονίκης, ενώ άλλη παράδοση που εκπροσωπεί ο Ωριγένης θεωρεί σαν πρώτο επίσκοπο το Γάϊο.
Το χωρίο των Πράξεων[26] αναφέρει ότι ο Παύλος έμεινε στη Θεσσαλονίκη «επί σάββατα τρία», δηλαδή από 16 έως 27 μέρες ενώ η Α΄ επιστολή προς Θεσσαλονικείς υπαινίσσεται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, το οποίο πολλοί το υπολογίζουν σε 2-3 μήνες. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα ο Παύλος είχε το χρόνο να εργαστεί με τα ίδια του τα χέρια[27], να δεχτεί βοηθήματα εκ μέρους των Φιλιππησίων[28] και να δράσει ιεραποστολικά[29]. Πάντως η σχέση εμπιστοσύνης που αναπτύχθηκε ανάμεσα στον Παύλο και τους Θεσσαλονικείς προϋπόθετε μεγάλο χρονικό διάστημα. Βραδύτερο χρονικό διάστημα υπολογιζόταν και η προσωπική του εργασία, για την οποία κάνει λόγο στην Α΄ επιστολή προς Θεσσαλονικείς (2,8), δηλ. για μια μακρά παραμονή του στην πόλη θα ήταν φυσικό επακόλουθο να εργαστεί για τη συντήρησή του. Επίσης μεγάλο χρονικό διάστημα προϋποθέτουν οι δυο αποστολές υλικής βοήθειας από τους Φιλιππησίους στον Παύλο (Φιλιπ. 4,16), καθώς και η αναφορά του Παύλου σε θανάτους μελών της χριστιανικής κοινότητας (Α΄ Θεσ. 4,13). Τα επιχειρήματα αυτά, όπως και αρκετά άλλα, είναι ισχυρά όχι όμως απόλυτα πειστικά.
Ο Παύλος με το κήρυγμά του ήταν να γνωρίσει στους ακροατές του τον Ιησού Χριστό, ο οποίος έπαθε και αναστήθηκε για τη σωτηρία του ανθρώπου και να τους πληροφορήσει ότι στο πρόσωπο του Χριστού πραγματοποιήθηκαν οι υποσχέσεις της Π. Διαθήκης. Γι’ αυτό το λόγο ο Παύλος διάλεξε ως θέμα της ομιλίας του, το 53 κεφάλαιο του προφήτη Ησαΐα (53, 3-8) για τα πάθη του Μεσσία[30]. Ένα άλλο κεντρικό θέμα της παύλειας θεολογίας ήταν η αναμονή της δευτέρας παρουσίας του Χριστού, ο οποίος θα λυτρώσει τους πιστούς «εκ της οργής της ερχομένης», όπως προκύπτει από την Α΄ Θεσ. (1,10). Κατά την παύλεια θεολογία ο αμαρτωλός άνθρωπος, είτε εθνικός είτε Ιουδαίος, είναι αντικείμενο της θείας οργής. Το σχέδιο του Θεού, όμως είναι σχέδιο ευσπλαχνίας και μπορούν όλοι να σωθούν, αν μετανοήσουν κατά την ερμηνεία των πατέρων[31]. Ο Χριστός όμως με το σταυρικό του θάνατο και την ανάστασή του προλαβαίνει για τους πιστούς την οργή των εσχάτων χρόνων[32]. Στο στίχο 10 «και αναμένειν τον υιόν αυτού εκ των ουρανών, ον ήγειρεν εκ των νεκρών, Ιησούν τον ρυόμενον ημάς εκ της οργής της ερχομένης» ο Παύλος τοποθετεί το «αναμένειν», το οποίο είναι χαρακτηριστικό της σταθερής ελπίδας των Θεσσαλονικέων στον ερχομό του Χριστού. Η αφοσίωση των πιστών στο Θεό που εκφράζεται με τη φράση «δουλεύειν Θεώ», είναι ένα προϊόν της αγάπης των Θεσσαλονικέων, γιατί γίνεται με τη δική τους θέληση και το «αναμένειν τον υιόν αυτού» είναι η «υπομονή της ελπίδος» στη δευτέρα παρουσία του Χριστού.
