Εἰς τὸ Παρίσιον ἦτον ἕνας ἐνάρετος κληρικὸς σοφὸς ἄνθρωπος, ὅστις μὲ τὴν καλλιγραφίαν ἐπορεύετο. Οὗτος οὖν ὁ ἁγιώτατος ἄνθρωπος εἶχε πολλὴν εὐλάβειαν εἰς τὴν Παναγίαν, καὶ ἐπεθύμα νὰ ἰδῇ εἰς τοῦτον τὸν κόσμον τὴν ἔνδοξον αὐτῆς ὡραιότητα. Ἔχοντας οὖν τὸν πόθον αὐτὸν ἱκανὸν καιρόν, καὶ πολλάκις περὶ τούτου τῷ Θεῷ προσευξάμενος, ἐπήκουσεν αὐτοῦ ὁ τὸ θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτὸν ποιῶν Κύριος, καὶ ἦλθεν Ἄγγελος οὐρανόθεν, καὶ λέγει του.
Ἡ Βασίλισσα τῆς οἰκουμένης ἐπήκουσε τῆς δεήσεώς σου, καὶ ἀπέστειλέ με νὰ σοῦ εἰπῶ νὰ ἑτοιμασθῇς, καὶ τὴν Κυριακὴν τῇ ὥρᾳ τοῦ Ὄρθρου ἔρχεται νὰ τὴν ἰδῇς, πόσην ὡραιότητα ἔχει, καὶ πάλιν ὄχι ὁλοκλήρως, καθὼς εἶναι εἰς τοὺς Οὐρανούς, ἀλλὰ ὅσον χωρεῖ νὰ ἰδῇ ἡ φύσις τῆς ἀνθρωπότητος· πλὴν γίνωσκε, ὅτι ἀπὸ τὴν τόσην λαμπρότητα ἔχεις νὰ ὑστερηθῇς τοῦ φωτὸς νὰ μείνῃς ὁλότυφλος. Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο. Μετὰ χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως στέργω νὰ ζημιωθῶ τὸ πρόσκαιρον φῶς, μόνον νὰ καταξιωθῶ νὰ ἰδῶ τὴν γλυκυτάτην ὄψιν καὶ λαμπρότητα τῆς Κυρίας μου.
Ἀφοῦ δὲ ὁ Ἄγγελος ἀνεχώρησεν, ἔμεινεν ὁ Κληρικὸς διαλογιζόμενος, καὶ ἐδίσταζεν ἀπὸ ὀλιγοπιστίαν, λέγων ταῦτα καθ’ ἑαυτόν. Πῶς νὰ πορεύσω τὴν ζωήν μου τυφλός, ὁποῦ δὲν δύναμαι πλέον νὰ γράφω, ἢ νὰ κάμνω ἄλλην ὑπηρεσίαν τοῦ σώματος· Ταῦτα ἐνθυμούμενος ἐμελέτα νὰ κλείσῃ τὸν ἕνα ὀφθαλμόν, καὶ μὲ τὸν ἄλλον νὰ ἴδῃ τὴν Ὑπεραγίαν, διὰ νὰ μὴ τυφλωθῇ τελείως. Ὅταν οὖν ἦλθεν ἡ ὡρισμένη ὥρα, ἐπέστη ἐνώπιον αὐτοῦ ἡ Παντάνασσα μὲ τοσαύτην λάμψιν καὶ ὡραιότητα, ὁποῦ γλῶσσα ἀνθρώπου δὲν δύναται νὰ εἰπῇ οὔτε νὰ καταλάβῃ. Ἀφοῦ γοῦν τὴν ἐστοχάσθη ὀλίγον διάστημα μὲ τὸ ἕνα ὄμμα, ἐκπληττόμενος τοιαύτην δόξαν καὶ τοιαύτην μεγαλοπρέπειαν, ἤνοιξε καὶ τὸν ἕτερον ὀφθαλμόν, διὰ νὰ ἀπολαύσῃ περισσοτέραν εὐφροσύνη καὶ ἀγαλλίασιν· ἀλλὰ παρευθὺς ἀνελήφθη ἡ Δέσποινα. Αὐτὸς δὲ ἔμεινε μονόφθαλμος· ἤγουν τὸ ἕνα, ὁποῦ εἶχε κλεισμένον, ἔμεινε ὑγιὲς καὶ τὸ ἄλλο, ὁποῦ εἶδε τὴν λάμψιν ἐτυφλώθη ὁλότελα. Τότε γοῦν μεμφόμενος