Καταιγίδα ξεκίνησε... Τὰ σύννεφα βαριά, σκεπάζουν τὴ μικρὴ
ζωή μας. Μπόρα εἶναι καὶ θὰ περάσει. Καμιὰ μπόρα δὲν μένει. Μόνο οἱ μπόρες τοῦ
μυαλοῦ μᾶς γίνονται κάποτε δυνάστες καὶ μᾶς λυγίζουν, μᾶς γονατίζουν καὶ
μπροστὰ σὲ ἕναν ἀνύπαρκτο θεὸ θέλουν νὰ μᾶς βάλουν νὰ προσκυνήσουμε. Κι ἐμεῖς,
τότε λυγίζουμε, τότε βογγᾶμε. Μά, ἄλλος πέρα ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας δὲν εἶναι ποὺ
μᾶς λυγίζει. Νὰ τὸ θυμᾶσαι αὐτό… Κομμάτια ἡ ψυχὴ μᾶς ἔγινε. Ἀναίτια μήπως; Μάθημα
στὸ σχολεῖο τῆς ζωῆς κάνουμε, γιατί ξεχάσαμε νὰ λέμε εὐχαριστῶ στὸν Θεό,
καλημέρα στὸν γείτονα… Ξεχάσαμε νὰ κοιταζόμαστε σὰν ἄνθρωποι καὶ κάναμε ἐχθρὸ
τὸν φίλο, κάναμε ἐχθρὸ τὸν ἀδελφό, κάναμε ἐχθρὸ τὸν χρόνο ποὺ ὅλα μας τὰ
φέρνει, ἀλλὰ καὶ ὅλα μπορεῖ νὰ μᾶς τὰ πάρει…
Σκύβουμε τώρα, γιατί ξεχάσαμε πὼς εἶναι νὰ βάζουμε πίσω τὸ ἐγώ μας, ξεχάσαμε νὰ κοιτάζουμε ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου ζοῦμε, ἐκεῖ ὅπου ὁδεύουμε… στὴν γῆ ποὺ πατοῦμε. Σκύβουμε τώρα, σὰν σὲ μία ἀόρατη προσευχὴ καὶ λυγίζουν τὰ γόνατα ἀπὸ τὰ βαριὰ χτυπήματα ποὺ μᾶς δίνουν. Καλὰ κάνουν. Ἂς θυμηθοῦμε πὼς κάποτε πρέπει καὶ νὰ σκύβουμε. Βουβοὶ στέκουμε ἀπέναντι ὁ ἕνας στὸν ἄλλον. Μιλᾶνε τὰ μάτια, κλαίει ἡ ψυχή, λαχταρᾶμε τὸ φῶς καὶ.... τὸ χρῶμα. Ποῦ εἶναι τὸ φῶς; Ποῦ πῆγε τὸ χρῶμα; Ἡ φυλακὴ τοῦ ἐγώ μας, εἶναι τὸ ζωντανὸ γκρίζο ποὺ ζοῦμε, ποὺ ἐπιτρέψαμε νὰ μᾶς φέρουν.
Σκύβουμε τώρα, γιατί ξεχάσαμε πὼς εἶναι νὰ βάζουμε πίσω τὸ ἐγώ μας, ξεχάσαμε νὰ κοιτάζουμε ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου ζοῦμε, ἐκεῖ ὅπου ὁδεύουμε… στὴν γῆ ποὺ πατοῦμε. Σκύβουμε τώρα, σὰν σὲ μία ἀόρατη προσευχὴ καὶ λυγίζουν τὰ γόνατα ἀπὸ τὰ βαριὰ χτυπήματα ποὺ μᾶς δίνουν. Καλὰ κάνουν. Ἂς θυμηθοῦμε πὼς κάποτε πρέπει καὶ νὰ σκύβουμε. Βουβοὶ στέκουμε ἀπέναντι ὁ ἕνας στὸν ἄλλον. Μιλᾶνε τὰ μάτια, κλαίει ἡ ψυχή, λαχταρᾶμε τὸ φῶς καὶ.... τὸ χρῶμα. Ποῦ εἶναι τὸ φῶς; Ποῦ πῆγε τὸ χρῶμα; Ἡ φυλακὴ τοῦ ἐγώ μας, εἶναι τὸ ζωντανὸ γκρίζο ποὺ ζοῦμε, ποὺ ἐπιτρέψαμε νὰ μᾶς φέρουν.