Ο Παύλος ήδη στην αρχή της Α΄ Θεσσαλονικείς επιστολή (1, 3-8), κάνει λόγο με πολύ ενθουσιασμό για την πίστη των Θεσσαλονικέων[33]. Τους χαρακτηρίζει «…τύπον πάσιν τοις πιστεύουσιν εν τη Μακεδονία και εν τη Αχαΐα» (1,7) και λέγει ότι ο απόηχος της πίστης τους ξεπέρασε τα όρια της Μακεδονίας και της Αχαΐας και έγινε γνωστός∙ «αφ’ υμών γαρ εξήχηται ο λόγος του κυρίου ου μόνον εν τη Μακεδονία και εν τη Αχαΐα, αλλ’ εν παντί τόπω…» (1,8). Με το ρ. «εξήχηται»ο Παύλος θέλει να εξάρει την ορμητικότητα, τη δύναμη και την ταχύτητα, με τα οποία διαδόθηκε «ο λόγος του κυρίου»από τους χριστιανούς της Θεσσαλονίκης, ενώ με το «εν παντί τόπω» τονίζει την έκταση, την οποία έλαβε η νέα κατάσταση που δημιούργησε στη Θεσσαλονίκη το κήρυγμά του.
Η μεγάλη επιτυχία του έργου του Παύλου στη Θεσσαλονίκη εξόργισε τους Ιουδαίους, οι οποίοι «προσλαβόμενοι των αγοραίων άνδρας τινάς πονηρούς και οχλοποιήσαντες εθορύβουν την πόλιν» (Πρξ. 17,5). Αναζήτησαν τον Παύλο και τους συνεργάτες του στο σπίτι του Ιάσονα[34] και «μη ευρόντες δε αυτούς έσυρον Ιάσονα και τινάς αδελφούς επί τους πολιτάρχας βοώντες ότι οι την οικουμένην αναστατώσαντες ούτοι και ενθάδε πάρεισιν, ους υποδέδεκται Ιάσων» (Πρξ. 17, 6-7). Ίσως λόγω της αυξημένης εξουσίας που είχαν οι πολιτάρχες[35] μέσα στις μακεδονικές πόλεις καθώς και των δικαστικών τους αρμοδιοτήτων, το οργισμένο πλήθος, σύμφωνα με τη διήγηση των Πράξεων, οδήγησε τον Παύλο και τους συνεργάτες του μπροστά σ’ αυτούς (Πρξ. 17, 6-8). Η κατηγορία που διατύπωσαν εναντίον των φιλοξενούμενων του Ιάσονα ήταν πολιτική (Πρξ. 17,7). Αυτό συγκλόνισε «τον όχλον και τους πολιτάρχας» (Πρξ. 17,7) αλλά το θέμα διευθετήθηκε, δηλ. ο Ιάσονας πλήρωσε ικανοποιητική εγγύηση και αφέθηκε ελεύθερος. Μετά από όλα αυτά τα γεγονότα οι νέοι χριστιανοί φρόντισαν να φυγαδεύσουν τον Παύλο με τους συνεργάτες του στη Βέροια για να συνεχίσει εκεί το ιεραποστολικό του έργο.
Όσο αφορά την πολεμική που δέχτηκε ο Παύλος, αν προέρχονταν αποκλειστικά από Ιουδαίους, ενδεχομένως να το ανέφερε στην επιστολή του, όπως κάνει στο 2,14εξ, όταν υπαινίσσεται τις διώξεις που εκείνοι προκάλεσαν εναντίον του. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Παύλος κατηγορήθηκε ότι επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη για ιδιοτελείς σκοπούς και ότι δεν διέφερε από τους άλλους ομιλητές που ερχόταν στην πόλη. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η συχνή παρουσία στην πόλη ρητόρων, μάγων, φιλοσόφων κάθε ειδικότητας, προελεύσεως και ικανότητας δημιουργούσε στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης κάποια δυσπιστία απέναντί τους. Ήταν αναπόφευκτο να εντάξουν και τον Παύλο στην ίδια κατηγορία και να διατυπώσουν τις επιφυλάξεις τους για την αγνότητα των προθέσεων και την ανυστεροβουλία του. Το πιο πιθανό είναι ότι Ιουδαίοι και εθνικοί με τις διάφορες συζητήσεις που έκαναν μεταξύ τους έβρισκαν επιχειρήματα και κατηγορίες εναντίον του Παύλου επιδιώκοντας αφ’ ενός να μειώσουν την αξία του κηρύγματος και αφ’ έτερου να κλονίσουν την πίστη των νεοφώτιστων[36].
