Toυ ΓΙΩΡΓΟΥ Χ. ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ
Ακούγοντας το Σάββατο τον απερχόμενο πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, Γιώργο Α. Παπανδρέου, και το νέο, Ευάγγελο Βενιζέλο, κάθε Έλληνας, που βιώνει την κρίση με τον πιο επαχθή και δραματικό τρόπο, αναρωτιόνταν, τα πιστεύουν αυτά που λένε ή μας εμπαίζουν κυνικά; Κατά τη γνώμη μας ισχύουν και τα δύο. Συγκεκριμένα, όταν ο Γιώργος Παπανδρέου λέει πως «Αποδείξαμε ότι μπορούμε να φέρουμε επανάσταση. Σε δύο χρόνια κάναμε την αρχή και αυτό θα συνεχίσει», αυτό το πιστεύει μόνο ο ίδιος και ο Γιώργος Νταλάρας. Ο δεύτερος, μάλιστα, δήλωσε πως ο Γ. Παπανδρέου «ήθελε την ανατροπή, αλλά ο λαός δεν ήταν έτοιμος»! Εμείς -ο λαός- φταίμε λοιπόν. Ακόμα χειρότερα, όταν ο Γ. Παπανδρέου επισημαίνει τη συνεισφορά της κυβέρνησής του στο να καταλήξει η χώρα σε αυτό «το θετικό αποτέλεσμα», δηλαδή στο κούρεμα του χρέους, αυτό το πιστεύει μόνο αυτός, αλλά το πιστεύει. Γιατί ο Παπανδρέου είναι ένας ήρωας του Παπαδιαμάντη, ο οποίος κατά το ανάλογο της Φραγκογιαννούς νομίζει ασυνείδητα πως κάνει το καλό, ενώ έχει κάνει το κακό.
Αντίθετα, ο διάδοχός του στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελος Βενιζέλος όταν αναφέρεται στη «νέα κοινωνική συμμαχία» με μισθωτούς, αγρότες, ανέργους, νέους επιστήμονες και βιοτέχνες, «δηλαδή με αυτούς που πικράναμε και κουβαλούν στην πλάτη τους την κρίση» παραπέμπει στον ήρωα του Καρκαβίτσα τον Τζιριτόκωστα, που είναι μία ενσυνείδητη δύναμη του κακού. Γιατί μόνο ένας Μακιαβέλι, ένας κυνικός ή ένας βαγαπόντης περιωπής θα ζητούσε να τον στηρίξουν εκείνοι τους οποίους ο ίδιος έριξε στον Καιάδα της ανεργίας και της εξαθλίωσης. Ο Τζιριτόκωστας σύμφωνα με τον Φώτο Πολίτη(είκοσι χρόνια κριτικής, βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1938) «είναι ο Έλλην πολιτικός, ο Έλλην επιστήμων, ο Έλλην χρηματιστής ή έμπορος, ο ολέθριος ‘’έξυπνος’’ Ρωμιός της εποχής μας, ο εκμεταλλευόμενος την ευπιστίαν και την αφέλειαν του πλήθους, αμείλικτος όταν πρόκειται δια την πεντάραν, ταπεινός και χαμερπής προ του ισχυρού, οπισθόβουλος, αεικίνητος, δόλιος, άνθρωπος χωρίς οίκτον, χωρίς ιερόν και όσιον, αδηφάγος και άθλιος και… νικητής…». Η απατεωνιά(συνυφασμένη στο τέλος του 19ου αιώνα με τη ζητιανιά) περιγράφεται ως υψηλού κύρους τέχνη. Ο μεγαλύτερος απατεώνας χαίρει μεγάλης εκτίμησης από την κοινωνία. Ο ζητιάνος βολιδοσκοπεί πάντα από ψηλά το χώρο του και τις συγκεκριμένες αδυναμίες των ανθρώπων του. Πρώτα ιχνηλατεί, μελετά κι ύστερα κατεβαίνει για να «κολακέψει τις αδυναμίες αυτές». «Όταν δεν εύρισκε τους ελεήμονες, εζητούσε τους δεισιδαίμονες, τους μωρούς». Υπάρχει άραγε κάποια αταβιστική προδιάθεση εν προκειμένω; Ναι. Γιατί ο ζητιάνος είναι ο ενδιάμεσος μεταπράτης, ο κοινωνιολογικός πρόγονος του κατοπινού μικροαστού και του μέλους των «μεσαίων τάξεων», που κινείται μεταξύ των «πάνω» και των «κάτω». Σύμφωνα με τον Πέτρο Χάρη(Έλληνες πεζογράφοι) ο Ανδρέας Καρκαβίτσας παρουσιάζει στο «Ζητιάνο» εκτός από τους ανθρώπους και την «ελεεινή συγκρότηση του κράτους», τη ρουσφετολογία, την μικροπολιτική, την κακή διοίκηση και τη δυσκίνητη δικαιοσύνη. Ό,τι συμβαίνει και σήμερα, όπου νικά το κακό και όχι το καλό, όπου η ιδέα της δικαιοσύνης σαρκάζεται. Αλλά, τελικά, το πλέον σημαντικό είναι, όπως προείπαμε, ότι ο ζητιάνος(Τζιριτόκωστας) είναι μια ενσυνείδητη δύναμη του κακού, σε αντίθεση με την ασυνείδητη δράση της Φόνισσας του Παπαδιαμάντη, της Φραγκογιαννούς, η οποία νομίζει ότι κάνει το καλό, ενώ τελικά κάνει κακό. Έτσι, η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν ενσυνείδητη φάρσα…