“Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρός ἑσπέραν ἤδη ἡ ἡμέρα…”

☦ "Ὁ ῎Αγγελος ἐβόα τῇ Κεχαριτωμένῃ·"

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Οι πιστοί δεν δέχονται όλα τα πορίσματα της ΚΔ′ Πανορθόδοξης Συνδιάσκεψης.

«Οὐκ ἐκάθισα μετὰ συνεδρίου ματαιότητος καὶ μετὰ παρανομούντων οὐ μὴ εἰσέλθω· ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων καὶ μετὰ ἀσεβῶν οὐ μὴ καθίσω» (Ψαλμ. κε΄4-6) Πρόσφατα, ἀπό 15 ἕως 17/10/2012, πραγματοποιήθηκε η ΚΔ´ Πανορθόδοξη Συνδιάσκεψη Ἐντεταλμένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί Ἱερῶν Μητροπόλεων γιά θέματα αἱρέσεων καί παραθρησκείας, ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου, στό Ἐκπαιδευτικό καί Πολιτιστικό Ἵδρυμα «Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς» στή Θεσσαλονίκη, μέ τήν φροντίδα τοῦ Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Ἀνθίμου, Προέδρου τῆς Σ. Ε. ἐπί τῶν Αἱρέσεων καί ὑπό τήν προεδρίαν Αὐτοῦ, μέ θέμα: «Ἡ ἐλπίδα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιά τήν αἰωνιότητα καί οἱ πλάνες τῶν "ἐσχατολογικῶν" αἱρέσεων».
Μετά ἀπό ἐκτενή συζήτηση ἐπί τῶν εἰσηγήσεων, Συνδιάσκεψη ἐνέκρινε ὁμοφώνως τά ἀκόλουθα Πορίσματα, πού ὅσοι ἐνδιαφέρεστε μπορεῖτε νά δεῖτε ἐδῶ:

ΟΙ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΕΣ ΠΛΑΝΕΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΠΤΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΔ΄ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗΣ
Η “Ιερή” αυτή Συνδιάσκεψη αμφισβητούμενης θεολογικής τοποθέτησης, προσφέρει αόριστη γενική καταδίκη της εσχατολογικής ενασχόλησης και διατύπωσης θέσεων στα ορθόδοξα πλαίσια, και υποκρύπτει σκοπιμότητες περί ταυτοτήτων και επερχόμενου χαράγματος. Η προφητευμένη αποστασία είναι εδώ. Διαφαίνεται η προετοιμασία στο να ακολουθήσουν οι πιστοί τους οικουμενιστές που θα τους ρίξουν στο στόμα του επερχόμενου ψευτομεσσία.
Η επισκοπικοκεντρικότητα της Θείας Λειτουργίας, ενισχύεται τώρα από την επικίνδυνη άποψη της πανορθόδοξης συνεδριακής έγκρισης σε οποιοδήποτε θέμα (άρα και στην αντίχριστη εσχατολογία), αλλιώς χαρακτηρίζουν κάτι πλανερό, κακόδοξο και αστήρικτο αγιογραφικά, χωρίς μάλιστα να χρειάζεται να εξηγούν επαρκώς, συγκεκριμένα και αδιαμφισβητήτως θεολογικά το γιατί.
Στην προσπάθεια τους δε να πολεμήσουν την εσχατολογία των αιρέσεων, καίνε στην πυρά μαζί και την ορθόδοξη εσχατολογική ερεύνα. Με αφορμή λοιπόν την ανακοίνωση του συνεδρίου θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς συνοπτικά τα εξής:
1.Η Αγιοπατερικώς, άρα και ορθοδοξότατα αμφισβητούμενη θεολογική τοποθέτηση του εν λογω συνεδρίου που προσφέρει αόριστη γενική καταδίκη της εσχατολογικής ενασχόλησης και διατύπωσης θέσεων στα ορθόδοξα πλαίσια, και πιθανόν να υποκρύπτει σκοπιμότητες περί ταυτοτήτων και επερχόμενου χαράγματος ακολουθεί στο κείμενο.
