“Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρός ἑσπέραν ἤδη ἡ ἡμέρα…”

☦ Ἀπολυτίκιον Ἀναστάσιμον, Ἦχος πλ. α’“Τὸν συνάναρχον Λόγον”

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020

☦ Παρέμβαση Γέροντος Ευθυμίου του Αγιορείτου από την Καψάλα του Αγίου Όρους ✝ «Κύριε, σῶσον λαόν ἀπεγνωσμένον»

(σ.σ. η παρέμβαση του Γέροντα έγινε τον Απρίλιο αλλά ξαναδιαβάστε την διότι φαίνεται περισσότερο επίκαιρη σήμερα)

Στίς κρίσιμες ἡμέρες πού διανύομε καί στήν ἱερότητα τῶν ἡμερῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ἐπιβάλλεται μᾶλλον σιωπή καί προσευχή. Ὅμως ἐπειδή προσφάτως στό Διαδίκτυο κυκλοφορήθηκαν κάποιες ἀπόψεις μέ τόν ὄνομά μου, πρός ἀποκατάσταση τῆς ἀληθείας, γιά νά μήν προκύψη ζημία, ἀναφέρω τά ἑξῆς:

Οὐδέποτε εἶπα σέ ἀνθρώπους νά ἀποθηκεύουν τρόφιμα λόγω ἐπικείμενου πολέμου καί οὐδέποτε προφήτευσα τήν λήξη τῆς ἀπειλῆς τοῦ ἰοῦ, ὅπως κάποιοι ἀνεύθυνα καί ψευδῶς διέδωσαν. Ἐπίσης χωρίς τήν ἀδειά μου ἀνήρτησαν συζητήσεις μου μέ ἀνακριβεῖς καί ἀντικρουόμενες ἀπόψεις μου γιά τόν κορονοϊό, οἱ ὁποῖες προκάλεσαν ἐρωτηματικά. Ἡ ἄποψή μου φαίνεται ξεκάθαρα σέ ὅσα ἀκολουθοῦν, εἶναι ἐντελῶς προσωπική, χωρίς διάθεση νά τήν ἐπιβάλλω καί σέ ἄλλους.

☦ ΤΑ ΕΠΤΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑ

Κάποιος γέροντας έμενε στη Θηβαΐδα, σ’ ένα σπήλαιο, κι είχε μαζί του έναν υποτακτικό, δόκιμο. Ο γέροντας είχε συνήθεια κάθε βράδυ να λέη διάφορες συμβουλές στον μαθητή του. Μετά του έδινε ευχή και τον έστελνε να κοιμηθή. Μια μέρα έτυχε να έρθουν μερικοί ευλαβείς κοσμικοί, που είχαν ακούσει για τη μεγάλη αρετή του γέροντα. Ήθελαν να τον επισκεφθούν και να του προσφέρουν και κάτι.
Όταν αναχώρησαν οι επισκέπτες, κάθησε πάλι μετά το απόδειπνο ο γέροντας και άρχισε, κατά τη συνήθεια του, να συμβουλεύη τον μαθητή του. Μα καθώς του μιλούσε, κουρασμένος όπως ήταν, τον πήρε ο ύπνος. Ο μαθητής του όμως δεν έφυγε αλλά καθόταν εκεί και τον περίμενε να ξυπνήση, για να του δώση την ευχή του. Η ώρα περνούσε, κι ο γέροντας δεν ξυπνούσε. Οι λογισμοί άρχισαν να ενοχλούν τον υποτακτικό, προτείνοντάς του να φύγη για ύπνο, έστω δίχως την ευχή. Αυτός όμως βίασε τον εαυτό του, αντιστάθηκε στο λογισμό κι έμεινε. Ήρθε πάλι ο ενοχλητικός λογισμός μα πάλι εκείνος δεν έφυγε. Με τον ίδιο τρόπο τον πολέμησε ο λογισμός επτά φορές, μα και τις επτά εκείνος αντιστάθηκε.

☦ Η θεία Κοινωνία που βλάστησε στάχυα

Στην πόλη Σελεύκεια της Συρίας, όταν επίσκοπος ήταν ο Διονύσιος (6ος αι.), ζούσε ένας πραματευτής πολύ πλούσιος και ευλαβής. Ήταν όμως αιρετικός και πίστευε στα δόγματα του Σεβήρου. Αυτός είχε έναν υπάλληλο, που ήταν ορθόδοξος κι ακολουθούσε την αγία και αποστολική Εκκλησία. Ο ορθόδοξος, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής, πήρε τη Μεγάλη Πέμπτη τη θεία Κοινωνία, την τοποθέτησε σε μια μικρή θήκη και την ασφάλισε σ’ ένα ντουλάπι. Μετά το Πάσχα έφυγε για εμπόριο στην Κωνσταντινούπολη, ξεχνώντας στο ντουλάπι, τις άγιες μερίδες. Είχε όμως αφήσει το κλειδί στο αφεντικό του.

☦ Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος: “Εγωισμός και Ταπείνωση”

Προσέχετε τὸν ἑαυτό σας. Ἡ πρόοδος στὴν πνευματικὴ ζωὴ διακρίνεται μὲ τὴν ὁλοένα καὶ περισσότερη συναίσθησι τῆς μηδαμινότητός μας. Ἐνῶ ὅσο αὐξάνει ἡ ἐκτίμησις τοῦ ἑαυτοῦ μας σὲ κάτι, τόσο βαδίζουμε στὴν καταστροφή. Ὁ ἐχθρὸς θὰ τὸ ἐκμεταλλευθῆ αὐτό. Θὰ πλησιάση καὶ θὰ ἐπιχειρήση νὰ πετάξη κανένα πετραδάκι στὸν δρόμο μας γιὰ νὰ σκοντάψουμε. Μία ψυχὴ ποὺ δίνει στὸν ἑαυτὸ της ἀξία, μοιάζει μὲ τὸν κόρακα τοῦ Αἰσώπου ποὺ ἀκούγοντας τὶς κολακεῖες τῆς ἀλεποῦς γιὰ τὴν «ὡραία» του φωνή, ἄνοιξε τὸ στόμα καὶ τοῦ ἔπεσε τὸ τυρί…».

☦ Από το Συναξάρι – Οι αγίες μάρτυρες και καλλίνικες παρθένες Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη, και η μητέρα τους Σοφία

Οι τρεις αυτές αδελφές, Πίστις, Ελπίς και Αγάπη, ζούσαν σε κάποια πόλι της Ιταλίας την εποχή του Αδριανού (117-138). Γόνοι περιφανούς οικογενείας, ανατράφηκαν από την χήρα μητέρα τους Σοφία με πίστι, ελπίδα και αγάπη, όπως δήλωναν και τα ονόματά τους. Όταν κάποτε παρέμειναν στην Ρώμη, η φήμη του ενάρετου βίου τους διέτρεξε την πόλι και ο αυτοκράτωρ έστειλε στρατιώτες να του τις παρουσιάσουν. Η σταθερότητα των τριών αδελφών στην πίστι, ασυνήθιστη για την ηλικία τους, κατέπληξε τον Αδριανό και, πιστεύοντας πως η αμοιβαία συμπαράσταση τους έδιδε την δύναμι να του αντιστέκωνται, σκέφθηκε να τις εξετάση χωριστά.