Εικονογραφικός τύπος, που αναπαριστά τον Ιησού Χριστό ως μικρό παιδί, ξαπλωμένο σε λίκνο, το οποίο συμβολίζει την εκπλήρωση της μεσσιανικής προφητείας που βρίσκεται στους στίχους 9-12 του 49ου κεφαλαίου του βιβλίου της Γενέσεως. Στους αυτούς ο πατριάρχης Ιακώβ εξαγγέλλει την προφητεία που αφορά το μέλλον της φυλής του Ιούδα, από την οποία θα προέλθει ο Μεσσίας και έτσι προμηνύει την έλευση, το Πάθος και την Ανάσταση του.
Σύμφωνα με τη διήγηση
αυτή, ο πατριάρχης Ιακώβ, ενώ ζούσε τις τελευταίες στιγμές της ζωής του στην
Αίγυπτο, όπου είχε μεταβεί για να συναντήσει το χαμένο του γιο Ιωσήφ (Γεν.
46,28-34) και προαισθανόμενος το θάνατό του, συγκέντρωσε τα παιδιά του για να
τους αποκαλύψει την μετέπειτα πορεία του καθενός, καθώς και την εξέλιξη των
δώδεκα φυλών, των οποίων υπήρξαν πρόγονοι και γεννήτορες.
Αρχικά αφού
«παραμερίστηκαν» ο Ρουβήν ο πρωτότοκος και οι δυο επόμενοι γιοι του Ιακώβ,
Συμεών και Λευί, ήρθε η σειρά του τετάρτου γιου του Ιακώβ, του Ιούδα, για να
δεχτεί την ευλογία του πατέρα του. Όμως ο Ιούδας δεν επρόκειτο να λάβει μια
απλή ευλογία, αλλά μια πλούσια, η οποία προέλεγε το μέλλον της φυλής του
δίνοντας της έτσι μια εξέχουσα θέση έναντι των υπολοίπων, διότι από τη φυλή
αυτή επρόκειτο να προέλθει ο Μεσσίας Χριστός όπως πληροφορεί ο ευαγγελιστής
Ματθαίος στον πρόλογο του Ευαγγελίου του (Ματθ. 1,1-17).
Σύμφωνα με τον άγιο
Ιωάννη το Χρυσόστομο, οι στίχοι της βιβλικής διήγησης που περιέχουν την ευλογία
του Ιακώβ: «αναπεσών εκοιμήθης ως λέων και ως σκύμνος˙ τις εγερεί αυτόν; ουκ
εκλείψει άρχων εξ Ἰούδα και ηγούμενος εκ
των μηρών αυτού, έως εάν έλθη τα αποκείμενα αυτώ ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα και ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως
εάν έλθη τα αποκείμενα αυτώ, και αυτός προσδοκία εθνών δεσμεύων προς άμπελον τον
πώλον αυτού και τη έλικι τον πώλον της όνου αυτού· πλυνεί εν οίνω την στολήν
αυτού και εν αίματι σταφυλής την περιβολήν αυτού· χαροποιοί οι οφθαλμοί αυτού
από οίνου, και λευκοί οι οδόντες αυτού η γάλα» (Γεν. 49,9-12) προμηνύουν όλα
όσα αφορούν τον Ιησού Χριστό (P.G. 54,574).
Αν όμως από τους
στίχους της προφητείας αυτής απομονωθούν οι φράσεις «αναπεσών εκοιμήθης ως λέων
και ως σκύμνος» και «τις εγερεί αυτόν;» τότε παρατηρείται ότι, η προφητεία που αφορά τον αναπεσόντα λέοντα
αναφέρεται στο σωτήριο Πάθος του Κυρίου και την ζωηφόρο του Ανάσταση.
Σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας Ωριγένη (P.G. 12,145), Κύριλλο
Αλεξανδρείας (P.G. 69,353) και Ιωάννη Χρυσόστομο (P.G. 54,574), στη φράση του
Ιακώβ «αναπεσών εκοιμήθης ως λέων και ως σκύμνος» προαναγγέλλεται ο εκούσιος
σταυρικός θάνατος και η θεόσωμος Ταφή του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Ο πατριάρχης Ιακώβ
στην αναπαράσταση του «αναπεσόντος» και «κεκοιμημένου», εσκεμμένα, χρησιμοποιεί
την εικόνα του «λέοντος» διότι κανένας δεν τολμά να ξυπνήσει ένα λιοντάρι που
κοιμάται. Στην προκειμένη περίπτωση, το λιοντάρι που κοιμάται δεν είναι ο Ιούδας,
αλλά ο απόγονός του, ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, του οποίου το πανακήρατο σώμα
μετά τη σταυρική του θυσία τοποθετήθηκε με ιδιαίτερη επιμέλεια μέσα στο θεοδόχο
τάφο, όπου και παρέμεινε για τρις ημέρες. Κατά την παραμονή του Σώματος του
Κυρίου στον τάφο ούτε η σήψη, ούτε η φθορά τόλμησε να το αγγίξει, όπως
συμβαίνει με τα κοινά ανθρώπινα σώματα, το σώμα του Χριστού παρέμεινε άφθαρτο.
Η αφθαρτοποίηση αυτή
οφείλεται φυσικά στο γεγονός ότι το σώμα του Χριστού ήταν ενωμένο με τη θεότητα
του Υιού και Λόγου του Θεού «η γαρ σαρξ σου διαφθοράν ουκ είδε Δέσποτα»
(Τροπάριο ε’ ωδής Όρθρου Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου). Ο θάνατος δεν θα μπορούσε
να νικήσει τον Ιησού Χριστό επειδή ο Χριστός, ως Κύριος των πάντων και Κτίστης
Θεός, ήταν πιο δυνατός από τον θάνατο («θανάτω θάνατον πατήσας»). Ο Διάβολος
και ο Άδης θεώρησαν ότι ο θάνατος του Χριστού ήταν όπως ο θάνατος των κοινών
ανθρώπων, όμως δεν υπολόγιζαν ότι το πλήγμα που είχαν επιφέρει εναντίον του όχι
μόνο δεν ήταν θανατηφόρο αλλά συντέλεσε ώστε το θεώμενο σώμα του να αφυπνιστεί
μέσω της Αναστάσεως. Έτσι λοιπόν, στην υμνογραφία της Ορθοδόξου Εκκλησίας,
παρουσιάζεται ο Άδης ως προσωποποιημένος, ομιλών και παραπο-νούμενος να λέει:
«κατελύθη μου η εξουσία˙ συνέφερέ μοι, ει τον εκ Μαρίας γεννηθέντα μη
υπεδεξάμην˙ εδεξάμην θνητόν ώσπερ ένα των θανόντων˙ ελθών γαρ επ ἐμὲ, το κράτος μου έλυσε˙ ψυχάς ας κατείχον
το πριν, Θεός ων ανέστησε˙ τούτον δε κατέχειν, όλως ουκ ισχύω» (Στιχηρά
Ιδιόμελα Εσπερινού Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου).
Συνεχίζοντας, ο Ιακώβ,
την εξαγγελία της προφητείας του αναφέρει: «τις εγερεί αυτόν;» («τον λέοντα;»)
δηλ. ποιος θα τολμήσει να ξυπνήσει το λιοντάρι που κοιμάται; Και σχολιάζει ο
Θεοδώρητος Κύρου ότι όπως το λιοντάρι ακόμα και όταν κοιμάται είναι φοβερό και
επικίνδυνο, έτσι και ο θάνατος του Δεσπότη Χριστού είναι φοβερός για τον θάνατο
και τον Διάβολο (P.G. 80,216-217).
Αν και το ερώτημα του
πατριάρχη Ιακώβ: «τις εγερεί αυτόν;» φαίνεται ότι παραμένει αναπάντητο,
εντούτοις όμως ο υμνογράφος της ακολουθίας του Όρθρου του Αγίου και Μεγάλου
Σαββάτου επαναλαμβάνει το ίδιο ερώτημα «τις εγερεί σε βασιλεύ;» και παρέχει την
απάντηση στο ερώτημα αυτό αναφέροντας: «ανάστηθι αυτεξουσίως» (Στιχηρόν
Ιδιόμελον των Αίνων του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου) συνηγορώντας με τον ιερό
Χρυσόστομο που επισημάνει ότι ο Ιησούς Χριστός έχει εξουσία να παραδώσει την
ψυχή του αλλά και να την ανακτήσει, δηλ. δεν θα χρειαστεί κάποιος να
μεσολαβήσει για να τον αναστήσει (όπως συνέβη με την ανάσταση του Λαζάρου),
αλλά θα αναστηθεί από μόνος του, επειδή ο ίδιος θέλει, δείχνοντας την δύναμη Του
ως Θεός παντοδύναμος (P.G. 54,574).