Η βίαιη απομάκρυνση του Παύλου από τη Θεσσαλονίκη άφησε ημιτελές το έργο του. Διαρκώς η σκέψη του βρισκόταν στους νέους χριστιανούς της Θεσσαλονίκης και γι’ αυτό το λόγο στέλνει από την Αθήνα τον Τιμόθεο∙ «εις το στηρίξαι υμάς και παρακαλέσαι υπέρ της πίστεως υμών», ώστε «μηδένα σαίνεσθαι εν ταις θλίψεσιν ταύταις»[37]. Η χρήση των δύο συνώνυμων ρημάτων «στηρίξαι» και «παρακαλέσαι» δείχνει τη βαρύτητα που έχει το περιεχόμενό τους να διατηρήσουν οι χριστιανοί της Θεσσαλονίκης σταθερή την πορεία τους στην πίστη. Ενώ στο στίχο 3 με το ρ. «σαίνεσθαι» θέλει να τονίσει στους πιστούς ότι η αποστολή του Τιμόθεου[38] σ’ αυτούς ήταν να φροντίσει, ώστε κανένας να μη κλονίζεται και να μη μετακινείται από την πίστη του∙ «εν ταις θλίψεσιν ταύταις». Πράγματι οι πιστοί συνάντησαν ποικίλες αντιδράσεις από το περιβάλλον τους, οι οποίες εκδηλώνονταν με διώξεις και κοινωνικούς κατατρεγμούς. Η επιστροφή του Τιμόθεου από τη Θεσσαλονίκη και τα καλά νέα που έφερε, έδωσαν θάρρος, παρηγοριά, δύναμη και τόνωση του ηθικού στον Παύλο και τους συνεργάτες του για να ξεπεράσουν ανάλογες δυσκολίες και στην Κόρινθο[39].
Η σταθερότητα στην πίστη τους[40], η αγάπη για τον Παύλο[41], η καρτερικότητα στις θλίψεις[42], η αγάπη προς όλους τους αδελφούς «τους εν όλη τη Μακεδονία»[43] και η τήρηση των υποδείξεων του «το πως δει υμάς περιπατείν και αρέσκειν Θεώ»[44] οδήγησαν τον Παύλο στο να τους χαρακτηρίσει μιμητές του και μιμητές «του Κυρίου»[45], μιμητές«των εκκλησιών του Θεού…»[46] και «τύπον πάσιν τοις πιστεύουσιν εν τη Μακεδονία και εν τη Αχαΐα»[47]. Άλλωστε σε πολλά σημεία της πρώτης προς Θεσσαλονικείς επιστολής του ο Παύλος βρίσκει την ευκαιρία να εκφράσει την αγάπη του για τους χριστιανούς της πόλεως∙ «ούτως ομειρόμενοι υμών ευδοκούμεν μεταδούναι υμίν ου μόνον το ευαγγέλιον του Θεού αλλά και τας εαυτών ψυχάς, διότι αγαπητοί ημίν εγενήθητε».[48] Με αυτά το λόγια ο Παύλος τονίζει το μέγεθος της θελήσεως και της επιθυμίας να δώσει στους Θεσσαλονικείς το μήνυμα του ευαγγελίου και μαζί μ’ αυτό και την ίδια του την ψυχή, δηλαδή το κήρυγμα του Παύλου δεν είναι μια πληροφόρηση, μια απλή αγγελία αλλά μια μετάγγιση ενός βιώματος, ενός νέου ήθους, το οποίο πηγάζει από τη μεταμορφωμένη καρδιά του Παύλου[49].
Παράλληλα ο Παύλος επαινώντας τους Θεσσαλονικείς δεν τους αφήνει την εντύπωση ότι έχουν επιτύχει το τέλειο αλλά τους προτρέπει για περισσότερη προσπάθεια, ενώ αναφέρεται σε πολλές ελλείψεις που παρουσιάζουν.
