ΚΑΠΟΙΑ ΗΜΕΡΑ, πού λειτουργοῦσε ὁ πατήρ Εὐμένιος στόν Ἱερό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων τοῦ Νοσοκομείου Λοιμωδῶν, στό Αἰγάλεω, εἶχε πολύ κόσμο καί πολλά παιδιά. Τήν ὥρα τοῦ Χερουβικοῦ, βγῆκε στήν Ὡραία Πύλη νά συγχωρεθῆ ἀπό τό ἐκκλησίασμα.
Ἐκείνη τήν στιγμή, βλέπει νά κάθωνται μπροστά στήν εἰκόνα τῆς
Παναγίας μας, κοντά στό τέμπλο, 3-4 παιδάκια. Λέει στό ἐκκλησίασμα: «Σᾶς ἔχω πεῖ
ὅτι δέν θέλω, τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, παιδιά νά κάθωνται ἐδῶ μπροστά».
Καί κατεβαίνει κάτω, παίρνει τά παιδάκια ἀπό τό χέρι καί τά πάει πίσω-πίσω στόν
ναό.
Μετά, μπαίνει στό Ἱερό καί παίρνει τά Ἅγια γιά τήν Μεγάλη Εἴσοδο. Ὡστόσο, ἕνα ἀπό τά παιδάκια αὐτά φεύγει ἀπό πίσω καί πάει πάλι μπροστά, στήν βορεινή ὅμως τώρα Πύλη, καί, τήν ὥρα πού ἔβγαινε ὁ πατήρ Εὐμένιος μέ τά Ἅγια, φωνάζει τό παιδάκι στήν μητέρα του: «Μαμά, μαμά, ὁ Παππούλης πετάει, ὁ Παππούλης πετάει!»