Με την ανακοίνωση της αυτή η συνεδρία, περνάει λάθος μήνυμα, κάτι σαν απαγόρευση και αποδοκιμασία για όποιον ασχοληθεί με την περαιτέρω ανάπτυξη και εμβάθυνση της ορθόδοξης εσχατολογίας. Την ώρα που δεν συγκεκριμενοποιεί τα κριτήρια και τα όρια τέτοιων “παράλογων συλλογισμών και αντιλήψεων”, αλλά με γενικόλογους και ανεξήγητους όρους, στην προσπάθεια της να προφυλάξει το ποίμνιο από αιρετικές ακρότητες, συμπαρασύρει και το υγιές εσχατολογικό ερευνητικό κομμάτι εκ του πληρώματος της. Έκτος από την υπερβολική της αυτάρκεια, απορρίπτει κάθε παλαιό και νέο κομμάτι της ορθόδοξης σχετικής παρακαταθήκης, και πιστεύει ότι μόνη αυτή η πανορθόδοξη συνεδρία μπορεί να αψηφεί τα από αιώνων αναγνωρισμένα και παραδομένα.
2.Οι διατυπώσεις περί ανακαίνισης του κόσμου άνευ επισήμανσης του κινδύνου, που κατά το τέλος του κόσμου θα είναι μέγιστος, λόγω του υπέρτατου διωγμού και της μεταφοράς του εκκλησιαστικού πληρώματος εκτός πόλεων, είναι επικίνδυνος. Διότι ελάχιστα πριν τον Ιησού Χριστό, έρχεται μια επίγεια βασιλεία μέσα από μια δυναμική πολεμική μεταμόρφωση του σύμπαντος κόσμου και μια διαβολοκεντρικά επιχειρούμενη μεταμόρφωση και πλάνη του γήινου έστω κόσμου. Επίσης η ατόνηση της υπενθύμισης της στενής οδού, αποτέλεσμα της οποίας θα είναι και η απώλεια των περισσοτέρων ανθρώπων επι της γής κατα την ανακαινιση του συμπαντος κόσμου, διοτι δεν δεκτηκαν την Αλήθεια Του, δημιουργεί επιπλέον χαλάρωση και εκκοσμικευση στο ποιμνιο. Είναι δε έγκυρα προφητευόμενο από πολλούς Αγίους και επιβεβαιωμένο από σύγχρονους εξαίρετους κληρικούς, ότι θα υπάρξει αποστασία και αποδοχή του Αντίχριστου μέσα στις Εκκλησίες. Και εδώ υπάρχει ο κίνδυνος της πλάνης για το ορθόδοξο πλήρωμα, που εμπιστεύεται τυφλά και χωρίς διάκριση τους επικίνδυνους ρασοφόρους λύκους ή ανεπαρκείς για την σωτηρία τους ποιμένες.
3.Η εμπεριεχόμενη εσχατολογική διασύνδεση στην ευρύτερη διδασκαλία της Εκκλησίας δεν σημαίνει επάρκεια περί της προαπαιτούμενης γνώσης, ειδικά για τα γεγονότα που θα λάβουν μέρος στην πλέον δύσκολη και αποκαλυπτική εποχή του αντιχρίστου. Ανέκαθεν η Αποκάλυψη ήταν ένα δυσερμήνευτο “μυστήριο”, όπου λίγοι μόνο Άγιοι Πατέρες και συγγραφείς την μελέτησαν και προσπάθησαν να ερμηνεύσουν. Δεν συμπεριλήφθηκε στην λατρευτική ή κατεξοχήν διδακτική ζωή της εκκλησίας.
Ουδέποτε κάποιος Άγιος ή οικουμενική Σύνοδος ισχυρίστηκαν ερμηνευτική επάρκεια με την υπάρχουσα τότε διδασκαλία, καθώς εξ ορισμού το θέμα θα αποσαφηνιζόταν περισσότερο όταν και θα ερχόταν η ώρα, κατά επισήμανση του Κυρίου μας μέσω και του Προφήτη Δανιήλ. Η ανακοίνωση αυτή υπονοεί ερμηνευτική επάρκεια ή απαγόρευση ενασχόλησης και πρόσθετης μελέτης του πληρώματος, υπό τον κίνδυνο να χαρακτηριστούν “αιρετικοί”, αντορθόδοξοι κτλ, σε ένα κατεξοχήν θεολογούμενο θέμα. Ενώ εμπεριέχει την αλήθεια ως προς την αποφυγή της στείρας αντιχριστολογίας, γίνεται συνάμα επικίνδυνη και δίνει την εντύπωση ότι η προστασία των πιστών του τέλους, όποτε αυτό έρθει, θα επαφίεται στην τότε προδότρια διοικούσα και τύποις εκκλησία, όπως προφητεύεται συγκεντρωτικά. Η εκκλησία δεν μπορεί να απαγορέψει στους πιστούς να ερευνούν τις γραφές , ούτε να σχηματίζουν ιδιαίτερες γνώμες, απόψεις, αντιλήψεις και ερμηνείες επί θεολογούμενων θεμάτων που δεν άπτονται του δογματικού και αδιαπραγμάτευτου περιεχόμενου.