Ποιοὶ ἔκλεψαν τὸ χρῶμα; Ποιοὶ ἔβαψαν τὸν κόσμο γκρίζο;
Ποιοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ τ’ ἅγια πατᾶνε καὶ ζητᾶνε μὲ αἷμα νὰ πληρωθοῦν γιὰ ὅσα
μᾶς κάνουν; Ποῦ νὰ βρῶ τὴν δύναμη ἀδελφέ μου νὰ σταματήσω ἐτοῦτο τὸ κακό; Κοίτα
στὴν ἄκρια τῆς ψυχῆς σου, μέσα στὰ μάτια τῶν παιδιῶν… Δὲς τὸ γαλάζιο της
σημαίας, μέσα στὸ χρῶμα τοῦ οὐρανοῦ… Τὴ ζωή σου ἐσὺ μάθε νὰ ὁρίζεις, ὅπως τὸ
βιός σου ποὺ τώρα τὸ πατοῦν… Πάρε δύο βαθιὲς ἀνάσες, σπάσε τὰ δεσμὰ ποὺ τώρα σὲ
κρατοῦν…
Μέρα τὴ μέρα σὲ λυγίζουν, μὰ ἐσὺ ἀκόμη τοὺς θωρεῖς στὰ
μάτια κι αὐτοὶ φοβοῦνται. Τρέμουν αὐτὴ τὴν σιωπή. Ξέρουν πὼς εἶναι ἡ ἡσυχία
πρὶν τὴν καταιγίδα ποὺ θὰ τοὺς σαρώσει. Γιατί ἐτοῦτοι δύναμη δὲν ἔχουν ἄλλη
πιότερη ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἐσὺ τοὺς ἔδωσες, πιότερη ἀπὸ αὐτὴ ποὺ ἐσὺ κρατᾶς,
πιότερη ἀπὸ ἐτούτη τὴ δύναμη ποὺ μὲ ἕνα ἄγγιγμά σου μπορεῖ νὰ τοὺς σαρώσει, ὡς
τὰ σκουπίδια σαρώνει ἡ σκούπα τοῦ νοικοκύρη στὴν αὐλή του…
Ἐσὺ εἶσαι ὁ νοικοκύρης, ἐσὺ εἶσαι τὸ ἀφεντικό. Μὴν ἀφήσεις
τὸν ἑαυτό σου νὰ τὸ ξεχάσει. Μὴν ἐπιτρέψεις τὸν δαίμονά σου νὰ σὲ πείσει πὼς
δὲν ὑπάρχει χρῶμα, πὼς δὲν ὑπάρχει φῶς. Ἐσὺ εἶσαι αὐτὸς ποὺ τὴν μοίρα τοῦ
κρατᾶ. Κι αὐτοὶ ποὺ τώρα σὲ διαφεντεύουν, οἱ διακονιάρηδες τοῦ μαύρου, τρέμουν
σὰν θὰ σηκωθεῖς καὶ θ’ ἀρχίσεις νὰ περπατᾶς πρὸς τὸ μέρος τους γιὰ νὰ πάρεις
πίσω αὐτὰ πού σου ἀνήκουν.
Νὰ τὸ θυμᾶσαι αὐτό…
Τὸ δικό σου βιὸς μοιράζουν μεταξύ τους.
Τὶς δικές σου σάρκες σκίζουν καὶ τρῶνε, ὅσο ἐσὺ στέκεις
καὶ τοὺς κοιτᾶς. Τὰ δικά σου παιδιὰ ὀρέγονται γιὰ νὰ γεμίσουν τὰ πορνεία
τους... Πάρε τὸν δρόμο σου, προχώρα γιὰ νὰ βρεῖς τὸ φῶς, νὰ βρεῖς τὸ χρῶμα...
Μὴν περιμένεις τὸ φῶς νὰ σὲ βρεῖ, ἂν θέλεις αὐτὴ ἡ καταιγίδα σύντομα νὰ
τελειώσει.
Κάμε μία προσευχὴ
καὶ ξεκίνα... Κάμε τὸ πρῶτο βῆμα καὶ ξεκίνα νὰ βρεῖς τὸ χρῶμα, νὰ βρεῖς τὸ
φῶς... Κωνσταντίνος
orthodoxia-ellhnismos