Άγνωρες δυνάμεις κι ένα αόρατο χέρι με σπρώχνανε, το
αποφάσισα. Με ένα ξερόκλαδο για μπαστούνι, πήρα το μονοπάτι στο δάσος εδώ στο
Όρος το Ιερό, πέρασα αγριοκαστανιές, βάτα, καρυδιές, ελιές και θάμνους πολλούς,
τρύπωσα, ξετρύπωσα ανάμεσα νεροφαγιές, σκόνταψα σε χωμένες στα ξερά φύλλα ρίζες,
ακροβάτησα να διασχίσω το ποταμάκι, έστριψα δεξιά, βρέθηκα στη σκήτη του. Απ’ όξω περίμεναν κάμποσοι προσκυνητές.
Χαιρέτισα, φάνηκε ένας μεσήλικας καλόγερος, με κέρασε λουκούμι και νερό, δεν
πήρα, είχα αγωνία, βλέπεις και τον παρακάλεσα αν μπορούσα να δω τον γέροντα
Γαβριήλ. Άφωνος, μπήκε μέσα, ξαναβγήκε
και μου έγνεψε να περάσω. Ένα σκελετωμένο γεροντάκι, μια χούφτα κόκαλα κι ένα
άσπρο πετσί ολόγυρα κι ένα τριμμένο ράσο να κρέμεται απάνω τους, χρόνια
ανήλιος, με υποδέχτηκε χωρίς να μιλήσει. Ήταν σκυμμένος στο χιλιόχρονο τραπεζάκι
με μια στοίβα θρησκευτικά βιβλία μπροστά του. Σε τούτο το δωμάτιό που δεν
χωρούσανε πάνω από τέσσερα άτομα, η μόνη πολυτέλεια ήταν το πίσω μέρος μιας
εντοιχισμένης ξυλόσομπας. Χωρίς να αφήσει τα βιβλία του, αδιαφορώντας θαρρείς
για την παρουσία μου, είπε μπερδεμένα: «Λέγε».
Δεν ήξερα τι να κάνω, τον ρώτησα μήπως τον ενοχλώ. «Λέγε»,
επανέλαβε, πήρα θάρρος. «Μήπως θυμόσαστε, γέροντα, κάποιον Αλέξανδρο Γαλανό;»
Τώρα, σταμάτησε, γύρισε, είδα κάτι βαθουλωμένα κόκκινα από τα ξενύχτια και τις
προσευχές μάτια και βαθιά μες απ’ την ψυχή του ήρθε απορημένη η φωνή του.
«Ζει;». Τούτη τη φορά κοίταζε με αγωνία. Του είπα ότι είχε κοιμηθεί,
μουρμούρισε κάτι λόγια, έκανε το σταυρό του, δεν έδειξε λύπη και ξαναμίλησε.
«Καλός άνθρωπος. Κι ελεήμων. Πολλούς βοηθούσε. Ό,τι είχε τα έδινε. Απ’ όλο το
κορμί του έβγαινε αγάπη». Μετά με ξανακοίταξε, σα να ‘μπαινα κείνη την ώρα και
χαρούμενος, με λίγο μπερδεμένα λόγια, όπως πάντα αυτοί οι γέροντες, μου
είπε. «Ήθελε να πεθάνει καλόγερος. Και
να τον θάψουμε εδώ. Παράγγειλε και τον τάφο του. Πλέρωσε και του τον έφτιαξα
να, εδώ». Κείνη την ώρα παίρνοντας ένα πιο χαρούμενο ύφος ανασηκώθηκε λίγο στην
ξεχαρβαλωμένη καρέkλα του, λες κι ήταν ένα πετεινό του ουρανού, έσκυψε αριστερά
στο αρχαίο παράθυρο, μου έδειξε με το σκελετοδάχτυλο του και ανέκφραστος είπε.
