“Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρός ἑσπέραν ἤδη ἡ ἡμέρα…”

☦ Ἀπολυτίκιον Ἀναστάσιμον, Ἦχος πλ. α’“Τὸν συνάναρχον Λόγον”

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

Περί τῆς ἀνεκφράστου ὡραιότητος τῆς Ἀειπαρθένου

Ως θάλαμον ὡραῖον καὶ φαεινόν, ὡς εὐώδη νυμφῶνα Πανάμωμε, ὡς εὐανθῆ, κῆπον καὶ παράδεισον εὐθαλῆ, ὡς νοητὸν ἁγίασμα, ὡς χρυσοπορφύρωτον κιβωτόν, ὡς ἔμψυχον χωρίον, καὶ πύρινον ὡς θρόνον, τὴν σὴν εἰκόνα ὀνομάζομεν.

Τοῦ Μοναχοῦ Ἀγαπίου τοῦ Κρητός
Εἰς τὸ Παρίσιον ἦτον ἕνας ἐνάρετος κληρικὸς σοφὸς ἄνθρωπος, ὅστις μὲ τὴν καλλιγραφίαν ἐπορεύετο. Οὗτος οὖν ὁ ἁγιώτατος ἄνθρωπος εἶχε πολλὴν εὐλάβειαν εἰς τὴν Παναγίαν, καὶ ἐπεθύμα νὰ ἰδῇ εἰς τοῦτον τὸν κόσμον τὴν ἔνδοξον αὐτῆς ὡραιότητα. Ἔχοντας οὖν τὸν πόθον αὐτὸν ἱκανὸν καιρόν, καὶ πολλάκις περὶ τούτου τῷ Θεῷ προσευξάμενος, ἐπήκουσεν αὐτοῦ ὁ τὸ θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτὸν ποιῶν Κύριος, καὶ ἦλθεν Ἄγγελος οὐρανόθεν, καὶ λέγει του.

Στην ανηφοριά...

Όσο προχωράς πιο πολύ στην αρετή ίσως καταλάβεις ότι δεν σε ακολουθούν και πολλοί. Μπορεί να καταλήξεις και μόνος.
Δεν νιώθεις όμως μόνος κι ας είναι ο δρόμος σου για λίγους. Δεν νιώθεις μόνος γιατί δεν είσαι. Μπορεί η ανηφοριά να σε προκαλεί πόνο. Μπορεί η ανηφοριά να ζορίζει την καρδιά σου. Όμως δεν είσαι μόνος.

Μακαρία η υπακοή

του Μακαριστού Δημητρίου Παναγόπουλου
Τέσσαρες Μοναχοί από μίαν Σκήτην, επήγαν κάποτε και ευρήκαν ένα μεγάλο Ασκητή. Και οι τέσσαρες ήσαν ενδεδυμένοι αντί ρούχα με δέρματα. Και άρχισε ένας-ένας να λέγη διά τας αρετάς του άλλου.
Ο πρώτος είπεν ότι ενήστευε πολύ. Ο δεύτερος ότι δεν κατείχε τίποτε άλλο εις τον κόσμον αυτόν εκτός από την προβιά που εφόρει. Ο τρίτος έκρυβεν μεγάλην αγάπην διά τον Κύριον εις την καρδιά του. Ο δε τέταρτος είπεν ότι επί είκοσι δύο χρόνια εζούσε κοντά εις τον Γέροντα του με τελείαν υπακοήν.

Η Αγία Παρασκευή η Οσιο παρθενομάρτυς

Καταγωγή, γέννηση και ανατροφή
Κατά το α΄ μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα στην αρχαία κοσμοκράτειρα Ρώμη, ζούσε και το γεμάτο χριστιανική ευσέβεια ζεύγος του Αγάθωνα και της Πολιτείας. Αν και πλούσιοι δεν ζούσαν όπως οι σύγχρονοι τους, με διασκεδάσεις και σπατάλες. Μέριμνα τους καθημερινή ήταν η ελεημοσύνη των φτωχών, η ανακούφιση των ασθενών, η υποστήριξη χηρών και ορφανών. Ένιωθαν όμως και μια λύπη: Δεν είχαν αποκτήσει παιδιά! Γι’ αυτό και αδιάκοπα προσεύχονταν στον Κύριο να τους χαρίσει έστω και ένα παιδί. Και για να ενισχύσουν το αίτημα τους, πολλαπλασίαζαν τις φιλανθρωπίες τους.

Όσο πιο κοντά στο Θεό τόσο πιο ταπεινός

Ένιωσε την ανάγκη να προσπέσει και να φιλήσει όχι τα πόδια, αλλά τα παππούτσια της γερόντισσας που καθόταν απέναντί του στο εξομολογητάρι. Συγκρατήθηκε όμως. Όχι γιατί είχε ο ίδιος κάνενα πρόβλημα – θεώρησε ότι μια τέτοια κίνηση θα εξύψωνε τον ίδιο -, αλλά γιατί η γερασμένη γυναίκα θα στεναχωριόταν και θα αντιδρούσε.
«Κύριε, τί ψυχές έχεις στον κόσμο τούτο τον απατεώνα; Τί διαμάντι είναι αυτή η γυναίκα; Πώς μπορεί και κρύβεται τέτοια αγιότητα μέσα σ’ ένα τέτοιο ραγισμένο και ετοιμόρροπο σώμα, κυρτωμένο από τα χρόνια, χαμένο μάλιστα μέσα σ’ ένα δρομάκι μιας μικρής συνοικίας;»