Της Μαριάννας Τζιαντζή
«Αν σε ρωτήσει ο εισπράκτορας πόσων ετών είσαι, να πεις
τεσσάρων». Eτσι δασκάλευαν μια φορά κι έναν καιρό οι μαμάδες τα παιδάκια τους
προτού μπουν στο λεωφορείο, ενώ συχνά διεξάγονταν ξεκαρδιστικοί διάλογοι μεταξύ
εισπράκτορα και επιβάτη, που έχουν αποτυπωθεί σε ευθυμογραφήματα της εποχής. «Μα κυρία μου, το παιδί σας κοντεύει να πάει στρατιώτης!» «Μην το κοιτάτε που είναι ψηλό, έχει ανάπτυξη…»
Σήμερα οι περισσότεροι
τζαμπατζήδες δεν είναι παιδιά αλλά ενήλικες, ενώ τα ευθυμογραφήματα τα έχουν
διαδεχτεί οι (δικαιολογημένες)κλάψες και οι επικήδειοι για τα μέσα μαζικής
μεταφοράς. Οπως επίσημα ειπώθηκε,οι ετήσιες απώλειες για τον ΟΑΣΑ και τον
Προαστιακό, λόγω «εισιτηριοδιαφυγής»,φτάνουν τα 25 έως 37,5 εκατ. ευρώ, ενώ η
φημολογούμενη λύση είναι… η αύξηση της τιμής του εισιτηρίου, δηλαδή
άλλη μια σταγόνα στο σχεδόν ξέχειλο ποτήρι της αντοχής και της οργής.
Πολλοί δεν πληρώνουν εισιτήριο, είτε από υπαρκτή αδυναμία είτε από επιλογή, ενώ σε ορισμένα μέσα ο έλεγχος είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Η απουσία ελέγχου δεν περιορίζεται στη λαθρεπιβίβαση, αλλά και στην επαιτεία μέσα στα βαγόνια που έχει πάρει τριτοκοσμικές διαστάσεις, ενώ η παραβατικότητα, σύμφωνα με τους εργαζομένους του ΗΣΑΠ, «κινείται στις παρυφές του οργανωμένου εγκλήματος» με τους πορτοφολάδες, σε ορισμένες περιπτώσεις, να είναι περισσότεροι από τα υποψήφια θύματά τους. Και ας ελπίσουμε ότι δεν έρχεται από το μέλλον το νέο ομαδικό άθλημα των ρατσιστικών επιθέσεων εναντίον νόμιμων και μη μεταναστών στους έρημους σταθμούς. Η αποφυγή πληρωμής εισιτηρίου δεν οφείλεται μόνο στην οικονομική κρίση και ούτε είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Εδώ και χρόνια διαβάζουμε για τους turnstile jumpers, τους ευκίνητους λαθρεπιβάτες που σαλτάρουν πάνω από τις μπάρες εισόδου στις αποβάθρες του υπόγειου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στον τόπο μας η άρνηση αγοράς ή επικύρωσης συνδέεται και με την κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στον δημόσιο τομέα, στην απαξίωση της έννοιας του δημόσιου αγαθού, της λαϊκής περιουσίας. «Η μεγάλη αύξηση των πταισμάτων στις πόλεις», έγραφε πριν από χρόνια ο Μάρεϊ Μπούκτσιν, «δεν είναι προϊόν της λαϊκής αδιαφορίας, αλλά της λαϊκής εχθρότητας».