Οι βαρύγδουποι χαρακτηρισμοί κακοδοξία και αίρεση, δεν ισχύουν επί θεολογούμενων θεμάτων. Το προηγούμενο συμπέρασμα είναι ενισχυμένο όταν υπάρχει Αγιοπατερική και Αγιογραφική συνάμα τεκμηρίωση της άποψης.Η πλευρά που αδυνατεί να τοποθετηθεί με ανάλογο κύρος απέναντι σε αγιοπατερικά επιχειρήματα, και προσπαθεί με στομφώδη διακηρύξεις να εκμεταλλευτεί πιθανές θέσεις “εξουσίας”που απορρέουν σεβασμό, είναι καθαρά ενέργειες εκ του εμπαιγμού του πονηρού.
4.Οι παρερμηνείες της Γραφής χωρίς Αγιοπατερικούς συσχετισμούς γίνονται κατά κανόνα στις ευρύτερες αιρετικές χριστιανικές ομάδες και δόγματα, όχι μόνο στις εσχατολογικές ερμηνείες, αλλά και στην ευρύτερη θεολογία τους και δοξασία τους. Απορίας άξιον είναι βέβαια πως εκπρόσωποι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, έχουν υπογράψει συγκριτιστικού περιεχόμενου διακηρύξεις, που εξισώνουν την ορθόδοξη αλήθεια με τους εμπνευστές αυτών των ομάδων. Όμως θα πρέπει να γίνεται σαφής διαχωρισμός των αιρετικών, αυτών δηλαδή που εξορισμού διαφωνούν στα Πατερικώς παραδομένα δόγματα της ανατολικής Ορθόδοξου Εκκλησίας. Επ’ ουδενί δεν θα πρέπει να στρέφονται συγκριτιστικές τάσεις αιρετικών, έναντι μελών του ορθοδόξου πληρώματος, που σε οργανωμένους συλλόγους ή μη, αποσκοπούν σε πρόσθετη εμβάθυνση, ερμηνευτική προσέγγιση ή και εκ Θεού Αποκάλυψη, προς κοινόν εκκλησιαστικό, και όχι ίδιο, όφελος. Δεν υπάρχει ορθόδοξο δόγμα ή κανόνας λοιπόν, που να απαγορεύει μέσα στο ορθόδοξο πάντα πρίσμα, και με συγκερασμό των Αγιοπατερικών παραμέτρων, την διαφορετική ερμηνευτική απόδοση. Επιβάλλεται λένε οι ειδικοί μελετητές. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι άλλο ο δηλωμένος μη ορθόδοξος και άλλο ο ορθόδοξος αλλά έχων διαφορετική άποψη για ένα θεολογούμενο θέμα. Άλλωστε αυτό που πολλές φορές κατηγορούμε τους αιρετικούς, η κατά γράμμα δηλαδή ερμηνεία, γίνεται και από ορθόδοξους Επισκόπους ή και Αγίους ακόμη, όπως η περίπτωση του συνεδρίου, και θα το αναλύσουμε συνοπτικά παρακάτω.
