Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΦΡΟΝΟΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥ
1. Ἡ τραγωδία τοῦ
πλούτου
Πολλοὶ ἄνθρωποι
πιστεύουν ὅτι τὰ χρήματα μποροῦν νὰ τοὺς ἐξασφαλίσουν ἄνεση καὶ εὐτυχία. Στὴν
πραγματικότητα ὅμως τὰ πλούτη ἀπὸ μόνα τους δὲν ἀποτελοῦν ἐγγύηση γιὰ
εὐτυχισμένη ζωή. Ἀντίθετα, μᾶλλον προβλήματα δημιουργοῦν καὶ ἀπαιτοῦν πολλὴ
σύνεση καὶ προσοχὴ στὴ διαχείρισή τους. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος
μὲ τὴν πολὺ ἐκφραστικὴ Παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου τοῦ σημερινοῦ
Εὐαγγελίου.
Ζοῦσε κάποτε ἕνας
πολὺ πλούσιος ἄνθρωπος, ἰδιοκτήτης μεγάλων ἐκτάσεων γῆς ποὺ τοῦ ἀπέδιδαν
πολλοὺς καρπούς. Κάποια χρονιὰ λοιπόν, ποὺ ἡ γῆ παρουσίασε ἰδιαίτερα μεγάλη
εὐφορία, τὰ κέρδη τοῦ πλουσίου πολλαπλασιάστηκαν. Ἄρχισαν τότε νὰ τὸν
βασανίζουν οἱ σκέψεις γιὰ τὸ πῶς θὰ διαχειριστεῖ τὰ πλούτη ποὺ ἀπέκτησε. Τί νὰ
κάνω;… ἀναρωτιόταν, «ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;…». Ποῦ θὰ συγκεντρώσω τοὺς
καρπούς μου; Δὲν ἔχω τόσο χῶρο γιὰ νὰ τοὺς ἀποθηκεύσω. Ἀφοῦ σκέφθηκε ὅμως πολύ,
τελικὰ κατέληξε: Αὐτὸ θὰ κάνω. Θὰ γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ κτίσω
μεγαλύτερες καὶ πιὸ εὐρύχωρες κι ἐκεῖ θὰ συνάξω ὅλη τὴ σοδειά μου καὶ τὰ ἀγαθά
μου. Ἔπειτα θὰ πῶ στὴν ψυχή μου: Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, ποὺ εἶναι
ἀποθηκευμένα καὶ σοῦ φτάνουν γιὰ πολλὰ χρόνια. Μὴ σκοτίζεσαι πλέον γιὰ τίποτε,
ἀλλὰ «ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου»· ζῆσε ξένοιαστα καὶ ἀναπαυτικά· φάε,
πιές, γέμισε χαρὰ καὶ ἀπόλαυση…
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ πλούσιος εἶχε πλέον στὴν κατοχή του μεγάλη περιουσία. Μὲ
τὴν τελευταία σοδειὰ ἀπέκτησε χρήματα πολλά. Ἀλλὰ τί κέρδισε τελικά;… Ἀγωνία
καὶ ταραχὴ γιὰ τὸ πῶς θὰ τὰ ἀσφαλίσει καὶ ἐμπλοκὴ σὲ ἀναπάντεχη ταλαιπωρία,
καθὼς ἡ πλεονεξία του τὸν ὁδήγησε στὴν ἀπόφαση νὰ γκρεμίσει τὶς ἀποθῆκες του
καὶ νὰ κτίσει ἄλλες μεγαλύτερες. Αὐτὸ τὸ γκρέμισμα καὶ τὸ κτίσιμο, ὅμως,
σημαίνει ἐντατικὴ ἐργασία, ἀγωνιώδη μέριμνα καὶ περισσότερο ἄγχος. Πῶς νὰ
ἀπολαύσει τὰ πλούτη του κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες;… Πῶς νὰ αἰσθανθεῖ τὴ χαρὰ καὶ
τὴν ἀνάπαυση ποὺ ὀνειρευόταν, ἐνῶ παρέμενε ἐγκλωβισμένος στὴν πλεονεξία καὶ τὸν
ἀτομισμό του;…
Ἂς ἔρθουν τώρα αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν ὅτι ὁ πλοῦτος κάνει τὸν ἄνθρωπο εὐτυχισμένο·
ἂς παρατηρήσουν ὄχι μόνο τὴν ἱστορία τοῦ ἄφρονος πλουσίου τῆς Παραβολῆς, ἀλλὰ
καὶ τὴ ζωὴ αὐτῶν ποὺ προβάλλονται ὡς οἱ πλουσιότεροι ἄνθρωποι τοῦ κόσμου. Καὶ
θὰ διαπιστώσουν μὲ θλίψη πόση δυστυχία κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸ παραπέτασμα τοῦ
