Είναι γεγονός, ότι τα τρία τελευταία χρόνια, με αφορμή τρεις συμφωνίες ανάμεσα σε ενδιαφερόμενα κράτη στην περιοχή της νότιο-ανατολικής Μεσογείου, ειδικότερα την Αίγυπτο, την Κύπρο, τον Λίβανο και το Ισραήλ, για οριοθέτηση της παρακείμενης ή απέναντι θαλάσσιας περιοχής που προσδιορίζει τα θαλάσσια συνορά τους, έχει ξεσπάσει μια έντονη παραφιλολογία σχετικά με τη δυνατότητα της Ελλάδας να συμπράξει στην όλη αυτή διακρατική ρύθμιση. Ως γνωστόν στην ίδια αυτή περιοχή γειτνιάζουν επίσης η Τουρκία, η Συρία και η Ελλάδα. Έμμεσο ενδιαφέρον έχει και η Λιβύη, ειδικότερα για τις απέναντι με την Ελλάδα ακτές της στην περιοχή της νότιας Κρήτης. Τα εφτά αρχικά αυτά μεσογειακά κράτη, με στόχο τη συνολική ρύθμιση της οριοθέτησης της υποθαλάσσιας περιοχής, που με βάση το διεθνές δίκαιο της θάλασσας αφορά στη εξερεύνηση και εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, θα έπρεπε να είχαν ανοίξει έναν διάλογο με σκοπό την αποφυγή της παραβίασης των σχετικών κανόνων του διεθνούς δικαίου που θα μπορούσε να προκύψει από μεμονωμένες ενέργειες, αλλά και αμφισβητήσεις που θα μπορούσαν να προέλθουν ακόμα και από διμερείς συμφωνίες που αγγίζουν όμως τα θαλάσσια σύνορα άλλων όμορων ή απέναντι κρατών. Ασφαλώς, το ενδιαφέρον άμεσης εκμετάλλευσης των υποθαλάσσιων φυσικών πόρων, σε συνδυασμό με τη γενικότερη διεθνή οικονομική κρίση, τη διαρκή αύξηση των τιμών των υδρογονανθράκων και με δεδομένο ότι ορισμένα κράτη στην ευρύτερη αυτή περιοχή έχουν δείξει μέχρι στιγμής απόλυτα αδιάλλακτη στάση ώστε να επιτευχθεί μια γενικότερη συμφωνία (βλ. περίπτωση Τουρκίας), οδήγησε σε μια πρώτη συμφωνία της Αιγύπτου με την Κύπρο για οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης τους ανάμεσα στις απέναντι στην περιοχή ακτές τους.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να τονιστεί ότι «ο σαφής προσδιορισμός των ορίων των ζωνών εθνικής δικαιοδοσίας των κρατών αποτελεί για τη διεθνή κοινότητα σημαντικό συμπληρωματικό στοιχείο εξασφάλισης των απαραίτητων εκείνων δεδομένων που συνυπολογίζονται για την εγκαθίδρυση της παγκόσμιας ειρήνης, μέσω της αποφυγής διμερών τις περισσότερες φορές τριβών» [1].
Η τελευταία μεγάλη διεθνής διαπραγμάτευση για την υιοθέτηση των νέων κανόνων που διέπουν τη ρύθμιση των σχέσεων ανάμεσα στα κράτη στον ευρύτερο θαλάσσιο και ωκεάνιο χώρο, η οποία στέφθηκε με επιτυχία με την υιοθέτηση (1982) και την έναρξη ισχύος (1994) της Σύμβασης του Μοντέγκο Μπαίυ για το Δίκαιο της Θάλασσας, αναφέρεται στην περίπτωση, επίσης, των Κλειστών ή Ημίκλειστων Θαλασσών, αλλά και σε εκείνην του νεοσύστατου θεσμού της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) [2]. Στην πρώτη από τις δύο αυτές περιπτώσεις, η παρεπόμενη γεωπολιτική θέση του οποιουδήποτε κράτους συνεπικουρούμενη, σε επίπεδο εθνικής διεκδίκησης ειδικών ευνοϊκών ρυθμίσεων και από την ιδιαίτερη στρατηγική του θέση, υπαγορεύουν τη σύμπλευση ή και ένταξή του σε ομάδες, συμμαχίες, σε ειδικευμένους οργανισμούς διεθνούς, περιφερειακού ή μη χαρακτήρα.