5.Όταν βγαίνουν στην δημοσιότητα όχι από αιρέσεις, αλλά από το σώμα της εκκλησίας θεωρίες που αντιβαίνουν τα γραπτώς παραδομένα, ή προσπαθούν να διαστρέψουν διδασκαλίες οι οποίες είναι θεμελιωμένες με ορθόδοξα στοιχεία και κριτήρια, τότε η Εκκλησία οφείλει στο σύνολο της να δώσει στην διάθεση των πιστών και επαρκή βιβλιογραφική αναίρεση των εσφαλμένων θέσεων. Εάν δε οι αντίθετες θέσεις είναι συνδυασμένες με την απαραίτητη πατρολογία και όχι με την Αγία Γραφή και μόνο, που αποδείχτηκε στον ρου της ιστορίας ότι από μόνη της τροφοδότησε και ποικίλες αιρέσεις, τότε η ανάγκη γίνεται επιτακτικά μεγαλύτερη. Η με πληρότητα αναιρετική αυτή ενέργεια, θα πρέπει να είναι σαφής, με τα μέσα και την από αιώνων γνώση που διαθέτουμε σήμερα. Θα πρέπει να είναι συγκεκριμένη και με την αδιαμφισβήτητη θεολογική βαρύτητα, η οποία χρειάζεται την θεολογική συνδρομή αναγνωρισμένων Αγίων. Ο περιορισμός με υπεροπτικό ύφος σε βαρύγδουπες ανακοινώσεις, χωρίς εμφανές και κατανοητό υπόβαθρο ή ανάλογη παραπομπή, και η αποφυγή αναιρέσεων των νέων θέσεων και συσχετισμών, δεν είναι πρακτική των Αγίων μας που πολέμησαν με αναιρέσεις και απολογίες παρόμοια κρούσματα. Αυτό που παρατηρείται σε ορισμένες περιπτώσεις είναι η απλή στυγνή εκμετάλλευση της επίσημης θέσης κληρικών και Συνόδων, με ανακοινώσεις σοβαροφάνειας και μόνο, και χωρίς την αντίστοιχη παραπομπή σε βιβλιογραφία και άλλες γραπτές θέσεις, συγχρόνων και μη.
Όταν δεν συμφωνούμε με μια αντίληψη μέσα στην ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά αυτή προέρχεται από μέλη της, δεν μπορούμε άνευ εκτενέστατης μελέτης με πλήρη διαφάνεια, και κυρίως Πατερική τεκμηρίωση και άλλους Αγιογραφικούς συσχετισμούς, να ονομάζουμε αυθαιρετώντας και αερολογώντας, “κακοδοξία” η “αιρετική” μια άποψη που δεν συμφωνεί ή δεν συμφέρει κατά την άποψη μας το όποιο ποιμαντικό μας έργο ή βιωτή.
Το να επικαλείται κάποιος τους εκκλησιαστικούς ερμηνευτικούς κανόνες, και παράλληλα να θεωρεί ότι οι Άγιοι δεν τους εφάρμοσαν, αλλά η άποψη των σύγχρονων υπερισχύει των Αγίων, άνευ επεξήγησης του γιατί προκύπτει αυτή η διαφορά ή το υποτιθέμενο λάθος των Αγίων, δημιουργεί περαιτέρω προβλήματα. 
6.Αν κρίνουμε από την βιβλιογραφική επιχειρηματολογία του μακαριστού αρχιεπίσκοπου Αθηνών Χριστοδούλου, για το θέμα της γνώσης ή μη της Β παρουσίας, αυτή πάσχει και δεν έχει καμιά Αγιοπατερική υποστήριξη. Ότι δηλαδή η “σαφή” θέση στα παραπάνω αγιογραφικά χωρία που επικαλούνται, δεν υπάρχει πρακτικά στην ορθοδοξία και αμφισβητείται εκτενώς και έμπρακτα από λόγους σπουδαίων και επιφανών Αγίων.
7.Διότι εάν βασίστηκαν στην φιλότιμη εσχατολογική μελέτη μερικών πανεπιστημιακών και μόνο, οι οποίοι ανακάλυψαν ένα τεράστιο εύρος ορθόδοξων πηγών, αλλά, όλως τυχαίως, ξέχασαν να σχολιάσουν τα ήδη επίκαιρα δημοσιευμένα επιπλέον στοιχεία από μεγάλους Αγίους, που θα οδηγούσαν σε ανατροπή ορισμένων θέσεων τους, τότε κάτι ύποπτο ή ημιτελές συμβαίνει το λιγότερο. Παρά τις θεολογικές επισημάνσεις με αγιογραφική και αγιοπατερική τεκμηρίωση από γνωστό μοναχό, έπεσαν στο ατόπημα να μην χρησιμοποιούν λόγους Αγίων Πατέρων για τα σημεία που αναφέρονται. 
