Tου Στέφανου Κασιμάτη
Έφυγα από την Αθήνα για τις διακοπές με τον φόβο ότι η
πολιτική με τις αγωνίες της θα με κυνηγούσε και εκεί. Φόβος παράλογος, όπως
απεδείχθη τελικά· διότι -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- δεν συνάντησα άνθρωπο
πρόθυμο να ανοίξει κουβέντα για τα πολιτικά. Αυτό που νόμιζα ότι συνέβαινε
μόνον σε εμένα, λόγω της αναγκαστικής καθημερινής συνάφειας με την πολιτική
επικαιρότητα, ίσχυε για τους περισσότερους. Δεν είδα να μπαίνει εφημερίδα στο
φιλόξενο σπίτι όπου έμεινα, παρότι διαρκώς ανοικτό σε φίλους και επισκέπτες.
Ούτε και η τηλεόραση άνοιξε, παρεκτός για τους Ολυμπιακούς.
Η αποστροφή ήταν τελείως φυσιολογική. Οσοι παρακολουθούν
στοιχειωδώς τα κοινά έχουν βιώσει δύο χρόνια παρατεταμένης στασιμότητας του
συστήματος μπροστά στις αναπόφευκτες δύσκολες παρεμβάσεις στον δημόσιο τομέα
(απολύσεις, ιδιωτικοποιήσεις). Δύο χρόνια στα οποία η φλυαρία των πολιτικών
προσπαθεί να καλύψει το κενό των έργων, με επιστέγασμα τις δύο απανωτές
εκλογικές αναμετρήσεις. Δύο χρόνια αδράνειας και αγωνίας, που έκαναν την
ενασχόληση με την πολιτική δραστηριότητα άγονη, ανώφελη και ψυχοφθόρο, από την οποία
οι πιο πολλοί ποθούσαμε να ξεφύγουμε. Και το κάναμε, τουλάχιστον όσοι είχαμε τη
δυνατότητα των διακοπών· έστω και αν γνωρίζαμε ότι η απόδραση ήταν προσωρινή
και ότι η δεινή πραγματικότητα -ενδεχομένως με τη μορφή των σημειωμάτων της
εφορίας- θα μας συναντήσει ξανά.
Ισως όμως να ήταν αυτή η επίγνωση της προσωρινότητας που
εξασφάλισε στον χρόνο των διακοπών τη στεγανότητα από την πολιτική.
Επηρεασμένος, όπως αντιλαμβάνομαι, από το ανάγνωσμα των διακοπών μου, το
συναρπαστικό μυθιστόρημα «Birdsong» του Σεμπάστιαν Φωκς, μεγάλο μέρος της
δράσης του οποίου εκτυλίσσεται στα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, θα
έλεγα ότι, τηρουμένων των αναλογιών, η στάση προς την πολιτική, που παρατήρησα
στον κοινωνικό περίγυρό μου κατά το διάστημα των διακοπών, θύμιζε κάπως τις
περιγραφές της ψυχολογίας των στρατιωτών στα χαρακώματα του Μεγάλου Πολέμου:
Στις σπάνιες άδειες που έπαιρναν για μια μέρα στα μετόπισθεν ή ακόμα και στις
σύντομες παύσεις των βομβαρδισμών του εχθρικού πυροβολικού, βυθίζονταν αμέσως
σε ό,τι μπορούσε να τους κάνει να ξεχάσουν την κατάστασή τους (συνήθως ήταν ο
ύπνος), επειδή ακριβώς ήξεραν ότι οριστική διαφυγή από τον πόλεμο που ζούσαν
δεν υπήρχε. Φυσικά, κάποια στιγμή ακουγόταν το σφύριγμα μιας οβίδας που έσκιζε
τον αέρα, ακολουθούσε η έκρηξη και η ανάπαυλα είχε λήξει.
Εμάς, στο νησί όπου παραθερίζαμε, η πραγματικότητα που
αποφεύγαμε ήλθε να μας επισκεφθεί την 1η Αυγούστου με διαφορετικό τρόπο. Δεν
ακούσαμε την έκρηξη, όπως τον Αύγουστο του 1883, όταν εξερράγη το Κρακατόα στην
Ινδονησία και ο κρότος αναστάτωσε τους κατοίκους του Περθ στην Αυστραλία. Ομως,
από την καλαμωτή, υπό τη σκιά της οποίας απολαμβάναμε τη νωχέλεια του
απογεύματος, έπεσε ξαφνικά ουρανοκατέβατη μια ευμεγέθης σαύρα, η οποία ώσπου να
εξαφανισθεί προκάλεσε στην ομήγυρη μία δικαιολογημένη αναστάτωση. Από διαίσθηση
μάλλον, νιώσαμε ότι κάτι τρομερό πρέπει να είχε συμβεί την ίδια ώρα στην Αθήνα
και αμέσως αρχίσαμε την αναζήτηση στο Διαδίκτυο. Πράγματι, μάθαμε ότι ήταν ο
Βενιζέλος, που είχε εκραγεί στην Αθήνα, επειδή ο Χρυσοχοΐδης του είχε θυμίσει
ότι οι περικοπές των 11,5 δισ. είχαν αποφασισθεί από κυβέρνηση στην οποία
εκείνος ήταν ο υπουργός Οικονομικών. Τώρα που γύρισα πια, αγωνιώ μήπως είναι η
Ελλάδα που θα σκάσει στα τέλη Σεπτεμβρίου, αν δεν τηρήσει τις υποσχέσεις για
την καταβολή της δόσης. Και όχι τίποτε άλλο, αλλά με το προηγούμενο της 1ης
Αυγούστου στο νησί, αναρωτιέμαι μήπως στην περίπτωση αυτή ο ουρανός θα βρέχει
αλιγάτορες...
Ατελείωτες διακοπές
O Χριστός σταμάτησε στο Εμπολι (για όσους θυμούνται το
μυθιστόρημα του Κάρλο Λέβι...), η μητέρα του στη γραφική Κοντάραινα της
Λευκάδας. Συνέβη την περασμένη Παρασκευή, όταν μία Mercedes -της σειράς, όχι
τίποτε εξεζητημένο- σταμάτησε έξω από τη φημισμένη χασαποταβέρνα του Μίμη. Από
μέσα της βγήκε η κυρία Μάργκαρετ Παπανδρέου, κεφαλή της ιστορικής οικογενείας
(κεφαλή, μεταφορικώς και καθ’ όλες τις έννοιες), η οποία διά της παρουσίας της
εκεί επιβεβαίωσε την τρανή φήμη των κοντοσουβλίων και κοκορετσίων της
ψησταριάς. Η Μητέρα, όπως είναι ο επίσημος τίτλος της στην οικογένεια, ήταν
εξόχως ευδιάθετη, παρότι η νήσος τυγχάνει γενέτειρα του Απόστολου Κακλαμάνη,
για τον οποίο στο παρελθόν δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια. Την ευφορία της
μαρτυρούσε το πλατύ και σχεδόν μόνιμο χαμόγελό της - εκτός αν το δεύτερο
χαρακτηριστικό του μειδιάματος οφείλεται στην τέχνη του πλαστικού χειρουργού
και, άρα, δεν είναι δηλωτικό των ψυχικών διαθέσεών της.
Δεν αποκλείεται η παρουσία της στο νησί να συνέπεσε με
εκείνη του Πρωτότοκου (ο επίσημος τίτλος
του Γιώργου στην οικογένεια), ο οποίος επίσης επέλεξε τη Λευκάδα για να
περάσει μέρος των διακοπών του. Κατά πληροφορίες μου, προερχόμενες από
αξιόπιστη πηγή (της οποίας τη σοβαρότητα ενισχύει το γεγονός ότι στερείται
παντελώς της αίσθησης του χιούμορ...), ο
πρώην πρωθυπουργός επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον δήμαρχο, προκειμένου να
πληροφορηθεί αν κάπου στο νησί υπήρχαν νεροτσουλήθρες. Υποθέτω ότι η άσκηση
στη νεροτσουλήθρα πρέπει να γυμνάζει μια δύσκολη μυϊκή ομάδα την οποία δεν
πιάνει το κανό, χωρίς να αποκλείω όμως και την εκδοχή ότι, με κάποιο τρόπο
ασύλληπτο για τους κοινούς ανθρώπους, η
ύπαρξη νεροτσουλήθρας θα ήταν χρήσιμη στην προετοιμασία των διαλέξεων που
πρόκειται να δώσει ο Γιώργος το φθινόπωρο στην Kennedy School of Government του
Χάρβαρντ.
Κατά τα λοιπά, το βάρος της προετοιμασίας του έπεσε στο
κανό. Ωστόσο, δυστυχώς, υπήρξαν φορές που οι αντιληφθέντες την παρουσία του
κάθε άλλο παρά επεδοκίμασαν την αξιόλογη προσπάθεια που καταβάλλει στο άθλημα ο
πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, παρά τα εξήντα χρόνια του. Τυχερός ο Γιώργος, παρ’
όλα αυτά: ανήκει στην ελίτ εκείνων που
δεν θα αντιμετωπίσουν τη μελαγχολία του τέλους των διακοπών, καθώς είναι γνωστό
ότι βρίσκεται σε κατάσταση μονίμων διακοπών. Από πότε; Δεν είμαι σίγουρος
να το πω. Μάλλον από πάντα, αν κρίνω από το στυλ του... kathimerini