Τὸ γράφω καὶ τὸ ξαναγράφω ἐν εἴδει λυγμοῦ πλέον: «Ὅλα τὰ
ἔθνη γιὰ νὰ προοδεύσουν πρέπει νὰ βαδίσουν ἐμπρός, πλὴν τοῦ ἑλληνικοῦ ποὺ
πρέπει νὰ στραφεῖ πίσω», κατὰ τὸ ἀειθαλῆ λόγο τοῦ ἀθηναιογράφου Δημήτρη
Καμπούρογλου. Πίσω, ὄχι ὡς στείρα προγονολατρία καὶ μίζερη καημενολογία γιὰ
περασμένα μεγαλεῖα, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀναπνεύσουμε λίγο, νὰ στυλωθοῦμε καὶ πάλι
στὰ πόδια μας, νὰ ἀποτινάξουμε τὰ σάβανα τῆς ντροπῆς καὶ τῆς ἐνοχῆς ποὺ μᾶς
φόρτωσαν οἱ ἀνθρωποκάμπιες ποὺ «ὁρίζουν» τὶς τύχες τοῦ τόπου καὶ τοῦ κόσμου.
«Εἴμαστε λαὸς μὲ παλικαρίσια ψυχὴ» μᾶς κανοναρχοῦσε ὁ
Σεφέρης, δὲν πέρασαν πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε. Καὶ τὴν ψυχή μας, τὴν ἀκατάλυτη,
τὴν ρωμαίικη, δὲν θὰ τὴν «ματαβροῦμε», ὅταν θὰ ἔλθει ἡ «ἀνάπτυξη» καὶ οἱ
ἐλεημοσύνες ἀπὸ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ε-κκὲ-νωση, ἀλλὰ ὅταν «ἀγροικήσει»,
«τί ἔχασε, τί εἶχε, τί τῆς πρέπει», ἡ ψυχή μας, ἡ γεμάτη μπάζα καὶ σκύβαλα.
Ὄχι ὅτι τὸ παρελθὸν ἦταν παραδείσια ζωή. Δὲν τὸ
ἐξωραΐζουμε. Καὶ οἱ παλιοί, «οἱ ἀρχαῖοι ἄνθρωποι» τοῦ Κόντογλου, εἶχαν τὰ πάθια
καὶ τοὺς καημούς τους καὶ ἐπλεόναζεν ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ ὑπῆρχε μία ἀρχοντιά, μία
πνευματικότητα γνήσια καὶ ἀκίβδηλη, πίστη καὶ μετάνοια δὲν τοὺς ἔλειπαν. Μὲ
αὐτὲς γαλήνευε ἡ ψυχή τους. Μ’ αὐτοὺς τοὺς δικούς μας ἀνθρώπους πρέπει νὰ....ξαναμιλήσουμε.
Νὰ ἀκούσουμε τὶς ὀρμήνειές τους, τὶς συμβουλές τους, νὰ
δοῦμε τὴν ζωή τους, νὰ γνωρίσουμε τὴν Ἑλλάδα, τὴν πραγματική, τὴν ἀληθινὴ
πατρίδα μας, αὐτὴ ποὺ γέννησε Ὁμήρους, Χρυσοστόμους καὶ Παλαιολόγους καὶ
Κανάρηδες, ἀνθρώπους ποὺ μοσκοβολᾶνε σὰν τὸ Τίμιο Ξύλο καὶ ὄχι τὸ τωρινό,
μουχλιασμένο ἀποφόρι τῶν Φράγκων καὶ τῶν ἡμέτερων μασκαράδων. «Ἀπὸ στεριὰ κι
ἀπὸ θάλασσα βγαίνει φωνὴ καὶ βόγγος: θέλουμε νὰ ζήσουμε ἑλληνικά! Ἑλλάδα χωρὶς
ζωὴ ἑλληνική, εἶναι Ἑλλάδα πεθαμένη». Λόγια του Κόντογλου. (Ὅποιος διάβασε τὸ «Εὐλογημένο
Καταφύγιο» θὰ καταλάβει τὸ γιατί οἱ συνεχεῖς παραπομπὲς στὸ μεγάλο
Δάσκαλο τοῦ Γένους).
Συνηθίζω μὲς στὴν τάξη - φέτος διδάσκω Στ’ Δημοτικοῦ- «νὰ
προβάλλω» στοὺς μαθητές μου τοὺς ἥρωες τοῦ Εἰκοσιένα. Ἐξάλλου ἡ ἱστορία ποὺ
διδασκόμαστε σ ’αὐτὴν τὴν τάξη εἶναι ἡ νεώτερη στὴν ὁποία κυριαρχεῖ ἡ
Εὐλογημένη Ἐπανάσταση. Ἐνθουσιάζονται τὰ παιδιά, ὅταν ἀκοῦνε λόγια καὶ
ἐπεισόδια τῆς ζωῆς τῶν ἀγωνιστῶν, ποὺ διασώθηκαν στὴν τότε λαϊκὴ γλώσσα καὶ ὄχι
στὶς ψυχρὲς καὶ ἄψυχες ἀρχαϊκοῦρες τῶν γραμματιζούμενων.
