Στο Βόρειο Αιγαίο και πιο συγκεκριμένα μεταξύ Ίμβρου και Ελλησπόντου κινείται αυτή την στιγμή το τουρκικό ερευνητικό σκάφος «Πίρι Ρέις» (είναι το δεύτερο «Πϊρι Ρέϊς» αφού το πρώτο έχει αποσυρθεί) και ετοιμάζεται να βγει στα διεθνή ύδατα του Βόρειου Αιγαίου για πετρελαϊκές έρευνες. Χθες εκινείτο ανατολικά της Λέσβου και τώρα έχει πάρει πορεία καθαρά βόρεια. Παρακολουθείται από σκάφος του Λιμενικού, ενώ στην περιοχή σπεύδει και μια κανονιοφόρος του ΠΝ, η οποία θα ενταχθεί στην δύναμη παρακολούθησής του. Από ελληνικής πλευράς δεν υπάρχει καμία διάθεση για κλιμάκωση για ευνόητους λόγους και για τον λόγο αυτό «το πάνω χέρι» στην αντιμετώπιση της υπόθεσης το έχει το … Λιμενικό!
Δύο εβδομάδες μετά την εξαγγελία του ΠΕΚΑ ότι θα δώσει άδεια επέκτασης των ερευνών στο Βόρειο Αιγαίο στην εταιρεία «Ενεργειακή» (μια άδεια όμως που μέχρι την στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές δεν είχε δοθεί για άγνωστους λόγους), η Τουρκία προχωρά σε μία κίνηση που ουσιαστικά «πετά το γάντι» στην ελληνική πλευρά. Στη NAVTEX (193/12) που εξέδωσε η Άγκυρα, επίτηδες δεν περιγράφεται η περιοχή των ερευνών. Το «Πίρι Ρέις» θα πραγματοποιήσει «βιολογικές και ωκεανογραφικές» έρευνες μέχρι τις 29 Μαρτίου σε περιοχές των «διεθνών υδάτων του Αιγαίου» και των τουρκικών χωρικών υδάτων. Ακριβώς 25 χρόνια μετά την κρίση του Μαρτίου του 1987, το «Πίρι Ρέϊς» δείχνει να επιχειρεί να κάνει το ίδιο δρομολόγιο που είχε κάνει τότε το «Σισμίκ», φέρνοντας τις δύο χώρες στο χείλος του πολέμου, αλλά δευτερογενώς προκαλώντας την ελληνική αποχή από κάθε πετρελαϊκή έρευνα στο Βόρειο Αιγαίο και ειδικά στην περιοχή του Μπάμπουρα. Στη λεκάνη του βόρειου Αιγαίου, τόσο ανατολικά του πεδίου του Πρίνου, περί τη νησίδα Μπάμπουρας (και γύρω τοποθεσίες) όσο και δυτικά, πρός τα νότια του κόλπου του Στρυμώνα και το Άγιο Όρος, τα εικαζόμενα δυνητικά κοιτάσματα επαρκούν για να καλύψουν το 1/3 των ενεργειακών αναγκών της χώρας. Δηλαδή, περίπου 5,5 δισ. απολήψιμων (και όχι ΟΟΙΡ !) βαρελιών, με δυνατότητα παραγωγής πάνω από 100.000 βαρέλια/ημέρα. Και αυτές είναι ενδείξεις μόνο από τη βόρεια περιοχή του Αιγαίου.
Παλαιότερες, προ του 2000, μελέτες του ΙΓΜΕ και των ΕΛΠΕ κάνουν λογο για όγκο Πρωτογενούς Υφιστάμενου Πετρελαίου (ΟΟΙΡ) που συντηρητικά εκτιμάτο σε άνω των 4 δισ. βαρέλια ανεπιβεβαίωτα αποθέματα στο Αιγαίο (Λεκάνες Θεσσαλονίκης και Βορείου Αιγαίου) και γύρω σε άλλα 2 δισ. βαρέλια στη ζώνη της Λεκάνης Ιονίου. Αλλωστε, τα κοιτάσματα του Πρίνου και της Νότιας Καβάλας που ανακαλύφθηκαν την περίοδο 1972 -1974 από την αμερικανοκαναδική Oceanic και στη συνέχεια έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από την καναδική Denisson που εξαγόρασε την προηγούμενη εταιρεία ήταν μια έκπληξη για όλους: ενώ οι αρχικοί υπολογισμοί μιλούσαν για συνολικό εκμεταλλεύσιμο απόθεμα 60 εκατ. βαρελιών, τελικά τα δύο πεδία έδωσαν πάνω από 120 εκατ. βαρέλια αργού πετρελαίου, τη διπλάσια ποσότητα. Ακόμη και σήμερα από τη διάδοχη κατάσταση της πολύπαθης αυτής ιστορίας αντλούνται καθημερινά περίπου 1.200 βαρέλια αργού πετρελαίου. Σύμφωνα με υπολογισμούς ειδικών το ανεκμετάλλευτο κοίτασμα «Εψιλον» που ενδιαφέρει τον κ. Βενιάμη περιέχει αποθέματα περίπου 18 εκατ. βαρελιών ενώ υπάρχουν και άλλες δύο απόψεις που μιλούν είτε για αρκετά λιγότερα είτε για αρκετά περισσότερα αποθέματα. Μετά τον έλεγχο που έκανε ο κ. Βενιάμης απέσυρε το ενδιαφέρον του. Οι έλληνες αναλυτές των πετρελαϊκών θεμάτων αποδίδουν αυτό το «πάγωμα» και σε λόγους τακτικής λόγω της μετοχικής περιπλοκότητας που συνάντησε με τη σημερινή εταιρεία, στην οποία εμπλέκονται η αγγλική Regal, ο περιβόητος κ. Φρανκ Τίμις, οι εργαζόμενοι στην εταιρεία και το υπουργείο Ανάπτυξης.
