Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος γεννήθηκε τὸ 295 μ.Χ. καὶ ἔζησε στὰ
χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου. Ἦταν παρών, σὰν Διάκονος στὴν Ἃ’ Οἰκουμ. Σύνοδο, ποὺ
ἔγινε στὴν Νίκαια τῆς Μ. Ἀσίας τὸ 325 μ. Χ., ὅπου καὶ κατήσχυνε τὸν δυσσεβὴ ἄρειο
μὲ λόγους σοφίας καὶ ἀποδείξεις τῶν Θείων Γραφῶν. Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ Ἐπίσκοπός του
Ἀλέξανδρος στὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴ θέση τοῦ ἀνέλαβε ὁ Μ. Ἀθανάσιος καὶ ἐποίμανε τὴν
ἐπισκοπὴ μὲ φόβο Θεοῦ.
Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Κωνστάντιος,
ὁ γυιὸς τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἦταν ἀρειανός, γι’ αὐτὸ παρακινούμενος ἂπ’ τοὺς αἱρετικοὺς ἐξώρισε τὸν Ἅγιο σὲ διαφόρους τόπους. Τὸν συκοφάντησαν ἀκόμη καὶ γιὰ
διάφορα ἐγκλήματα καὶ δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἐπιστρέψει στὴν ἐπισκοπική του θέση. Ἕνα
ἀπὸ αὐτὰ ἦταν τὸ ἑξῆς: Οἱ ἀρειανοὶ πῆραν ἕνα χέρι κάποιου τυχαίου νεκροῦ, τὸ
ξήραναν, τὸ ἔβαλαν σὲ μία θήκη καὶ τὸ παρουσίασαν στὴ σύνοδο λέγοντας: «Νὰ αὐτὸ
τὸ χέρι εἶναι τοῦ Ἀρσενίου, τὸν ὁποῖο σκότωσε ὁ Ἀθανάσιος μὲ τρόπο μαγικό».
Κατὰ Θεία Πρόνοια καὶ οἰκονομία, ἦλθε στὴν Τύρο ἐκεῖνες τὶς
ἡμέρες ὁ Ἀρσένιος καὶ κρύβονταν φοβούμενος μήπως ἀποκαλυφθεῖ ἡ συκοφαντία κατὰ
τοῦ Μ. Ἀθανασίου. Τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ Ἅγιος καὶ συναντήθηκε μαζί του. Ὅταν ἦλθε ἡ ἡμέρα
νὰ παρουσιασθῆ στὴ Σύνοδο γιὰ νὰ κριθεῖ, πῆρε καὶ τὸν Ἀρσένιο σκεπασμένο μὲ ἄλλα
ἐνδύματα. Κρινόμενος λοιπὸν ὁ Ἅγιος καὶ κατηγορούμενος ὅτι ἐφόνευσε τὸν Ἀρσένιο,
ἐρώτησε τοὺς παρόντες ἂν γνωρίζουν τὸν...Ἀρσένιο.
Ναὶ εἶπαν οἱ κατήγοροι, τὸν γνωρίζουμε. Τότε ὁ Ἅγιος
παρουσίασε μπροστὰ στὴ σύνοδο τὸν Ἀρσένιο καὶ τοὺς ρώτησε: Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἀρσένιος; Ναί, αὐτὸς εἶναι, εἶπαν μὲ κομμένη τὴν ἀνάσα. Τότε ἔδειξε τὰ χέρια του καὶ τοὺς λέγει:
-Να τὸ δεξὶ χέρι. Νὰ καὶ τὸ ἀριστερό, τὰ ὁποία παραλάβαμε ἀπὸ
τὸ Δημιουργὸ καὶ Θεὸ μᾶς ὅλοι ἐμεῖς ποὺ γεννηθήκαμε ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα καὶ
ἂς μὴ ζητᾶ κανεὶς τρίτο χέρι ἀπὸ τὸν Ἀρσένιο.
Οἱ ἀρειανοὶ καταντροπιάστηκαν, βγῆκαν ὅμως ἀπὸ τὴ σύνοδο ὀργισμένοι
καὶ παρώξυναν τὸ λαὸ νὰ κινηθεῖ κατὰ τοῦ Μ. Ἀθανασίου, καὶ τὸ πέτυχαν. Ὁ Ἅγιος
γιὰ νὰ σωθεῖ κατέφυγε σὲ ἕνα ξηροπήγαδο σκοτεινὸ καὶ ἄνυδρο ὅπου κρύβονταν ἔξι ὁλόκληρα
χρόνια. Αὐτὸ ἦταν ἡ ἀρχὴ τῆς ταλαιπωρίας του. Ἔζησε ἐν συνέχεια μὲ διωγμοὺς καὶ
ἐξορίες ἐπὶ σαράντα δύο χρόνια καὶ τελικὰ ἐπανῆλθε στὸ Θρόνο Του καὶ τελείωσε τὴ
Ζωή του σὲ βαθὺ γῆρας εὐχαριστώντας καὶ Δοξάζοντας τὸ Θεὸ τὸ 373 μ.Χ.
Ἡ Μνήμη Τοῦ τιμᾶται στὶς 18 Ἰανουαρίου καὶ ἡ ἀνακομιδὴ τῶν
Λειψάνων Του στὶς 2 Μαΐου.
«Ὀρθόδοξος
Κυψέλη», Συκιὲς Θεσσαλονίκης