Yπάρχει μια ορθόδοξη διαχρονική αντίληψη αποτυπωμένη σε έγκυρα συγγράμματα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του Αγίου Νικοδήμου, και πολλών άλλων Αγίων, οι οποίοι μίλησαν σαφώς χρονολογικά περί της ώρας και ημέρας, ενώ δεν είναι άγνωστη μεταξύ των Αγίων, όπως Ιωάννου του Δαμασκηνού, Μαξίμου του Ομολογητού, Νήφωνος Κωνσταντιανής, Νείλου του Αγιορείτου, Κοσμά του Αιτωλού και πολλών άλλων, και η τακτική χρησιμοποίησης της Γραφής προς εξαγωγή λανθάνουσας χρονικής γνώσης. Παράλληλα δεν υπάρχει κάποια διόρθωση στην διαχρονική ορθόδοξη γραμματεία περί των ανωτέρω συγγραμμάτων, αλλά ούτε οι σύγχρονοι υποστηρικτές της κυριολεκτικής άποψης δείχνουν να γνωρίζουν την ύπαρξη διαφορετικής άποψης και ορθόδοξων στοιχείων, μιλώντας για σαφήνεια του Κυρίου. Φυσικά, αυτοί πλανώνται μακράν. Τα στοιχεία δεν δείχνουν καμιά τέτοια σαφήνεια, παρά μόνο σαφήνεια στην ερμηνευτική προχειρότητα σύγχρονων ταγών, με πιθανόν περήφανο φρόνημα και αποφυγή παραδοχής λάθους. Δεν γνώριζαν οι Άγιοι Πατέρες την επικαλούμενη “απόκρυφη” πληροφορία στην Γραφή; Ήταν όλοι μαζί συλλογικά σε πλάνη; Ερμήνευσαν τελικά λάθος ή αμελώς όλοι μαζί οι Άγιοι; Μήπως οι σύγχρονοι αυτοί κληρικοί του συνεδρίου, πολοί συνειδητοί ή μη θιασώτες της οικουμενιστικής παναίρεσης, κάνουν συνέδριο ερμηνείας και στηλίτευσης των αντίθετων απόψεων, θεωρώντας εαυτούς ανώτερους των αναγνωρισμένων Αγίων και Πατέρων;
8.Επίσης αναπάντητο μένει το γιατί, εάν ισχύει η διατεινόμενη “σαφήνεια”,εδόθησαν ημερολογιακά διαστήματα τόσο στον Προφήτη Δανιήλ όσο και στην Αποκάλυψη, όπου οι πιστοί της αντίχριστης περιόδου θα γνωρίσουν την ημέρα εάν μετρήσουν μέρες από κάποιο γεγονός ανάληψης εξουσίας. Γιατίυπάρχουν καταγεγραμμένα οράματα αναγνωρισμένων Αγίων που προσδιορίζουν Αιώνα – χιλιετία και γιατί εδόθησαν τα σημεία του τέλους, ώστε να αναγνωριστεί η έλευση της περιόδου ή γενιάς που θα τα ζήσει; Πως αυτές οι πράξεις του Υψίστου είναι αντιφατικές στο αναλλοίωτο εξ’ ορισμού Άγιο και διαχρονικό θέλημα Του;
9.Για να χαρακτηρίσουμε κάποιον ψευδοπροφήτη εντός ορθόδοξου χώρου ειδικά, θα πρέπει να έχουμε ανεξίτηλα τεκμήρια και δη του χρόνου, που είναι αμείλικτος στο να αποκαλύπτει την αλήθεια, όσο πικρή και εάν είναι για έναν ή για όλους. Σε διαφορετική περίπτωση εάν το πράττουμε εν Αγιοπνευματική απουσία και μη συγκεκριμένη εκ Θεού δικαιοδοσία κρίσης,κινδυνεύουμε να πέσουμε στο βαρύτατο παράπτωμα της προσβολής της προφητικής ιδιότητος του Αγίου Πνεύματος, που εν δυνάμει φέρει κάθε ορθόδοξο μέλος της Εκκλησίας μας, σύμφωνα με τον Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ιερόθεο, αλλά και την Αγία Γραφή. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να δεχόμαστε τις ρήσεις οποιουδήποτε, αλλά να κρατούμε επιφυλακτική και ερευνητική στάση, στο μέσον δηλαδή.