Ο Παύλος σαν δυνατός θεολόγος αλλά και σαν καλός ψυχολόγος γνωρίζει τη δύναμη της συνήθειας στη ζωή των ανθρώπων. Έτσι μια παράδοση αιώνων και ένας καθιερωμένος τρόπος ζωής με πολλές αμαρτωλές συνήθειες δεν είναι εύκολο να ξεπεραστούν αμέσως. Επομένως χρειάζεται μια σταθερή προσήλωση στη νέα πίστη και στη νέα ζωή, απόλυτη ηθική καθαρότητα τόσο στο σώμα όσο και στη ψυχή. Ο Παύλος πιστεύει ότι υπήρχαν στιγμές νοσταλγίας για τους νέους πιστούς της Θεσσαλονίκης και γνωρίζοντας τη υποσυνείδητη δύναμη του παρελθόντος τονίζει ότι η νέα πίστη απαιτεί ηθική καθαρότητα∙ «τούτο γαρ εστί το θέλημα του Θεού, ο αγιασμός υμών, απέχεσθαι υμάς από της πορνείας»[50].
Ο Παύλος θεωρούσε ότι για να πλησιάσει κανείς το Χριστό αφήνοντας την προπαγάνδα των Ιουδαίων ή τον πανθεϊσμό των ειδωλολατρών έπρεπε να γίνει μια προπαρασκευή. Ως πρώτο βασικό στοιχείο ο Παύλος θεωρούσε την εμβάθυνση της Αγίας Γραφής. Με τη βαθιά μελέτη των κειμένων της Αγίας Γραφής είναι δύσκολο ο κάθε νεοφώτιστος να επιστρέψει στις παλιές συνήθειες και επομένως αποτελούσε τον απλούστερο και ασφαλέστερο δρόμο. Ως δεύτερο στοιχείο ο Παύλος απαιτούσε μια έντιμη νοσταλγία για την αλήθεια. Στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν άνθρωποι που δέχτηκαν το λόγο του Θεού∙ «παραλαβόντες λόγον ακοής παρ’ ημών του Θεού εδέξασθε ου λόγον ανθρώπων…»[51]. Στο στίχο αυτό ο Παύλος χρησιμοποιεί τα ρήματα «παραλαμβάνειν» και «δέξασθαι» για να εκφράσει την ευμενή ανταπόκριση των ακροατών του στη μετάδοση του κηρύγματός του και για να δηλώσει με το σχήμα παραλαμβάνειν-παραδιδόναι[52] τη γνησιότητα και την αυθεντικότητα της διδασκαλίας του, καθώς και την υποχρέωση του παραλαβόντος να παραδίδει στον κόσμο ανόθευτο το ευαγγέλιο του Θεού. Η ουσία βρίσκεται στο γεγονός ότι οι Θεσσαλονικείς κατανόησαν σωστά το κήρυγμα και το έκαναν βίωμά τους ως λόγο Θεού. Το τρίτο στοιχείο είναι ο φόβος μπροστά στο θείο[53], αν και στην αρχή ήταν (δηλ. ο φόβος) ανακατεμένος με δεισιδαιμονίες, όπως στην περίπτωση του αρχιδεσμοφύλακα των Φιλίππων.
Τέλος, αξίζει να σημειώσω ότι οι διωγμοί δεν στάθηκαν ικανοί να σταματήσουν το κήρυγμα του Παύλου αλλά αποτέλεσαν πηγή δύναμης στο να μεταφερθεί το μήνυμα του ευαγγελίου∙ «ου μόνον εν τη Μακεδονία και εν τη Αχαΐα, αλλ’ εν παντί τόπω…» [54]. Επομένως, η πόλη της Θεσσαλονίκης αποτελεί ένας από τους βασικούς σταθμούς όχι μόνο για το κήρυγμα του Παύλου αλλά και για όλη την πνευματική ιστορία της Ευρώπης.
[1] Πρξ. 17, 1-10.
[2] Πρξ. 15,36εξ.
[3] Ι. Καραβιδόπουλος, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 199.
[4] Πρξ. 17,1: «Διοδεύσαντες δε την Αμφίπολιν και την Απολλωνίαν ήλθον εις Θεσσαλονίκη».