«Ολοι οι πόλεμοι σήμερα γίνονται για το πετρέλαιο ενώ αύριο θα γίνονται για το νερό» έλεγε κάποτε ο σύμβουλος ασφαλείας των ΗΠΑ επί προεδρίας Τζίμι Κάρτερ Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι. Μάλιστα, σε μια σειρά διαλέξεών του, που αποτέλεσαν και υλικό για το βιβλίο του «Η μεγάλη σκακιέρα», είχε συνδυάσει την ανακάλυψη πετρελαίου στο Αιγαίο το 1972 με τα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν, δηλαδή το πραξικόπημα των συνταγματαρχών κατά του Μακαρίου και την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, την παραλίγο σύρραξη Ελλάδας - Τουρκίας τα επόμενα χρόνια και την πολιτική αστάθεια που ακολούθησε με άξονα πάντοτε τη γραμμή του Αιγαίου, την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και τις δήθεν «γκρίζες ζώνες» που εφηύραν οι γείτονες για να συντηρήσουν την αντιπαράθεση στην περιοχή. Ουδείς λησμονεί επίσης ότι πριν από περίπου δύο χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 2005, ένα κορυφαίο στέλεχος της πολυεθνικής Shell, ο αντιπρόεδρος της μητρικής εταιρείας κ. Ρομπ Ρόουντς, είχε επισκεφθεί διαδοχικά την Αθήνα και την Αγκυρα, όπου σε «αθώες» συνομιλίες με υπουργούς και υφυπουργούς των δύο χωρών είχε διερευνήσει διακριτικά αλλά με σαφήνεια την προοπτική συνεκμετάλλευσης των πετρελαίων του Αιγαίου από τις δύο χώρες, φυσικά με τη σφραγίδα του πολυεθνικού ομίλου. Μάλιστα, εκείνη την εποχή ο άγγλος αξιωματούχος φέρεται να έχει τονίσει σε έλληνα υπουργό ότι «αν η ελληνική κυβέρνηση έχει την πολιτική βούληση να κάνει κάτι τέτοιο, όλα τα υπόλοιπα που αφορούν την τουρκική κυβέρνηση και τους εμπλεκόμενους τρίτους (Ευρωπαϊκή Ενωση, Αμερικανοί) θα τα φροντίσουμε εμείς». Βεβαίως, μετά την ολοκλήρωση των επαφών αυτών που προφανώς δεν είχαν επιτυχή κατάληξη, ο πολυεθνικός όμιλος φρόντισε να διαψεύσει με κατηγορηματικό και δημόσιο τρόπο τις προθέσεις του. Ετσι γίνονταν πάντοτε τα πράγματα με τον μαύρο χρυσό: υπάρχουν κινήσεις που λέγονται αλλά δεν γίνονται και συμφωνίες που γίνονται αλλά δεν λέγονται. Είναι πλέον διακριβωμένο ότι τα μεγάλα κοιτάσματα βρίσκονται ανατολικότερα του Πρίνου, στην περιοχή του Θρακικού Πελάγους που περικλείεται από τη Θάσο, τη Σαμοθράκη, τη Λήμνο και την Ιμβρο και όπου, σύμφωνα με τους ειδικούς, κρύβονται τα μεγαλύτερα αποθέματα της Ανατολικής Μεσογείου. Πρόταση της Shell για συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων, πριν από πέντε χρόνια δεν καρποφόρησε λόγω φυσικά του γεγονότος ότι έπρπε να εκχωρηθούν ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Στο κοίτασμα «Ε» το οποίο αφορά η νέα άδεια που υποτίθετι θα δοθεί στην "ενεργειακή", στο οποίο υπάρχουν βεβαιωμένα και εμπορικά αξιοποιήσιμα αποθέματα 18 εκατ. βαρελιών.
Με καλή άντληση των αποθεμάτων του Πρίνου η εκμετάλλευση θα μπορέσει να παραταθεί για ακόμη 20 χρόνια με ετήσια παραγωγή περίπου 1,3 εκατ. βαρελιών, όσων αντλούνται και σήμερα. Ο λόγος για τον οποίο η μικρή αυτή παραγωγή από τα πηγάδια του Πρίνου δίνει οριακή έστω βιωσιμότητα της εκμετάλλευσης οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στις υψηλές τιμές πετρελαίου (το πετρέλαιο του Πρίνου τιμολογείται περίπου 5 δολάρια χαμηλότερα από την τιμή του πετρελαίου μπρεντ).