10.Πιστεύουν άραγε αλήθεια όσοι ενάρετοι άνθρωποι βλέπουν την επερχόμενη απόλυτη δικτατορία με αντιχριστιανικά και αποχριστιανοποιητικά κίνητρα, ότι θα κρατήσει χρόνια και δεκαετίες και αιώνες χωρίς τον αντίχριστο που ως γνωστόν θα την εκμεταλλευτεί;
11.Γιατί υπάρχει άραγε αυτός ο φόβος περί αναγνώρισης της σύντομα διαφαινόμενης επερχόμενης έλευσης του; Δεν γνωρίζουν τα λόγια σύγχρονων επιφανών Ιερέων και Μοναχών περί Έλευσης του τέλους μετά το προστάδιο του οικουμενισμού; Διότι το πρόβλημα πολλών αντιρρησιών δεν είναι το αδύνατον της παραδοχής της ακριβούς ημέρας της Β’ Παρουσίας, αλλά της αποφυγής της παραδοχής ότι θα βιωθεί στην γενιά μας, καθώς όντως η ημέρα ή και το έτος δεν έχουν σπουδαιότερη σημασία από το αναμφισβήτητο γεγονός για ένα μέρος του ποιμνίου ότι πλησιάζει. Εδώ φοβούνται να βγάλουν ανακοίνωση καταδίκης των βλάσφημων θεατρικών έργων, πολύ δε περισσότερο να τσαλακώσουν την κοινωνική τους εικόνα, κατεβαίνοντας σε πορείες.
12.Η στείρα εσχατολογία σαφώς δεν μπορεί από μόνη της να θεραπεύσει, ακόμα και αν ωθούσε στην σωτηρία μερικές ψυχές δια του φόβου ή στην αγιότητα δια της αυταπάρνησης και του μαρτυρίου. Δεν θα μπορούσε όμως από μόνη της να δημιουργήσει έμπειρους και πνευματικά καθαρισμένους ανθρώπους. Δεν είναι το ζητούμενο η εσχατολογία να αντικαταστήσει την ασκητική ζωή της μετανοίας, αλλά εντάσσεται μέσα στο ευρύτερο ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο. Το εάν υπάρχει πνευματική ωφέλεια από την ιδιαίτερη ενασχόληση για τους αρχάριους πνευματικά, είναι κάτι που πράγματι χρήζει ποιμαντικής ευθύνης, πάντοτε με μια ισορροπία μεταξύ αγώνα και υπενθύμισης της εσχατολογικής προσμονής για την δοκιμασία κάθε πνευματικού αθλητή.
Είναι λάθος η σύγκριση και η αντιπαράθεση με το ψευτοδίλημμα, υποκειμενική εσχατολογία ή εκκλησιαστική θεραπευτική με περιορισμένη εσχατολογική έκφραση, δίνοντας την εντύπωση ότι είναι δύο διαφορετικοί δρόμοι. Είναι αυτονόητο ότι οι όποιες ερμηνευτικές προσπάθειες πρέπει να γίνονται από ανθρώπους που είναι σε κάποιο βαθμό ενταγμένοι στην διαδικασία Κάθαρσης και Φωτισμού, και με σεβασμό με Θεωμένους προκατόχους τους.
Κατηγορείται γενικώς η εσχατολογία ότι δεν θεραπεύει την ψυχή και όχι η αίρεση γενικότερα. Η πλανερή εσχατολογία υπάρχει μέσα στην αίρεση, όπως και η υγιής εσχατολογία δύναται να υπάρξει μέσα στους κόλπους της ορθόδοξης εκκλησιάς. Η Ελπίδα της σωτηρίας στερείται στην αίρεση γενικότερα κατά κανόνα και όχι στην αιρετική εσχατολογία και μόνο. Αντίθετα κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί τεκμηριωμένα, ότι κάθε ορθόδοξος πιστός που αναμένει σε κοντινή ημερομηνία ή εύλογο σύντομο διάστημα την Β’ Παρουσια θα απολέσει την ψυχή του. Αντίθετα έχουμε Αγίους που το υπολόγισαν εσφαλμένα και όμως αγιοποιήθηκαν.
Να υπενθυμίσουμε σε όσους με προχειρότητα ομιλούν και κρίνουν με ημιμάθεια, ανεξαρτήτου θέσεως ή άλλης περίφημου γνώσεως και εμπειρίας, ότι οι Άγιοι Ειρηναίος, και Ιππόλυτος, αλλά και μεγάλοι Διδάσκαλοι και Ποιμένες της Εκκλησίας μας, όπως ο Ιωσήφ ο Βρυένιος και άλλοι, έδωσαν ημερομηνίες-χρονολογίες του τέλους, αλλά δεν κατηγορήθηκαν ως αιρετικοί ή κακόδοξοι, ούτε απέκτησαν κώλυμα στην Αγιοποίηση τους.