Η παράσταση του
«αναπεσόντος λέοντος» απαντάται και στο βιβλίο των Αριθμών: «κατακλιθείς
ανεπαύσατο ως λέων και ως σκύμνος· τις αναστήσει αυτόν;» (Αρ.24,9), στα
λεγόμενα του μάντη Βαλαάμ, όπου ο μάντης εξαγγέλλει τις χριστολογικές
προφητείες για τον ισραηλιτικό λαό. Αν και ο μάντης Βαλαάμ παρουσιάζεται ότι
δεν έχει την απαιτούμενη καθαρότητα της ψυχής, εντούτοις οικονόμησε ο Θεός και
από το στόμα του να εξέλθουν προφητικοί λόγοι.
Σε αντίθεση με την
εικόνα του «αναπεσόντος λέοντος» που απαντάται στο Γεν.49,9 όπου προμηνύεται ο
θάνατος και η Ανάσταση του Σωτήρα Χριστού, η εικόνα του «αναπεσόντος λέοντος»
στο Αρ.24,9 αναφέρεται στις μελλοντικές σχέσεις του Ισραήλ με τους γύρω λαούς.
Ο Ισραήλ παρουσιάζεται σαν λιοντάρι πορευόμενο στη «ζούγκλα» χωρίς να
απειλείται από εχθρούς. Έτσι και ο ισραηλιτικός λαός δεν θα φοβάται κανέναν λαό
αντίθετα θα υπερνικά πάντοτε τους αντιπάλους του.
Έτσι λοιπόν ο Σωτήρας
Χριστός ως «αναπεσών λέων εκοιμήθη» χωρίς να τολμήσει ούτε ο θάνατος, ούτε η
φθορά, ούτε η σήψη να αγγίξει το πανακήρατο Σώμα Του, αλλά ούτε και Άδης να
συμπεριλάβει την ψυχή Του και να την εντάξει στο βασίλειό του «ουδέ η ψυχή σου
εις άδου ξενοπρεπώς εγκαταλέλιπται» (τροπάριο ε’ ωδής, κανόνος Όρθρου Αγίου και
Μεγάλου Σαββάτου), διότι η ψυχή του Χριστού που κατήλθε μέχρι τα ταμεία του
Άδου (τροπάριο η’ ωδής, του αυτού κανόνος)
ήταν ενωμένη με την Θεότητα του Υιού και Λόγου του Θεού και «ηγέρθη εκ
τάφου τριήμερος καθώς προείρηκε ότι: καταλύσω τον ναόν και εν τρισίν ημέραις
οικοδομήσω αυτόν» (Μαρκ. 15,29).
Έτσι λοιπόν, ο ιερός Χρυσόστομος λαμβάνοντας αφορμή από το κοσμοσωτήριο γεγονός της εγέρσεως του Σωτήρος Χριστού αναφωνεί: «Πού σου θάνατε το κέντρον; πού σου Άδη το νίκος; Ανέστη Χριστός, και συ καταβέβλησαι. Ανέστη Χριστός και πεπτώκασι δαίμονες. Ανέστη Χριστός, και χαίρουσιν Άγγελοι. Ανέστη Χριστός, και ζωή πολιτεύεται. Ανέστη Χριστός, και νεκρός ουδείς επί μνήματος. Χριστός γαρ εγερθείς εκ νεκρών απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο. Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων, Αμήν» (Ιωάννου Χρυσοστόμου P.G. 59,721).
Θεόδωρος Ρόκας,
Θεολόγος
Υποψήφιος Διδάκτωρ
Ερμηνευτικής Θεολογίας