π. Δημητρίου Μπόκου
Φτάσαμε ξανά στις ημέρες των Χριστουγέννων, που τις περιμένουν
οι Χριστιανοί για να εκδηλώσουν μια πολύ κακή τους συνήθεια: Να δείξουν τη
φιλανθρωπική τους διάθεση.
Μα, θα ρωτήσει κάποιος, είναι κακό πράγμα αυτό; Δεν πρέπει να έχουμε φιλάδελφα αισθήματα; Βεβαιότατα! Πού είναι λοιπόν το κακό; Στο ότι τα έχουμε κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα μόνο. Τον υπόλοιπο χρόνο οι φτωχοί δεν υπάρχουν για μας. Ζούμε αγνοώντας τους. Το πώς τα βγάζουν πέρα, το αν ζουν ή πεθαίνουν, μας απασχολεί από ελάχιστα έως καθόλου. Είναι πράγμα αδιάφορο για μας.
Όμως, όταν έρχονται Χριστούγεννα, θυμούμαστε. Τότε γινόμαστε
ευαίσθητοι. Σκεφτόμαστε ότι υπάρχουν και άνθρωποι που υποφέρουν, που δεν έχουν
να φάνε, που τουρτουρίζουν στην παγωνιά. Και επειδή θέλουμε να γιορτάσουμε
«πνευματικά» τα Χριστούγεννα, πετάμε ένα ξεροκόμματο και σ’ αυτούς. Όχι γιατί
ξύπνησε ξαφνικά το ενδιαφέρον μας για τα προβλήματά τους. Όχι γιατί μας
κατέκλυσε η αγάπη γι’ αυτούς. Αλλά για να κατασιγάσουμε τη δική μας συνείδηση
που υπνώττει ολοχρονίς. Κάνουμε το «καθήκον» μας απέναντί τους, για να
ξεμπλέξουμε το γρηγορότερο από αυτούς και να βυθιστούμε απερίσπαστοι, χωρίς
τύψεις, στο γιορτινό μας αποκάρωμα. Ξεγελούμε με ένα «κόκκαλο» την πείνα τους,
για να δώσουμε το άλλοθι στον εαυτό μας να συνεχίσει «εν κραιπάλη και μέθη» τη
ναρκισσιστική του αποχαύνωση, απαλλαγμένος από ενοχλητικά συνειδησιακά ξεβολέματα.
Η έκτακτη γιορτινή φιλαδελφία μας είναι το ντροπιαστικό καμουφλάζ της
καθημερινής αναίσχυντης αδιαφορίας μας.
Και μην αρχίσουμε βέβαια ξανά και ξανά το γνωστό τροπάριο,
«φτωχοί είμαστε κι εμείς, τί να δώσουμε στους άλλους;» Δεν χρειάζεσαι λεφτά,
για να έχεις ενδιαφέρον.
«Γιατί είμαι τόσο φτωχός;» ρώτησε κάποιος έναν σοφό. «Γιατί
δεν έχεις μάθει να δίνεις», απάντησε ο σοφός. «Αφού δεν έχω τίποτε να δώσω!»
ανταπάντησε ο φτωχός. «Και όμως έχεις κάτι να δώσεις. Με το πρόσωπο μπορείς να
δώσεις ένα χαμόγελο. Με το στόμα να παρηγορήσεις ή να επαινέσεις. Με την καρδιά
σου να δώσεις αγάπη. Με τα μάτια να κοιτάξεις με καλοσύνη. Με το σώμα σου να
βοηθήσεις. Στην πραγματικότητα δεν είσαι φτωχός. Γιατί πραγματική φτώχεια είναι
μόνο η φτώχεια του πνεύματος».
Το ενδιαφέρον σου, τα καλά σου αισθήματα για τον άλλον τα
θάβει μόνο η αδιαφορία. Όχι η φτώχεια σου. Η αδιαφορία καταντάει την καρδιά σου
λίθινη. Αυτή και μόνο ήταν άλλωστε η αιτία για τη μεταθανάτια καταδίκη του
πλουσίου στην παραβολή του φτωχού Λαζάρου. Ο Χριστός δεν του καταλογίζει καμμιά
άλλη κακότητα, καμμιά κακόβουλη εσκεμμένη ενέργειά του. Ένα μόνο γεγονός λάμβανε
χώρα καθημερινά: Ο πλούσιος ζούσε «ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς». Μέρα-νύχτα
καλοπερνούσε, αγνοώντας παντελώς τον φτωχό που κειτόταν στην πόρτα του
άρρωστος. Η αδιαφορία του και μόνο ήταν που τον καταβαράθρωσε «εν τω άδη».
Λέει όμως το Ευαγγέλιο, ότι με τη Χάρη του Χριστού είμαστε
πλέον ένα σώμα. Αφότου βαπτισθήκαμε Χριστιανοί, «εν σώμα οι πολλοί εσμεν».
Συνεπώς, δεν είμαστε ξένοι μεταξύ μας, αλλά «αλλήλων μέλη». Πώς μπορεί λοιπόν να
αδιαφορεί το ένα μέλος για το άλλο; Για να λειτουργεί το σώμα σωστά, πρέπει τα
μέλη να είναι όλα σε άρρηκτη και αρμονική σχέση μεταξύ τους.
Κάποιος άγιος έλεγε: «Ο καθένας οφείλει τα προβλήματα του
πλησίον να τα κάνει δικά του και σε όλα να συμπάσχει με αυτόν. Να χαίρεται και
να κλαίει μαζί του. Και με τέτοια διάθεση να στέκεται απέναντί του, σαν να
φοράει το σώμα του πλησίον και σαν να πρόκειται για τον εαυτό του, αν ποτέ
συμβεί κάτι κακό σ᾿ εκείνον».