Σε κάποιες όχι πολύ μακρινές εποχές, οι επιβάτες,ακόμα και οι πολύ φτωχοί, πλήρωναν εισιτήριο με περισσότερη προθυμία, όχι από φόβο για το ρεζίλεμα ή το πρόστιμο, αλλά και γιατί πίστευαν ή ήθελαν να πιστεύουν ότι οι δημόσιες συγκοινωνίες ήταν έκφραση του κράτους πρόνοιας που νοιάζεται για τα «παιδιά» του. Τώρα επικρατεί η αίσθηση ότι το κράτος μάς λεηλατεί, μας απογυμνώνει, ότι υπονομεύει την ασφάλεια, την αξιοπρέπεια, το μέλλον μας. Με την άρνηση επικύρωσης, ο επιβάτης επιβεβαιώνει την ατομικότητά του, τη μαγκιά του, έστω και σαν δούλος που βγάζει φευγαλέα τη γλώσσα σε έναν αφέντη απρόσωπο και ανελέητο σαν τις αγορές.
Πολλοί δεν πληρώνουν εισιτήριο, είτε από υπαρκτή αδυναμία είτε από επιλογή, ενώ σε ορισμένα μέσα ο έλεγχος είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Η απουσία ελέγχου δεν περιορίζεται στη λαθρεπιβίβαση, αλλά και στην επαιτεία μέσα στα βαγόνια που έχει πάρει τριτοκοσμικές διαστάσεις, ενώ η παραβατικότητα, σύμφωνα με τους εργαζομένους του ΗΣΑΠ, «κινείται στις παρυφές του οργανωμένου εγκλήματος» με τους πορτοφολάδες, σε ορισμένες περιπτώσεις, να είναι περισσότεροι από τα υποψήφια θύματά τους. Και ας ελπίσουμε ότι δεν έρχεται από το μέλλον το νέο ομαδικό άθλημα των ρατσιστικών επιθέσεων εναντίον νόμιμων και μη μεταναστών στους έρημους σταθμούς. Η αποφυγή πληρωμής εισιτηρίου δεν οφείλεται μόνο στην οικονομική κρίση και ούτε είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Εδώ και χρόνια διαβάζουμε για τους turnstile jumpers, τους ευκίνητους λαθρεπιβάτες που σαλτάρουν πάνω από τις μπάρες εισόδου στις αποβάθρες του υπόγειου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στον τόπο μας η άρνηση αγοράς ή επικύρωσης συνδέεται και με την κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στον δημόσιο τομέα, στην απαξίωση της έννοιας του δημόσιου αγαθού, της λαϊκής περιουσίας. «Η μεγάλη αύξηση των πταισμάτων στις πόλεις», έγραφε πριν από χρόνια ο Μάρεϊ Μπούκτσιν, «δεν είναι προϊόν της λαϊκής αδιαφορίας, αλλά της λαϊκής εχθρότητας».
Σε κάποιες όχι πολύ μακρινές εποχές, οι επιβάτες,ακόμα και οι πολύ φτωχοί, πλήρωναν εισιτήριο με περισσότερη προθυμία, όχι από φόβο για το ρεζίλεμα ή το πρόστιμο, αλλά και γιατί πίστευαν ή ήθελαν να πιστεύουν ότι οι δημόσιες συγκοινωνίες ήταν έκφραση του κράτους πρόνοιας που νοιάζεται για τα «παιδιά» του. Τώρα επικρατεί η αίσθηση ότι το κράτος μάς λεηλατεί, μας απογυμνώνει, ότι υπονομεύει την ασφάλεια, την αξιοπρέπεια, το μέλλον μας. Με την άρνηση επικύρωσης, ο επιβάτης επιβεβαιώνει την ατομικότητά του, τη μαγκιά του, έστω και σαν δούλος που βγάζει φευγαλέα τη γλώσσα σε έναν αφέντη απρόσωπο και ανελέητο σαν τις αγορές.
Εισφοροδιαφυγή,
φοροδιαφυγή, εισιτηριοδιαφυγή, προστιμοδιαφυγή και, πάνω απ’ όλα,
ελπιδοδιαφυγή. Καθώς φαίνεται ότι δεν μπορούμε ούτε να κατανοήσουμε ούτε να
αλλάξουμε την πραγματικότητα, περιοριζόμαστε στο να μην την επικυρώνουμε.
logia-tou-aera