τὴν ὀλιγοπιστίαν αὐτοῦ, ἐκατηγόρα τοῦ λόγου του λέγοντας. Οἴμοι τῷ ἄφρονι, πῶς ὑστερήθην τοιαύτης δόξης καὶ ἀπολαύσεως; διατί νὰ μὴ κυττάξω μὲ τὰ δύο ὄμματα, νὰ ἀπολαύσω τοσαύτην ἡδύτητα, καὶ ἂς ἤθελα μείνῃ ὁλότυφλος; ὢ Θεέ μου ἀξίωσόν με νὰ τὴν ἰδῶ ἄλλην μίαν φοράν, καὶ ἂς ὑστερηθῶ καὶ τὸ ἐπίλοιπον φῶς. Ἔκαμεν οὖν προσευχὴν πολλάκις πρὸς τὴν Παρθένον μετὰ δακρύων καὶ νηστειῶν δεόμενος νὰ τοῦ ἐμφανισθῇ δεύτερον. Τότε πάλιν ἔρχεται Ἄγγελος Κυρίου, καὶ λέγει του· Ἡ Παντάνασσα εὐσπλαγχνίσθη τὸν πόνον σου καὶ τὰ δάκρυα, καὶ καταδέχεται νὰ ἔλθῃ πάλιν νὰ τὴν ἰδῇς, ἐπειδὴ στέργεις νὰ μείνῃς ὁλότυφλος δι’ ἀγάπην της. Ὁ δὲ εἶπεν· Ὑπερευχαριστῶ τὴν χάριν της, καὶ προσκυνῶ, καὶ δοξάζω την, ὁποῦ μοῦ κάμνει τοσαύτην εὐεργεσίαν, καὶ οὐ μόνον τὸ φῶς τῶν ὀμμάτων νὰ ζημιωθῶ, ἀλλὰ καὶ χεῖρας καὶ πόδας καὶ τὰ λοιπὰ μέλη τοῦ σώματος, καὶ αὐτὴν τὴν πρόσκαιρον ζωὴν στέργω νὰ ὑστερηθῶ, μόνον νὰ ἰδῶ τὴν Κυρίαν μου· Λέγει του ὁ Ἄγγελος· Διὰ ταύτην σου τὴν εὐλάβειαν ἠξιώθης νὰ ἰδῇς τὴν Δέσποιναν αὔριον, καὶ οὐ μόνον νὰ μὴν ὑστερηθῇς αὐτοῦ τοῦ φωτός, ἀλλὰ καὶ τὸ ἄλλο ὄμμα νὰ ἀπολαύσῃς, διὰ νὰ τὴν ἴδῃς μετὰ ἀμφοτέρων τῶν ὀφθαλμῶν ἐναργέστερον, νὰ εὐφρανθῇ ἡ καρδιά σου. Καὶ οὕτως ἐγένετο, καὶ ἐνεφανίσθη αὐτῷ ἡ Δέσποινα. Ὁ δὲ ἀπὸ τὸ περισσὸν φῶς, ὁποῦ εἶδεν, ἔπεσε πρηνὴς ἐπὶ τῆς γῆς, ὥσπερ ποτὲ οἱ Ἀπόστολοι ἐν τῷ Θαβωρίῳ· Ἔπειτα τοῦ ἔδωσε χάριν καὶ δύναμιν ἡ Ὑπεραγία, φωτίσασα αὐτὸν ψυχῇ τε καὶ σώματι, καὶ ἐγερθεὶς εὑρέθη μὲ τὰ δύο ὄμματα καὶ τὴν ἔβλεπεν ὥραν ἱκανὴν εὐφραινόμενος. Καὶ οὕτως ἡ μὲν ἀνῆλθεν εἰς οὐρανούς, ὁ δὲ ἔμεινεν εὐχαριστῶν τὴν τοσαύτην εὐεργεσίαν· καὶ διαβιώσας τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς αὐτοῦ ἐν ἐναρέτῳ πολιτείᾳ ἀπῆλθεν εἰς τὰς αἰωνίους μονάς· Ὧν ἀξιωθείημεν καὶ ἡμεῖς ταῖς αὐτῆς τῆς ὑπερενδόξου Δεσποίνης πρεσβείαις, καὶ πάντων τῶν Ἁγίων. Ἀμήν.
ΠΗΓΗ : Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία, Εκ της Ελληνικής Τυπογραφίας του Φοίνικος, Εν Βενετία, 1851, σελ. 318 κ.ε.
http://tribonio.blogspot.gr