Να υπενθυμίσουμε λοιπόν ότι όποιος ορθόδοξος πει περί πιθανής ημερομηνίας της Β’ Παρουσίας ή κατ’ αποκάλυψη Θεού ομολογήσει μπροστά σε κάμερα ότι δεν έχουμε μέρες και έρχεται η συντέλεια, όπως ο αείμνηστος Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός, δεν έπεται ότι είναι αιρετικός ή πλανεμένος από καμιά ορθόδοξη τεκμηρίωση. 

Συμπέρασμα
Τα αποτελέσματα του συνεδρίου λοιπόν, δεν γίνονται δεκτά στο σύνολο τους με την υπάρχουσα διατύπωση. Από μια μερίδα έστω πιστών αυτό είναι αληθές, διότι είναι σε αντίθεση με λόγια και πράξεις Αγίων μας. Επίσης δεν υπάρχει διαφάνεια εξήγησης και τεκμηρίωσης, ενώ αποφαίνεται ευκόλως η ερμηνευτική προχειρότητα της στείρας Αγιογραφικής παράθεσης δύο και μόνο χωρίων.
Προσδοκούν να αποδημήσουν την εγκυρότητα κάθε φωνής στην εκκλησία που δίνει εσχατολογικές λεπτομέρειες για τον επερχόμενο αντίχριστο και το χάραγμα του, κάθε φωνής που εκφέρει ανησυχία για την κάρτα του πολίτη και την αντίχριστη παγκοσμιοποίηση.
Το ορθόδοξο πλήρωμα θέλει συγκεκριμένη βιβλιογραφία και εξήγηση, που να καλύπτει όλες τις θεολογούμενες απόψεις όπου αυτές έχουν Αγιοπατερική και Ορθόδοξη γραμματειακή υποστήριξη.
Κάτι τέτοιο δεν δόθηκε και η συνεδριακή ανακοίνωση είναι πλανερή και προκαλεί σύγχυση, μην κάνοντας τον διαχωρισμό μεταξύ ορθοδόξου πληρώματος, απόψεων και πλανερών ανορθόδοξων θεωριών.
Μαζί με τις αιρετικές και παραθρησκευτικές ομάδες, συγκαταλέγονται και οι “εσφαλμένες μελλοντολογικές ἀντιλήψεις”, δημιουργώντας υπονοούμενα για το ποιες και σε ποιους κύκλους υπάρχουν αυτές οι αντιλήψεις. Ποιά συλλογή κριτηρίων ορίζει άραγε το τι είναι εσφαλμένο στην θεολογούμενη και κρυπτογραφημένη σε πολλά σημεία εσχατολογία; Και ενώ η έλευση του αντιχρίστου ως προσώπου δεν είναι δογματικό θέμα, αλλά είναι αληθινή διδασκαλία καταγεγραμμένη στην πατερική γραμματεία, μη αμφισβητήσιμη ανά τους αιώνες, υπάρχουν αδιευκρίνιστα κενά στην ορθόδοξη εσχατολογία, η οποία αποκτά εξ ορισμού ολοένα και μεγαλύτερη σημασία, μέσω της συνεχούς συντόμευσης του χρόνου.
Ο καθένας έχει δικαίωμα διαφορετικής άποψης σε ένα θεολογούμενο θέμα, και απόψεις επιβολής της μιας άποψης με άδικο τρόπο, έχει πνευματικές κυρώσεις. Ο χρόνος και ο Θεός και μόνο μπορούν να κρίνουν όσους ορθοδόξους ισχυρίζονται ότι ίσως και να γνωρίζουν τον χρόνο ή την εποχή της Β’ Παρουσίας.
Οι υπόλοιποι έχουμε δικαίωμα να αμφιβάλλουμε με επιφύλαξη, αλλά όχι να κατηγορούμε, να συκοφαντούμε και να καταδιώκουμε με μειωτικό τρόπο τα μέλη της εκκλησίας του Χριστού.

Καλή μετάνοια σε όλους μας.
Με αγάπη Χριστού 
Βασίλης Πιτάκας
Ηλεκτρολόγος Μηχανικός Η/Υ
Πιστό παιδί της εκκλησίας