Αναμφισβήτητα, το λεγόμενο Νέο Δίκαιο της Θάλασσας διακρίνεται, λοιπόν, από έναν έντονο περιπτωσιακό χαρακτήρα που έχει σχέση με θέματα που ενδιαφέρουν και την κατεξοχήν γεωγραφική και γεωπολιτική προσέγγιση των επιμέρους θέσεων των κρατών. Δύο κατηγορίες φαίνεται να διαμορφώνονται με τη σειρά τους από τη φύση της σημαντικής αυτής ιδιατερότητας. Πρόκειται για κατηγορίες, οι οποίες θα οδηγήσουν τα κράτη στη συσπείρωση σε ειδικές ομάδες πίεσης στον τομέα διαμόρφωσης, διεκδίκησης και στη συνέχεια εφαρμογής καθόλα θετικών για τα εθνικά τους συμφέροντα θέσεων.
Αναλυτικότερα, η πρώτη κατηγορία αφορά σε στοιχεία αναφορικά με τη γεωγραφική θέση των κρατών και κυρίως σε συνδυασμό με τις γεωμορφολογικές ιδιαιτερότητες των ακτών τους με έμφαση ειδικότερα στον υποθαλάσσιο χώρο του παρακείμενου βυθού και του υπεδάφους του (βλ. υφαλοκρηπίδα). Η δεύτερη κατηγορία σχετίζεται με τον οικονομικό κυρίως παράγοντα και ειδικότερα με τις οικονομικές δραστηριότητες των κρατών στο θαλάσσιο χώρο, με ιδιαίτερη έμφαση στον τομέα της εμπορικής ναυσιπλοΐας, της αλιείας και της off shore εξόρυξης πετρελαίου.
Η Μεσόγειος θάλασσα αποτελεί τη σημαντικότερη περιφερειακή θάλασσα στον Πλανήτη [3]. Γεωγραφικώς, η Μεσόγειος αποτελεί, επίσης, ένα καθόλα ιδιαίτερο θαλάσσιο σύνολο επιμέρους θαλάσσιων περιοχών, οι οποίες και αποτελούν από μόνες τους μικρότερα θαλάσσια υπό-σύνολα, με κυρίαρχο εκείνο της Μαύρης Θάλασσας, συμπεριλαμβανομένης της Αζοφικής, το οποίο και προεκτείνεται προς την κεντρική Μεσόγειο μέσω των στενών του Βοσπόρου, και των Δαρδανελίων, αλλά και τις περιοχές του Αιγαίου, της Αδριατικής κλπ, ενώ, το γεωμορφολογικό της υπόβαθρο τη διακρίνει σε δύο μεγάλες υποθαλάσσιες λεκάνες, τη δυτική και την ανατολική [4]. Παράλληλα, η Μεσόγειος ανήκει στις θαλάσσιες εκείνες περιοχές με πλήρη τα χαρακτηριστικά της ημίκλειστης Θάλασσας. Η κατάταξη της Μεσογείου στην κατηγορία αυτή προτάθηκε ήδη από το 1979, από την Πράξη 111 της συνόδου των Τοπικών και Περιφερειακών Αρχών του Συμβουλίου της Ευρώπης [6].
Σύμφωνα με το άρθρο 122 της Σύμβασης του Μοντέγκο Μπαίυ: «κλειστή ή ημίκλειστη θάλασσα είναι κόλπος, λεκάνη ή θάλασσα που περιβάλλεται από δύο ή περισσότερα κράτη και συνδέεται με άλλη θάλασσα ή με ωκεανό με μια στενή λωρίδα ή που αποτελείται εξ ολοκλήρου ή κατ’ εξοχήν από τις αιγιαλίτιδες ζώνες και τις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες δύο ή περισσότερων κρατών»[7].
Πολλά κράτη, κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης για το καθεστώς των κλειστών ή ημίκλειστων θαλασσών προσπάθησαν να εξασφαλίσουν προνομιακά δικαιώματα λόγω της εγγενούς γεωμορφολογικής δυσκολίας πλήρους ανάπτυξης των δικαιωμάτων τους η οποία εξαρτάται και από την καθόλα μειονεκτική γεωγραφική θέση τους σε σχέση με απέναντι ή όμορες ακτές άλλων γειτονικών στην ίδια περιοχή κρατών. Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας προτίμησε, όμως, να αφιερώσει για τα κράτη αυτά [8] μια περιορισμένη όσο και ιδιαίτερη ρύθμιση, απαλλάσσοντας το καθεστώς για τις κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες από προβλέψεις που θα ανέτρεπαν όλες τις εθιμικές όσο και στέρεες συμβατικές ρυθμίσεις που αφορούν στην οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών εθνικής δικαιοδοσίας. Έτσι, το αμέσως επόμενο άρθρο 123 της Σύμβασης αναφέρεται στη συνεργασία μεταξύ των παράκτιων κρατών σε κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες, προτρέποντας ουσιαστικά τα ενδιαφερόμενα στην περιοχή κράτη να συντονίζουν τις όποιες απαραίτητες ενέργειές τους με στόχο τη διαχείριση, διατήρηση, έρευνα και εκμετάλλευση των βιολογικών πόρων της θάλασσας, την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και την προώθηση της θαλάσσιας επιστημονικής έρευνας.