«Νάτος. Τον βλέπεις; Δικός του ήταν.» Έσκυψα προσεχτικά μην τον σπρώξω και τον
βεβαίωσα ότι είδα τον τάφο. Τότε ήταν που πήραν φωτιά τα μάτια του, μεγάλωσαν,
βγήκαν από τις κόγχες, περιπλανήθηκαν στον ουρανό και με ένα ύφος θριάμβου,
ευγνωμοσύνης και πληρότητας, είπε δυνατά. «Ήθελε ο Αλέξανδρος και μάρμαρο! Του
παράγγειλα μάρμαρο! Να! δες το τι ωραίο που είναι! Μετά όμως άλλαξε γνώμη.
Ήθελε να πάει στην Αθήνα να κοιμηθεί. Και μια μέρα μου λέει: Γέροντα, θα σου
κάνω δώρο τον τάφο μου». Κι η ευδαιμονία ζωγραφίστηκε στα χείλη του, ξέσκισε τα
ράσα του, βγήκε από μέσα ολάκερος και ζωντανός μπήκε στο μνήμα. Το δικό του!
Δίπλα στο καλύβι του. Που το βλέπει συνέχεια όσο κάθεται ή όταν προσεύχεται.
«Το φαντάζεσαι; Έχω δικό μου τάφο! και με μάρμαρο! Δε μου λείπει τίποτα. Μόνο
ένα σκαμνάκι πρέπει να σάξω δίπλα, να έρχονται όσοι με αγαπάνε να τα λέμε με
την ησυχία μας». Έκανε μετά το σταυρό του, δίπλωσε τα χέρια του χιαστί στο
στήθος του απάνω κι έμεινε κάμποσο έτσι, λες και βρισκόταν εκεί μέσα. Γαλήνιος,
δίπλα στην Παναγία. Γιατί αυτή είναι η ευχή τους, η στερνή τους επιθυμία, όπως
κι ο γέροντας Παΐσιος έγραψε με τρεμάμενο χέρι στους λιγοστούς στίχους που
ζήτησε να χαραχτούν στον τάφο του:
Εδώ τελείωσε η ζωή,
εδώ και η πνοή μου,
εδώ το σώμα θα
θαφτεί
θα χαίρει κι η ψυχή
μου.
Ο Άγιός μου
κατοικεί,
αυτό είναι τιμή μου.
Πιστεύω Αυτός θα
λυπηθεί
την άθλια ψυχή μου
θα εύχεται στο
λυτρωτή,
νάχω την Παναγιά
μαζί μου.
Γιατί εδώ, οι Αγιορείτες μοναχοί, δεν τον φοβούνται τον
θάνατο. Απεναντίας τον περιμένουν. Xαρούμενοι. Αμέσως μετά ο αιωνόβιος αυτός
ασκητής άρχισε να γελάει και να λέει. «Φαντάζεσαι να πεις έξω σε κανέναν λαϊκό,
'σου κάνω δώρο ένα τάφο;, θα σε κυνηγήσει. Για μας είναι μεγάλο αγαθό». Εκστασιασμένος
ζήτησα την ευχή του κι έφυγα με το μυαλό μου πίσω.
Μεσόστρατα, βρεθήκανε μπροστά μου οι μοναχοί Ιάκωβος και
Μακάριος. Είχανε ανησυχήσει μη χαθώ κι ερχόντουσαν προς αναζήτησή μου. Κάτσαμε
σε μια πέτρα με μια βατομουριά από πάνω να μας αγκυλώνει κι όσο τους έλεγα την
ιστορία αυτή για το δώρο του Γαλανού στον γέροντα Γαβριήλ, ανοίγανε τα μάτια
τους λες κι επρόκειτο για κανένα καράβι γιομάτο λίρες. Τόση η χαρά και η ζήλια
που νιώθανε. «Άαα!!» Είπανε με ένα στόμα.
(πηγή: haniotika-nea)
agioritikesmnimes