[5] J. Holzner, Παύλος, μτφρ. Αρχιμ. Ιερώνυμου Κοτσώνη, Αθήναι 1961, σ. 188.
[6] Στράβων, Γεωγραφικά, έκδ. Meineke, Lipsiae 1877, απόσπ. 21 και 24.
[7] Ο Λουκιανός χαρακτηρίζει την πόλη ως «μεγίστη Θεσσαλονίκη», (Λούκιος 46).
[8] Βλ. Pauline Schmitt-Pantel, Claude Orrieux, A History of Ancient Greece, 1999, Blackwell Publishing, σ. 366.
[9] IG X. 2,1 αρ. *52. *54. *908.38.
[10] IG X. 2,1 αρ. 275. 276. *278.
[11] IG X. 2,1 αρ. 61. 299. *278.
[12] Βλ. Ε. Βουτηρά, 1993, σ. 256.
[13] IG X. 2,1 αρ. 447.
[14] IG X. 2,1 αρ. *55.
[15] IG X. 2,1 αρ. 56.
[16] ΙG Χ. 2,1 αρ. 288 και SEG 43 (1993), αρ. 457.
[17] IG X. 2,1 αρ. 28.59.503.506.
[18] IG X. 2,1 αρ. 76-80.82.83.87.93.94.
[19] IG X. 2,1 αρ. 3. 76-80. 82.83.87.89.90-93.123.255.88.
[20]Βλ. περισσότερα, Χρ. Μαυροπούλου – Τσιούμη, Τα βήματα του Αποστόλου Παύλου από τους Φιλίππους ως τη Βέροια. Προφορική παράδοση και αρχαιολογικές γνώσεις, Θεσσαλονίκη 1974. Β. Δημητριάδη, Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας 1430-1012, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 367.
[21] Πρξ. 17, 2-3.
[22] Α΄ Θεσ. 1,10. Πρξ. 17,3.
[23] Πρξ. 17,4.
[24] Πρξ. 20,4.
[25] Κολ. 4,10εξ.
[26] Πρξ. 17,2.
[27] Α΄ Θεσ. 2,9 «μνημονεύετε γαρ, αδελφοί, τον κόπον ημών και τον μόχθον∙ νυκτός και ημέρας εργαζόμενοι προς το μη επιβαρήσαι τινά υμών εκηρύξαμεν εις υμάς το ευαγγέλιον του Θεού». Εδώ ο Παύλος θέλει να επισημάνει ότι τόσο ο ίδιος όσο και οι συνεργάτες του εργάζονταν νύχτα μέρα για να εξασφαλίσουν τη συντήρησή τους. Η αναφορά αυτή ίσως να αντικρούει κάποια κατηγορία εναντίον του και γι’ αυτό αντιδιαστέλλει τη συμπεριφορά του με εκείνη άλλων επισκεπτών που το αξίωμά τους επέβαλλε τη φιλοξενία από τους Θεσσαλονικείς.
[28] Βλ. Ι. Καραβιδόπουλου, Αποστόλου Παύλου Επιστολές προς Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσσαείς, Φιλήμονα, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 385. Ακόμη βλ. J. Gnilka, Der Philipperbrief, Freiburg-Basel-Wien 1968, σ. 178.
[29] Α΄ Θεσ. 1,9 «αυτοί γαρ περί ημών απαγγέλουσιν οποίαν είσοδον έσχομεν προς υμάς, και πως επεστρέψατε προς τον Θεόν από των ειδώλων δουλεύειν Θεώ ζώντι και αληθινώ». Ο Παύλος με τη φράση αυτή εννοεί ότι δεν υπάρχει άλλη διέξοδος για τον άνθρωπο. Δηλαδή ή θα είναι δούλος των ειδώλων και της φθοράς ή θα είναι δούλος του Θεού και της ζωής.
[30] J. Holzner, Παύλος, μτφρ. Αρχιμ. Ιερώνυμου Κοτσώνη, Αθήναι 1961, σ. 191.
[31] Θεοδώρητος: «ος της ηπειλημένης τιμωρίας κρείττους ημάς αποφανεί».
Οικουμένιος: «αυτός γαρ ερρύσατο ημάς εξ αυτής, τας αμαρτίας ημών αφείς».
