“Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρός ἑσπέραν ἤδη ἡ ἡμέρα…”

☦ Ἀπολυτίκιον Ἀναστάσιμον, Ἦχος πλ. α’“Τὸν συνάναρχον Λόγον”

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018

Στην ανηφοριά...

Όσο προχωράς πιο πολύ στην αρετή ίσως καταλάβεις ότι δεν σε ακολουθούν και πολλοί. Μπορεί να καταλήξεις και μόνος.
Δεν νιώθεις όμως μόνος κι ας είναι ο δρόμος σου για λίγους. Δεν νιώθεις μόνος γιατί δεν είσαι. Μπορεί η ανηφοριά να σε προκαλεί πόνο. Μπορεί η ανηφοριά να ζορίζει την καρδιά σου. Όμως δεν είσαι μόνος.

Περί τῆς ἀνεκφράστου ὡραιότητος τῆς Ἀειπαρθένου

Τοῦ Μοναχοῦ Ἀγαπίου τοῦ Κρητός
Εἰς τὸ Παρίσιον ἦτον ἕνας ἐνάρετος κληρικὸς σοφὸς ἄνθρωπος, ὅστις μὲ τὴν καλλιγραφίαν ἐπορεύετο. Οὗτος οὖν ὁ ἁγιώτατος ἄνθρωπος εἶχε πολλὴν εὐλάβειαν εἰς τὴν Παναγίαν, καὶ ἐπεθύμα νὰ ἰδῇ εἰς τοῦτον τὸν κόσμον τὴν ἔνδοξον αὐτῆς ὡραιότητα. Ἔχοντας οὖν τὸν πόθον αὐτὸν ἱκανὸν καιρόν, καὶ πολλάκις περὶ τούτου τῷ Θεῷ προσευξάμενος, ἐπήκουσεν αὐτοῦ ὁ τὸ θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτὸν ποιῶν Κύριος, καὶ ἦλθεν Ἄγγελος οὐρανόθεν, καὶ λέγει του.

Μακαρία η υπακοή

του Μακαριστού Δημητρίου Παναγόπουλου
Τέσσαρες Μοναχοί από μίαν Σκήτην, επήγαν κάποτε και ευρήκαν ένα μεγάλο Ασκητή. Και οι τέσσαρες ήσαν ενδεδυμένοι αντί ρούχα με δέρματα. Και άρχισε ένας-ένας να λέγη διά τας αρετάς του άλλου.
Ο πρώτος είπεν ότι ενήστευε πολύ. Ο δεύτερος ότι δεν κατείχε τίποτε άλλο εις τον κόσμον αυτόν εκτός από την προβιά που εφόρει. Ο τρίτος έκρυβεν μεγάλην αγάπην διά τον Κύριον εις την καρδιά του. Ο δε τέταρτος είπεν ότι επί είκοσι δύο χρόνια εζούσε κοντά εις τον Γέροντα του με τελείαν υπακοήν.

Όσο πιο κοντά στο Θεό τόσο πιο ταπεινός

Ένιωσε την ανάγκη να προσπέσει και να φιλήσει όχι τα πόδια, αλλά τα παππούτσια της γερόντισσας που καθόταν απέναντί του στο εξομολογητάρι. Συγκρατήθηκε όμως. Όχι γιατί είχε ο ίδιος κάνενα πρόβλημα – θεώρησε ότι μια τέτοια κίνηση θα εξύψωνε τον ίδιο -, αλλά γιατί η γερασμένη γυναίκα θα στεναχωριόταν και θα αντιδρούσε.
«Κύριε, τί ψυχές έχεις στον κόσμο τούτο τον απατεώνα; Τί διαμάντι είναι αυτή η γυναίκα; Πώς μπορεί και κρύβεται τέτοια αγιότητα μέσα σ’ ένα τέτοιο ραγισμένο και ετοιμόρροπο σώμα, κυρτωμένο από τα χρόνια, χαμένο μάλιστα μέσα σ’ ένα δρομάκι μιας μικρής συνοικίας;»

Άγιος Παΐσιος: «Ὅποιος ἔχει πολλή εὐλάβεια στήν Παναγία, ἀκούει τό ὄνοµά Της καί ἀλλοιώνεται»

–Πεῖτε µας, Γέροντα, κάτι γιὰ τὴν Παναγία.
– Τί νὰ σᾶς πῶ; Μὲ φέρνετε σὲ πολὺ δύσκολη θέση. Γιὰ νὰ µιλήση κανεὶς γιὰ τὴν Παναγία, πρέπει νὰ τὴν ζήση.
–Γέροντα, καὶ τὸ ὄνοµα τῆς Παναγίας ἔχει δύναµη πνευµατική, ὅπως τὸ ὄνοµα τοῦ Χριστοῦ;
– Ναί. Ὅποιος ἔχει πολλὴ εὐλάβεια στὴν Παναγία, ἀκούει τὸ ὄνοµά Της καὶ ἀλλοιώνεται. Ἤ, ἂν τὸ βρῆ κάπου γραµµένο, τὸ ἀσπάζεται µἐ εὐλάβεια καὶ σκιρτάει ἡ καρδιά του. Μπορεῖ νὰ κάνη ὁλόκληρη Ἀκολουθία µὲ ἕναν συνεχῆ ἀσπασµὸ στὸ ὄνοµα τῆς Παναγίας. Καὶ ὅταν προσκυνᾶ τὴν εἰκόνα Της, δὲν ἔχει τὴν αἴσθηση ὅτι εἶναι εἰκόνα, ἀλλὰ ὅτι εἶναι ἡ ἴδια ἡ Παναγία, καὶ πέφτει κάτω λειωµένος, διαλυµένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη Της.

Άγιος Παΐσιος: «Ἡ Παναγία στόν Χριστό τά πηγαίνει ὅλα»

–Γέροντα, ποιά εἰκόνα τῆς Παναγίας τὴν ἀποδίδει περισσότερο;
Ἡ Παναγία ἡ Ἱεροσολυµίτισσα. Μία φορὰ τὴν εἶδα ἐκεῖ στὸ Καλύβι, στὴν Παναγούδα … Ἄν σοῦ τὸ πῶ, σὲ πόσους θὰ τὸ πῆς;
–Σὲ κανέναν, Γέροντα.
–Λοιπόν, εἶδα σὲ ὄραµα ὅτι θὰ πήγαινα µακρινὸ ταξίδι καὶ ἔπρεπε νὰ ἑτοιµάσω τὰ χαρτιά µου, διαβατήριο, συνάλλαγµα κ.λπ., ἀλλὰ οἱ ὑπάλληλοι δὲν µοῦ ἔκαναν τὰ χαρτιά. Ἐκεῖ ἦταν πολλοὶ ἄνθρωποι, ὅµως δὲν ὑπῆρχε κανεὶς νὰ µὲ βοηθήση. «Ποιός θὰ µὲ βοηθήση; λέω. Μὰ δὲν βρίσκεται κανένας, γιὰ νὰ ἐνδιαφερθῆ;». Εἶχα µιὰ ἀγωνία!… Καὶ ξαφνικὰ παρουσιάζεται µία Γυναίκα µὲ λαµπερὸ πρόσωπο, ντυµένη στὰ χρυσαφένια.