Συμπερασματικά, η περίπτωση των ρυθμίσεων περί κλειστών ή ημίκλειστων θαλασσών, δεν αφορά, σε καμία απολύτως περίπτωση, στην οριοθέτηση των ζωνών εθνικής δικαιοδοσίας των κρατών, πόσω μάλλον και των υποθαλάσσιων περιοχών ανάμεσα στα όμορα ή απέναντι κράτη, καθεστώς που άπτεται εκείνου της υφαλοκρηπίδας. Από τα είκοσι ένα συνολικά παράκτια μεσογειακά κράτη, επτά γειτονεύουν άμεσα στην περιοχή της νότιο-ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, με κυρίαρχη την παρουσία της Αιγύπτου και μικρότερο σε έκταση κράτος την Κύπρο, που μαζί με τη Μάλτα αποτελούν τα μοναδικά νησιωτικά κράτη της περιοχής [9]. Από τα κράτη αυτά σημαντικότερο σε επίπεδο συνολικού μήκους ακτών είναι η Ελλάδα [11] και μικρότερο η Συρία και αμέσως μετά ο Λίβανος. Ενώ, σε επίπεδο μήκους ακτών, αποκλειστικά στην περιοχή αυτή, δεσπόζει η παρουσία της Τουρκίας, με ακτογραμμή της τάξης των 1.577 χμ, απέναντι στη νησιωτική στην περιοχή Ελλάδα, την Κύπρο και την όμορή της Συρία [12].
Στο βυθό και το υπέδαφος της υποθαλάσσιας περιοχής της νοτιο-ανατολικής μεσογειακής λεκάνης έχουν εντοπιστεί τελευταίως σημαντικά αποθέματα υδρογονανθράκων (πετρέλαιο, φυσικό αέριο) και όχι μόνον (βλ. και περίπτωση υδριτών, ή ενυδατωμένων υδρογονανθράκων). Αυτό αποτελεί και την κύρια αιτία της εναγώνιας προσπάθειας των ενδιαφερόμενων στην περιοχή κρατών για άμεση οριοθέτηση των ζωνών εθνικής δικαιοδοσίας τους και προσδιορισμό των κυριαρχικών κατά το διεθνές δίκαιο δικαιωμάτων τους επί των φυσικών πόρων του βυθού και του υπεδάφους της θαλάσσιας αυτής περιοχής, με στόχο πάντα τον άμεσο εντοπισμό των σχετικών κοιτασμάτων αλλά και την ταχύτερη δυνατή εκμετάλλευσή τους [14].
Από την πλευρά της αποδοχής και εφαρμογής των κανόνων του διεθνούς δικαίου της θάλασσας θα πρέπει να σημειωθεί ότι από τα επτά ενδιαφερόμενα στην περιοχή κράτη, δύο, το Ισραήλ και η Τουρκία είχαν καταψηφίσει τη Σύμβαση του Μοντέγκο Μπαίυ (1982). Εντούτοις, οι προσπάθειες εφαρμογής συγκεκριμένων διατάξεών της, εντοπίζονται ήδη από το 1986, όπου η Τουρκία οριοθετεί με την τότε ΕΣΣΔ την ΑΟΖ της στη Μαύρη Θάλασσα, ενώ και οι δύο χώρες, όπως και όλες οι υπόλοιπες, διαθέτουν στην ίδια περιοχή αιγιαλίτιδα ζώνη της τάξης των 12 ναυτικών μιλίων, εξαιρουμένης μόνον της Ελλάδας που αποτελεί και τη μοναδική χώρα που διατηρεί στην περιοχή της νότιο-ανατολικής Μεσογείου την ελάχιστη πλέον διεθνώς αιγιαλίτιδα ζώνη της τάξης των 6 νμ [15]. Μέχρι σήμερα το σύνολο περίπου των είκοσι ενός κρατών της Μεσογείου συμπεριλαμβανομένων επίσης και των παράκτιων κρατών της Μαύρης Θάλασσας έχουν επιδείξει έντονο ενδιαφέρον ανάπτυξης πολιτικών συνεργασίας σε επίπεδο πάντα της καλλιέργειας ιδιαίτερων σχέσεων καλής γειτονίας, με αποτέλεσμα ελάχιστες θαλάσσιες περιοχές να παραμένουν δίχως οριοθετική ρύθμιση. Μοναδική ουσιαστικά περίπτωση αποτελεί η διαρκής άρνηση της Τουρκίας να αποδεχτεί τις ρυθμίσεις του διεθνούς δικαίου της θάλασσας αναφορικά κυρίως με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας επιλεκτικά για την περιοχή του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένης και της γεωγραφικής επέκτασης στην περιοχή της νότιο-ανατολικής Μεσογείου λόγω της παρουσίας του ελληνικού νησιωτικού συμπλέγματος του Καστελόριζου και της Στρογγύλης στην περιοχή. Η διαμάχη αυτή ανάμεσα στις δύο χώρες, Ελλάδα - Τουρκία, συντηρείται σκοπίμως από την πλευρά της Τουρκίας ήδη από το 1973, εντασσόμενη σε ένα ευρύτερο φάσμα τουρκικών διεκδικήσεων σε βάρος των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων κυρίως στο Αιγαίο και επιδιώκοντας την πλήρη ανατροπή του status quo [16].
Τα τρία τελευταία χρόνια αναπτύχθηκε στην περιοχή της νότιο-ανατολικής Μεσογείου μια προσπάθεια οριοθέτησης ΑΟΖ ανάμεσα αρχικά στην Αίγυπτο και την Κύπρο [17], στη συνέχεια την Κύπρο και το Λίβανο και τελευταία την Κύπρο και το Ισραήλ. Η αντίδραση της Τουρκίας υπήρξε άμεση και εν πολλοίς απειλητική κυρίως για την Κύπρο. Και τούτο διότι, εκκρεμούσης της επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος, η Τουρκία αρνείται, επίσης, την οποιαδήποτε ρύθμιση στην περιοχή που θεωρητικά θα έβλαπτε τα εθνικά της συμφέροντα, με γνώμονα την όποια αυθαίρετη χάραξη οριοθετικών γραμμών που θα της επέτρεπε να ξεπεράσει τη θέση του γεωγραφικώς μειονεκτούντος στην περιοχή κράτους, υπέρ μιας μαξιμαλιστικής ρύθμισης σε βάρος της Κύπρου, αλλά και κυρίως σε βάρος της Ελλάδας. Έτσι, προωθώντας μια αυθαίρετη όσο και contra legem οριοθέτηση, η οποία αγνοεί εντελώς τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου επί της υφαλοκρηπίδας της από την πλευρά των δυτικών ακτών της και αντιστοίχως της Ελλάδας από την πλευρά των ανατολικών ακτών της Δωδεκανήσου, αλλά και της Καρπάθου και της Κάσου, διεκδικεί πλήρη κατοχύρωση του μέγιστου στην περιοχή θαλάσσιου και υποθαλάσσιου χώρου. Ενώ, συμπληρωματικά, δεν δέχεται και την πλήρη επήρεια του Καστελόριζου και της Στρογγύλης σε επίπεδο υφαλοκρηπίδας έξω από το περιορισμένο σημερινό όριο της αιγιαλίτιδας ζώνης των 6 νμ. Θέση η οποία παρασύρει και την περίπτωση της ΑΟΖ στο πλαίσιο ενδεχόμενης οριοθέτησής της με βάση την πολιτική βούληση, όπως αυτή έχει εκφραστεί, των άλλων απέναντι στην περιοχή κρατών και κυρίως της Αιγύπτου.
Σε αντίθετη περίπτωση, η σωστή εφαρμογή των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας θα μπορούσε εκ του ασφαλούς να οδηγήσει σε μια δίκαιη οριοθέτηση η οποία, σεβόμενη πλήρως τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της περιοχής (γεωγραφικώς μειονεκτούσα θέση της Τουρκίας, άρθρο 70 της Σύμβασης του 1982) και κυρίως τη δυνατότητα των νησιωτικών εδαφών σε πλήρη απολαβή όλων των θαλάσσιων ζωνών εθνικής δικαιοδοσίας (άρθρο 121, παρ. 2 της Σύμβασης του 1982) [19], θα εξασφάλιζε την ειρήνη και σταθερότητα στην περιοχή. Οι μέχρι σήμερα πρόσφατες, όπως αναφέρθηκε, συμφωνίες ανάμεσα στα άλλα ενδιαφερόμενα στην περιοχή κράτη (Αίγυπτο, Κύπρο, Λίβανο και Ισραήλ) εφαρμόζοντας πλήρως τις σχετικές διατάξεις της Σύμβασης του 1982 καταδεικνύουν τη βούληση για προώθηση μιας παρόμοιας πολιτικής διαρκούς συνεργασίας ευρύτερου περιφερειακού χαρακτήρα.
Τέλος, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η μη ανακήρυξη ΑΟΖ από πλευράς Ελλάδας δεν περιορίζει ούτε στο ελάχιστον τα πλήρη κυριαρχικά δικαιώματά της στον υποθαλάσσιο χώρο (βυθό και υπέδαφος), τα οποία κατοχυρώνονται πλήρως από το καθεστώς της υφαλοκρηπίδας. Με δεδομένο ότι η ΑΟΖ αποτελεί, σε περίπτωση που το παράκτιο κράτος το επιθυμεί (βλ. προϋπόθεση ανακήρυξής της), την ενδεχόμενη επέκταση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του και στην υπερκείμενη του βυθού κολλώνα νερού, με στόχο τον πλήρη έλεγχο κυρίως της αλιείας, αλλά και της παραγωγής ενέργειας (βλ. άρθρο 56 της Σύμβασης του 1982), τα κυριαρχικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας υφίστανται για το παράκτιο κράτος εξ υπαρχής (ab initio) και αυτοδίκαια (ipso facto) ανεξάρτητα από την όποια ρητή διακήρυξη (βλ. άρθρο 77 της Σύμβασης του 1982) [20], ενώ, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να επεκταθούν και πέραν του ορίου των 200 ναυτικών μιλίων της ΑΟΖ. Με απλά λόγια, όλα τα παράκτια κράτη διαθέτουν υφαλοκρηπίδα τόσο για τα ηπειρωτικά τους εδάφη όσο και για τα νησιωτικά, ενώ ΑΟΖ διαθέτουν μόνον εκείνα που το επιθυμούν. Άλλωστε, όπως σαφέστατα διαπίστωσε το Διεθνές Δικαστήριο το 1985 στην υπόθεση οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας Λιβύης – Μάλτας, «…τα δικαιώματα στον υποθαλάσσιο χώρο (βυθό και υπέδαφος) της ΑΟΖ ορίζονται σε πλήρη αναφορά με το καθεστώς της υφαλοκρηπίδας». Και πιο ξεκάθαρα ακόμη, όπως το ίδιο πάντα Δικαστήριο υπογραμμίζει συμπληρωματικά «…αν και είναι δυνατή η ύπαρξη υφαλοκρηπίδας χωρίς ΑΟΖ δεν είναι δυνατό να υπάρξει ΑΟΖ χωρίς αντίστοιχη υφαλοκρηπίδα».
Συμπερασματικά, η Ελλάδα, ανεξάρτητα από την ανακήρυξη ΑΟΖ, η υιοθέτηση της οποίας ασφαλώς και θα ήταν υπέρ της στην περίπτωση επίτευξης σχετικών διακρατικών συμφωνιών ιδιάιτερα στην περιοχή της νότιο-ανατολικής Μεσογείου, αναφορικά με την κατοχύρωση των πλήρων κυριαρχικών δικαιωμάτων της στον υποθαλάσσιο χώρο, με στόχο την εξερεύνηση και εκμετάλλευση των εκεί ευρισκόμενων φυσικών πόρων, καλύπτεται απόλυτα από το καθεστώς της υφαλοκρηπίδας. Έτσι, η μη ανακήρυξη ΑΟΖ δεν θα πρέπει να αποτελεί σήμερα εθνικό συγχωροχάρτι για τη μη διεκδίκηση και κατοχύρωση των αδιαμφισβήτητων κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, παραπέμποντας σε καθόλα περίεργες πολιτικές και περαιτέρω αναβολής δραστικής επίλυσης των όποιων σχετικών προβλημάτων. Η δε Τουρκία θα πρέπει να αποδεχτεί τη γεωγραφική της θέση σε σχέση και με την ύπαρξη άλλων γειτονικών στην περιοχή κρατών και να εγκαταλείψει το συντομότερο δυνατόν την όποια εμμονή της σε πολιτικές ξεπερασμένες. Στόχος της θα πρέπει να είναι η πλήρης συμμετοχή της σε μια σφαιρικότερη περιφερειακή στρατηγική που θα αποσκοπεί στη διατήρηση της ειρήνης, μέσα από την οικοδόμηση μέτρων συνεργασίας σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν στην από κοινού ανάδειξη και εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων φυσικών πόρων της νότιο-ανατολικής Μεσογείου.
newsnow