“Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρός ἑσπέραν ἤδη ἡ ἡμέρα…”

☦ Ἀπολυτίκιον Ἀναστάσιμον, Ἦχος πλ. α’“Τὸν συνάναρχον Λόγον”

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

☦ Ο Γέρων Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός δεν αγαπούσε, λαχταρούσε τον Ιησού Χριστό, τον γρήγορο ξεσηκωμό για τη χαρά του Κυρίου του.

Φθάνοντας στο γήρας το βαθύ, ο παππούς μετρούσε τις στιγμές, ώσπου να νεύσει ο Κύριος για να τον πάρει κοντά Του: «Παιδί μου, περιμένω το τρένο και δεν έρχεται, διότι για μένα είναι η ώρα να πάω στον Χριστό μου».

Εξομολογούνταν ο Γέρων Ιωσήφ προς τον Γέροντα Εφραίμ τον Βατοπαιδινό ότι «τόσο πολύ αισθάνομαι αδιαλείπτως τον Χριστό ως Πατέρα μου, τόσο πολύ Τον αισθάνομαι κοντά μου, που πρέπει να πάω και κοντά Του. Ετελείωσα τη ζωή μου, έκανα ότι μπορούσα, τώρα είναι η ώρα για να φύγω».

Ο παππούς δεν έτρεφε φόβο για τον θάνατο.

☦ Η Ρουμάνα χωρική και το Άκτιστο Φώς…

ΕΝΑ χειμωνιάτικο πρωϊνό ο περίφημος ρουμάνος ασκητής Κλεόπας ᾿Ιλίε βρισκόταν στο ῾Ιερό ενός μοναστηριακού Ναού και διάβαζε γονατιστός την ᾿Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως.

Μετά από λίγη ώρα μπήκε στην ᾿Εκκλησία για να προσευχηθή μιά γυναίκα που είχε έρθει στο Μοναστήρι από το βράδυ.

«Προσκυνούσε όλες τις Εικόνες και έκανε παντού μετάνοιες, διηγείται ο π. Κλεόπας.

Δέν γνώριζε ότι κάποιος ήταν μέσα στην ᾿Εκκλησία. Την παρατηρούσα συνεχώς από την ῾Ωραία Πύλη.

Εκείνη, αφού προσκύνησε τις Εικόνες, γονάτισε στο μέσον της ᾿Εκκλησίας, ύψωσε τα χέρια της και έλεγε από την καρδιά της αυτά τα λόγια:

— Κύριε, μη με εγκαταλείπης! Κύριε, μη με εγκαταλείπης!