πλούτου: διχασμένες οἰκογένειες, δικαστικὲς περιπέτειες, κληρονομικὲς
διαμάχες, ἀτελείωτες δολοπλοκίες καὶ φοβερὰ ἐγκλήματα. Ποιὸς θὰ ἤθελε τέτοια
ζωή; Τί εἶναι καλύτερο; Νὰ ἔχεις τὰ ἀπαραίτητα γιὰ νὰ ζήσεις ἢ νὰ κυνηγᾶς ὅλο
καὶ περισσότερα καὶ τελικὰ νὰ μὴ βρίσκεις ποτὲ ἀνάπαυση καὶ ἡσυχία; Τί νὰ τὰ
κάνεις τὰ πλούτη, ὅταν δὲν μπορεῖς νὰ ἠρεμήσεις ἀπὸ τὸν φόβο τῆς κλοπῆς, τὴν
ἀγωνία τῆς χρεωκοπίας, τὸ ἄγχος γιὰ τὶς ἐπενδύσεις καὶ τὴν αὐξομείωση τῶν
δεικτῶν τοῦ Χρηματιστηρίου;… Τί νὰ τὰ κάνεις τὰ χρήματα, ἀφοῦ δὲν πρόκειται νὰ
τὰ πάρεις μαζί σου ὅταν περάσεις στὴν αἰωνιότητα; Διότι γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους
θὰ ἔρθει αὐτὴ ἡ ὥρα, ὅπως ἦρθε καὶ γιὰ τὸν ἀσύνετο ἐκεῖνο πλούσιο.
2. Ὁ οὐράνιος
θησαυρὸς
Ἐνῶ ὁ πλούσιος
σκεφτόταν τὰ πλούτη του καὶ ὀνειρευόταν νὰ τὰ ἀπολαύσει γιὰ πολλὰ χρόνια,
ἄκουσε μέσα του τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ νὰ τοῦ λέγει: «ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν
σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;»· ἀνόητε ἄνθρωπε, νόμισες
ὅτι ἡ εὐτυχία σου ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ πλούτη σου! Ὁρίστε λοιπόν, τὴ νύχτα αὐτή,
ἐνῶ ἐσὺ φαντάζεσαι διασκεδάσεις καὶ ἀπολαύσεις, ἔρχονται οἱ φοβεροὶ δαίμονες
καὶ ἀπαιτοῦν νὰ πάρουν τὴν ψυχή σου. Σὲ λίγο δηλαδὴ θὰ πεθάνεις. Αὐτὰ λοιπὸν
ποὺ ἑτοίμασες καὶ ἀποταμίευσες, τώρα σὲ ποιὸν θὰ ἀνήκουν; Καὶ ὁ Κύριος κατέληξε
στὸ συμπέρασμα: «οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν». Αὐτὸ θὰ
πάθει καὶ τέτοιο τέλος θὰ ἔχει καὶ καθένας ποὺ θησαυρίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του,
γιὰ νὰ ἀπολαμβάνει ἐγωιστικὰ αὐτὸς καὶ μόνο τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, καὶ δὲν ἀποταμιεύει
μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης στὸν οὐρανὸ θησαυροὺς πνευματικούς.
Ἀφυπνιστικὸ εἶναι τὸ μήνυμα τῆς Παραβολῆς. Μᾶς ἀφυπνίζει διότι μᾶς ὑπενθυμίζει
ὅτι δὲν θὰ μείνουμε γιὰ πάντα στὴ γῆ. Μᾶς περιμένει ἕνας ἄλλος κόσμος: ἡ
αἰωνιότητα! Ἐκεῖ συμφέρει νὰ ἐπενδύουμε. Ἐκεῖ νὰ ἀποταμιεύουμε τοὺς θησαυρούς
μας. Τί νόημα ἔχει νὰ κρατᾶμε τὰ χρήματα γιὰ τὸν ἑαυτό μας; Πουθενὰ δὲν εἶναι
ἀσφαλισμένα, οὔτε στὰ σεντούκια οὔτε στὶς τράπεζες καὶ τὰ χρηματιστήρια. Ἡ μόνη
ἀσφαλὴς ἐπένδυση εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ προσφέρει ἁπλόχερα τὴν
ἐλεημοσύνη, ἀπολαμβάνει πολλαπλὴ ὠφέλεια: τὴ χαρὰ τῆς προσφορᾶς, τὴν
εὐγνωμοσύνη τοῦ πτωχοῦ ἀδελφοῦ καί, τὸ κυριότερο, τοὺς θησαυροὺς τοῦ οὐρανοῦ
ποὺ ὑπόσχεται ὁ δωρεοδότης Κύριος νὰ ἀποδώσει στοὺς ἐλεήμονες πλουσιοπάροχα,
κατὰ τὸ μέγα καὶ πλούσιο ἔλεός Του.
osotir