[32] E. Kaesemann, «Phaenomeno logisch batrachtet, ist der Zorn die Macht des Fluches», Bussmann, Thessen, σσ. 108-122.
[33] Βλ. περισσότερα, Ι. Γαλάνη, Η πρώτη επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Θεσσαλονικείς, Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 89-112.
[34] Ο Ιάσονας ήταν Θεσσαλονικεύς, βλ. Ιωάννου Ρωμανού, Ιστορικά έργα, «Κερκυραϊκά Χρονικά», 7 (1959), σ. 376 και όχι όπως εσφαλμένα ερμηνεύτηκε από ορισμένους ότι ο Ιάσων ήταν Ταρσεύς.
[35] Οι ανώτατοι άρχοντες της πόλης ήταν οι πολιτάρχαι, των οποίων την ύπαρξη για πολλά χρόνια γνωρίζουμε από το κείμενο των Πράξεων (17, 6-8). Βλ. Δ. Κανατσούλη, 1956, σσ. 171-173 και B. Helly, 1977, σσ. 531εξ.
[36] W. Schmithals, «Die Thessalonicherbriefe als Briekompositionen», Zeit und Geschichte. Dankesgabe an R. Bultmann zum 80. Geburstag, hrsg. von E. Dinkler, 1964, σσ. 295-315.
[37] Α΄ Θεσ. 3,2-3.
[38] Η προτίμηση να σταλεί ο Τιμόθεος αντί του Σίλα στη Θεσσαλονίκη, πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι ο Τιμόθεος ήταν ελληνικής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα του και αυτό δε θα δημιουργούσε προβλήματα στην εκκλησία της Θεσσαλονίκης προκαλώντας τους Ιουδαίους εναντίον του. Βλ. Ι. Γαλάνη, ό.π., σ. 47.
[39] Α΄ Θεσ. 3,7.
[40] Α΄ Θεσ. 1,3.8 ∙ 2,13∙3,6-7.
[41] Α΄ Θεσ. 3,6.
[42] Α΄ Θεσ. 1,6εξ.
[43] Α΄ Θεσ. 4,10.
[44] Α΄ Θεσ. 4,1.
[45] Α΄ Θεσ. 1,6.
[46] Α΄ Θεσ. 2,14.
[47] Α΄ Θεσ. 1,7.
[48] Α΄ Θεσ. 2,8.
[49] Ι. Γαλάνη, ό.π., σ. 160.
[50] Α΄ Θεσ. 4,3.
[51] Α΄ Θεσ. 1,6∙ 2,13.
[52] Βλ. ακόμη, Α΄ Κορ. 11,23∙ 15,3. Β΄ Θεσ. 3,6. Βλ. Ι. Γαλάνη, Η δευτέρα επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Θεσσαλονικείς, Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 253εξ.
[53] Φόβος Θεού σημαίνει να έχουμε τέτοια ευλάβεια γι’ Αυτόν που να έχει μεγάλη επίδραση στο τρόπο που ζούμε τις ζωές μας. Φόβος Θεού είναι να σεβόμαστε Αυτόν, να υπακούμε Αυτόν, να υποτασσόμαστε στην πειθαρχία Του και να λατρεύουμε Αυτόν με ευλάβεια. Ψαλμοί 34,9∙34,7 ∙112,1-3 ∙25,12-14 ∙31,19 ∙33,18 ∙85,9 ∙103,11 ∙103,13∙103,17∙111,4-5 ∙115,13 ∙128,14 ∙145,19. Παροιμίαι 2,5∙10,27∙14,26∙14,27∙15,33∙16,6∙19,23∙22,4∙23,17. Εκκλησιαστής 8,12-13 ∙12,13-14. Ιερεμίας 10,6-7. Αποκάλυψη 10,6-7. Μαλαχίας 1,6. Ιερεμίας 5,22-24. Πράξεις 9,31. Α΄ Πέτρου 2,17∙10, 1-2∙ 10,34-35. Β΄ Κορινθίους 7,1. Κολοσαείς 3,22. Εβραίους 4, 14-16. Φιλιππησίους 2,5-11. Κατά Ιωάννη 14,23-24.
[54] Α΄ Θεσ. 1,7. Βλ. Ι. Γαλάνη, ό.π., σ. 109.
http://enromiosini.gr