Αυτό το φρόνημα έκανε τον αββά Αγάθωνα να λέει τα ακατανόητα
σήμερα για μας λόγια: «Αν γινόταν να βρω έναν λεπρό και να του δώσω το δικό μου
σώμα και να πάρω το δικό του, ευχαρίστως θα το έκανα. Γιατί αυτή είναι η τέλεια
αγάπη».
Έτσι ήταν όμως οι πρώτοι Χριστιανοί. Ήταν όλοι «επί το
αυτό». Ενωμένοι, γεμάτοι αγάπη μεταξύ τους. Μία καρδιά και μία ψυχή όλοι. Ό,τι
κι αν είχε ο καθένας, δεν το θεωρούσε δικό του, αλλά τα είχαν «άπαντα κοινά». Δεν
υπήρχε ανάμεσά τους φτωχός, γιατί όσοι είχαν χωράφια ή σπίτια, τα πουλούσαν και
έφερναν και ακουμπούσαν το αντίτιμο στα πόδια των Αποστόλων. Τα χρήματα
μοιράζονταν σε όλους, ανάλογα με την ανάγκη του καθενός. Η αδιαφορία ήταν κάτι
άγνωστο γι’ αυτούς.
Οδηγούμενοι από το πνεύμα αυτό οι άγιοι, υπηρετούσαν πάντα
με προθυμία τον πλησίον. Δεν δίσταζαν για χάρη του να υποβληθούν σε οποιαδήποτε
θυσία.
Ένας αναχωρητής πήγε κάποτε στην πόλη και στην άκρη μιας
πλατείας είδε ριγμένο έναν άρρωστο. Τον συμπόνεσε και με μεγάλη προθυμία τον
συμμάζεψε. Τον έβαλε σ’ ένα δωμάτιο που νοίκιασε και τον περιποιήθηκε. Άφησε το
κελλί του στην έρημο και έμεινε κοντά στον άρρωστο, πολύν καιρό για να τον
κάνει καλά.
Ο άρρωστος όμως εκείνος ήταν πολύ απαιτητικός. Συνεχώς
γκρίνιαζε, του ζητούσε διάφορα και τον ταλαιπωρούσε αφάνταστα με τις
ιδιοτροπίες του. Του έψηνε κυριολεκτικά το ψάρι στα χείλη. Ο αναχωρητής έκανε
μεγάλη υπομονή. Σκεφτόταν την εντολή του Θεού και προσπαθούσε να υπηρετεί τον άρρωστο
με ειλικρινή αγάπη και αυταπάρνηση. Πέρασε όμως πολύς καιρός χωρίς να αλλάξει
τίποτε. Συμπληρώθηκαν δέκα πέντε ολόκληρα χρόνια στην ίδια κατάσταση.
Ο αναχωρητής ένιωθε τις δυνάμεις του να εξαντλούνται. Είχε
κουραστεί αφάνταστα από τα παράπονα και τις απαιτήσεις του αρρώστου. Περισσότερο
τον παίδευαν οι λογισμοί. Έβλεπε πως ήταν ανώφελο να συνεχίσει έτσι. Ό,τι κι αν
έκανε, ο άρρωστος δεν ικανοποιόταν με τίποτε. Σκεφτόταν να τον εγκαταλείψει πια
και να γυρίσει στο κελλί του, να συνεχίσει την καλογερική του που είχε αφήσει
τόσα χρόνια.
Ενώ σκεφτόταν αυτά και ήταν έτοιμος να φύγει, ο άρρωστος
τον ρώτησε: «Φεύγεις; Μείνε ακόμα λίγο, σε παρακαλώ! Θέλω να σε ευχαριστήσω για
την πολλή σου υπομονή και τη μεγάλη θυσία που έκανες για μένα, να εγκαταλείψεις
την ησυχία σου και το κελλί σου, για να μείνεις τόσα χρόνια κοντά μου και να με
περιποιείσαι. Μάθε λοιπόν, ότι εγώ δεν είμαι άνθρωπος. Είμαι άγγελος και με
έστειλε ο Θεός για να δοκιμάζω όλα αυτά τα χρόνια την αγάπη και την υπομονή
σου. Χαίρε, λοιπόν, αββά, και να είσαι πάντα ευλογημένος από τον Κύριο για την
υπομονή και την αγάπη που μου έδειξες». Και με τα λόγια αυτά ο άρρωστος υψώθηκε
από το κρεβάτι του στον αέρα και χάθηκε από τα μάτια του αναχωρητή.
Έτσι ευλογημένοι θα είναι όσοι ακολουθούν μια τέτοια
θεοδίδακτη πορεία! Αλλά η δική μας περιστασιακή φιλανθρωπία πώς να συγκριθεί με
την αδιάκοπη αυταπάρνηση των αγίων; Η ψυχρή μας αδιαφορία πώς να σταθεί μπρος στην
ολοπρόθυμη ζεστή τους διάθεση;
Ας διώξουμε λοιπόν την κάκιστη συνήθεια να θυμούμαστε μονάχα
στις γιορτές, από υποχρέωση απλώς, τον άρρωστο και τον φτωχό. Καιρός να
σπάσουμε τους πάγους της καρδιάς μας. Να την κάνουμε περιβόλι της αγάπης. Αλλιώς,
δεν θά ’ρθει μέσα μας ποτέ η άνοιξη.
Στον πάγο δεν φυτρώνει τίποτε.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!
Ι. Ναός Αγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα