Κοιτάζω κι αὐτὸ τὸ καλοκαίρι τὰ ἀπέναντι μέρη καὶ δακρύζω
καὶ θυμᾶμαι… Θυμᾶμαι τὴν προαιώνια ἑλληνικὴ παρουσία σ’ ἐκείνη τὴν περιοχή, καὶ
δακρύζω γιὰ τὴν παντελῆ σημερινή μας ἀπουσία! Πάω νὰ τραγουδήσω τὸ «πάλι μὲ χρόνια μὲ καιρούς, πάλι δικά μας
θὰ ’ναι» καὶ καταπίνω τὶς φράσεις, καὶ πνίγω τὸ ρυθμό, γιατί καὶ τὸν πόλεμο δὲν θέλω καὶ μὲ ψεύτικα ὄνειρα δὲν ὠφελεῖ νὰ ζῶ. Μένω στὶς θύμησες, στὶς ἀναμνήσεις… Καὶ μία γλυκιὰ
ἀνάμνηση εἶναι ὁ σεβασμὸς τῶν ἀειμνήστων Μικρασιατῶν στὴν Κυρὰ μᾶς Παναγιά. Ἡ
ἀγάπη τους καὶ ἡ οἰκειότητά τους σ’ Αὐτήν… Καὶ δικαιολογημένα, ἀφοῦ ὁ
«υἱοθετημένος» Τῆς γιὸς – τότε ἀπὸ τὸ Γολγοθὰ – ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, σ’
ἐκεῖνα τὰ μέρη ἔδρασε καὶ ἐκοιμήθη.
Τὴν ἀγαποῦσε τὴν Παναγία ὁ Ἰωάννης καὶ γι’ αὐτὸ σὲ αὐτὸν ὁ
Θεάνθρωπος λίγο πρὶν ξεψυχήσει Τὴν ἐμπιστεύθηκε, κι ὄχι λ.χ. σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ
πολλὰ παιδιὰ τοῦ Ἰωσήφ, ἀπὸ προηγούμενο γάμο του. Ἡ Ἀνατολὴ ποὺ ἱεραποστολικὰ
ὀργώθηκε ἀπὸ τὰ πόδια καὶ τὶς θυσίες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, σεβάστηκε καὶ ἀγάπησε
καὶ τίμησε τὴν Θεοτόκο ποὺ σέβονταν κι ἐκεῖνοι. Μία ἀγάπη ποὺ γιὰ πολλὰ χρόνια,
πρὶν τὴν Καταστροφὴ τοῦ 1922, τὴν ἔσπερναν καὶ τὴν ξανασπερναν Ἁγιορεῖτες
καλόγεροι στὰ διάσπαρτα ἐδῶ κι ἐκεῖ Μετόχια τοῦ εὐλογημένου Ἄθωνα. Στὴν Ἔφεσο –
δὲν εἶναι τυχαῖο αὐτὸ – πραγματοποιήθηκε ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ μοναδικὴ
Σύνοδος ποὺ ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὸ ἱερὸ πρόσωπο τῆς Θεομήτορος! Στὴν Ἔφεσο ποὺ ἡ
Κυρία τῶν Ἀγγέλων καὶ ἡ Μάνα τῶν ἀνθρώπων, ποτὲ δὲν ἔφτασε, ποτὲ δὲν
ἐπισκέφθηκε, κι οὔτε ἐκεῖ ἐκοιμήθη, ὅπως.... τὰ τελευταία
χρόνια οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ψεύτικα πλασάρουν…
Θυμᾶμαι τὴν ἀγάπη τῆς Μοσχονησιώτισας γιαγιά μου, πρὸς τὴν
Παναγία… Φέρνω στὸ νοῦ τὶς ἐκκλησιὲς τῆς Ἀνατολῆς τὶς ἀφιερωμένες σ’ Ἐκείνη… Θὰ
ἄξιζε νὰ γραφόταν βιβλίο – λεύκωμα μὲ αὐτὸ τὸ θέμα! Βιβλίο ποὺ θὰ ἀποτύπωνε μία
ἀλήθεια: Πῶς ἕνα ἀπὸ τὰ θεία πρόσωπα ποὺ κέρδισαν τὴν ἀγάπη καὶ τὴν καρδιὰ τῶν
Μικρασιατῶν ἦταν μαζὶ μὲ τοῦ Ταξιάρχη, τοῦ Ἅι Γιώργη καὶ τοῦ Ἅι Νικόλα καὶ αὐτὸ
τῆς Θεοτόκου. Ὁ Ναὸς τῆς Ἑκάτης ἀπὸ τὰ πρῶτα Χριστιανικὰ χρόνια ἔγινε Ναὸς τῆς
Παναγίας Παρθένου καὶ τὸ ἱερό του Ἀπόλλωνα, Ναὸς τοῦ Ἅι Γιώργη, τοῦ λεβέντη
καβαλάρη!
Καὶ τεκμηριώνω τούτη τὴν ἀλήθεια ἀναλογιζόμενος πὼς λ.χ.
τὸ Ἀϊβαλὶ εἶχε δύο ἐνοριακοὺς Ναοὺς ἀφιερωμένους σ’ Ἐκείνη! Τὴν Κάτω Παναγιά,
στὴν ἀγορά, ποὺ σήμερα δὲ σώζεται τίποτα ἀπὸ αὐτὸν τὸ Ναὸ καὶ τὴν Πάνω Παναγιὰ
ἢ ἀλλιῶς τὴν Παναγιὰ τῶν Ὀρφανῶν ποὺ ἔχει μεταποιηθεῖ στὶς μέρες μας ὡς Τζαμί.
Παράλληλα κι ἕνα σημαντικὸ προσκύνημα ἀφιερωμένο σ’ Ἐκείνη, αὐτὸ τῆς
Φανερωμένης, ποὺ μετὰ τὸ διωγμὸ τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Κεμὰλ ἔγινε
ἐλαιοτριβεῖο καὶ σήμερα κλειδαμπαρωμένο ἐρειπώνεται. Καὶ τὰ Μοσχονήσια, ποὺ
εἶχαν ἕναν ἐνοριακὸ Ναὸ κι δύο Μοναστήρια, δεξιὰ κι ἀριστερά της Πολιτείας, τὸ
ἕνα ἀνδρικὸ αὐτὸ τῆς «Λέκκας Παναγιᾶς» καὶ τὸ ἄλλο γυναικεῖο ἀφιερωμένο στὸν
Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου! Ὁ Μοσχονησιώτικος Ναὸς τῆς Παναγίας, τῆς Κοιμήσεως
τῆς Θεοτόκου, τῆς «Κερᾶς Δέσποινας»,
ὅπως τὸ ἔλεγαν οἱ πρόσφυγες, μὲ τὴ μεγάλη καμπάνα ποὺ «σὰν χτύπαγε ἀκουγόταν ὡς
τὴ Μυτιλήνη», εἶχε χτιστεῖ μεγάλος κι ἐπιβλητικὸς σὲ ὡραῖο ὕψωμα γιὰ νὰ
δεσπόζει, γιὰ νὰ φαίνεται… «Ἡ ὀμορφιά της, ὁ ἐσωτερικὸς πλοῦτος, τὸ πλῆθος τῶν
ἀφιερωμάτων, ὅλα ἦταν περίτεχνα», θυμόταν ἡ γιαγιά μου. Καὶ συμπλήρωνε: «Ἡ
Παναγιὰ ἡ Μοσχονησιώτισα, ἡ Παναγιά μας, ἦταν ξακουστὴ σὲ ὅλη τὴν Ἀνατολὴ γιὰ
τὴν ὀμορφιά της, τὴ χάρη της καὶ τὰ Θαύματά της».
Στὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821 τὸ Ναὸ τὸν κατέστρεψαν οἱ Τοῦρκοι
καὶ τὸν ξανάχτισαν πεισματικὰ οἱ Χριστιανοί, γιὰ νὰ τὸν λεηλατήσουν καὶ νὰ τὸν
ἰσοπεδώσουν μετὰ τὸ 1922, τὴ Μικρασιατικὴ Καταστροφή, οἱ ἀπόγονοί τους, ὡς
κατακτητὲς πλέον…
Καὶ «διηγώντας τά,
νὰ κλαῖς»… Καὶ τί ἄλλο, ἀλήθεια, μποροῦμε νὰ κάνουμε;
Πηγή: Ἐφημερίδα
Ἐμπρός, 6 Αὐγούστου 2008
orthodoxia-ellhnismos