Ἀλλὰ ἐδῶ ἀπαιτεῖται μία ἐπεξηγηματικὴ παρένθεση. Εἶναι
γνωστὸ πὼς μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τὸ ἔθνος ἔπρεπε νὰ ὀργανωθεῖ κατὰ τὸ πρότυπά
της πεφωτισμένης Δύσης, ὥστε νὰ καταστεῖ «ἐφάμιλλον» αὐτῆς. Ὁ σaτανικὸς αὐτὸς
ἐξευρωπαϊσμὸς περνοῦσε καὶ μέσα ἀπὸ τὴν γλώσσα. Ἀντὶ νὰ χρησιμοποιηθεῖ ἡ λαϊκὴ
γλώσσα, τὸ φυσικὸ δοκιμασμένο ὄργανο ἐπικοινωνίας στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν
Ἑλλήνων, ἐπιστρατεύεται ἡ ἀπολιθωμένη λογία.
Οἱ καλαμαράδες, οἱ ψαλιδόκωλοι -οἱ περισσότεροι ἦρθαν στὴν
Ἑλλάδα μετὰ τὴν ἔνοπλη ἐξέγερση -ἔχουν τυφλωθεῖ ἀπὸ τὴν ἰδέα τοῦ νεοκλασικισμοῦ
καὶ υἱοθετοῦν μία γλώσσα ἀκατανόητη ἀπὸ τὸ σύνολο τοῦ ἀγράμματου τότε λαοῦ.
Ἐπιπλέον οἱ ἀγωνιστὲς παραγκωνίζονται καὶ περιφρονοῦνται, οἱ ἐπίκαιρες κρατικὲς
θέσεις καταλαμβάνονται ἀπὸ τοὺς «σπουδαγμένους» καὶ γλωσσομαθεῖς.
Γιὰ τὴν «προσφορὰ» τοὺς γράφει ὁ Μακρυγιάννης: «Ἡ ἀφεντιά
σας, οἱ ξενοφερμένοι πατριῶτες, εἶστε καὶ οἱ πρῶτοι πολιτικοὶ καὶ οἱ δεύτεροι
καὶ οἱ τρίτοι καὶ οἱ τέταρτοι καὶ οἱ πέφτοι καὶ οἱ ἔχτοι κι ἀκόμα εἰς ὅλα τὰ
πράγματα τῆς πατρίδας. Ἂν εἴχετε ἀρετὴ κι ὁμόνοια, γένονταν αὐτά; Διατιμιόταν
(=καταστρεφόταν) τὸ δυστυχισμένο, τὸ ἀθῶο ἔθνος; Μπαίναν ὅλοι οἱ
μπερμπάντες παντοῦ». (Ἀπομνημονεύματα).
Ἡ γεμάτη θυμοσοφία, ἐπιγραμματικότητα καὶ ζωντάνια γλώσσα
τοῦ Μακρυγιάννη, ἡ γλώσσα τοῦ λαοῦ δὲν ταιρίαζε στοὺς λογιότατους καὶ
σοφολογιότατους, τύπου Κοραῆ, τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι πασχίζουν νὰ ἀναστήσουν τὴν
ἀρχαία ἑλληνική. Ὁ Μακρυγιάννης εὐτυχῶς ἔκατσε καὶ ἔμαθε ὀλίγα κολυβογράμματα,
γιὰ νὰ μὴν τρέχει στοὺς καφενέδες-ὅπως γράφει- καὶ διέσωσε τὸν ἀριστουργηματικὸ
λόγο τῶν ἀγωνιστῶν.
Τὰ ἀπομνημονεύματα ὅμως ἄλλων καπεταναίων εἶναι
ὑπαγορευμένα στοὺς γραμματικούς, οἱ ὁποῖοι τὰ μετέφεραν στὴν λόγια γλώσσα. Τὸ
νεῦρο, τὸ πάθος, ἡ μεγαλοσύνη τῶν ἀγωνιστῶν μπροστὰ στὸν κίνδυνο, στὴ μάχη,
στὸν θάνατο, γίνονται φιλολογία τυποποιημένη, μεγαλοστομία, φραστικὸς
τραγέλαφος.
Ο Τερτσέτης, ὁ ὁποῖος δὲν κατέγραψε τὰ «ἀπομνημονεύματα»
τοῦ Κολοκοτρώνη, στὴν γλώσσα τοῦ Γέρου, διασώζει τὸ ἑξῆς χαρακτηριστικὸ
ἐπεισόδιο: Ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε πολλὲς φορὲς ἀγανακτήσει ἀπὸ τὰ πομπώδη καὶ φλύαρα
κείμενα τῶν γραμματικῶν του.
Κάποτε περνώντας μὲ τ’ ἀσκέρι τοῦ νύχτα κοντὰ στὸ
μοναστήρι τῆς Βελανιδιᾶς, πρόσταξε τὸν γραμματικό του νὰ γράψει ἕνα μήνυμα πρὸς
τὸν ἡγούμενο, γιὰ νὰ τοῦ στείλει τυρὶ ποὺ χρειαζόταν τὸ καταπονημένο στράτευμα.
Ὁ λογιότατος γέμισε δύο-τρεῖς σελίδες κατεβατό. Μὲ τὰ κομψά του γράμματα, τοὺς
κούφιους τίτλους καὶ τὶς δασκαλικὲς περιττολογίες.
-«Ἀκόμα μωρέ;»
τὸν ρώτησε ὁ Κολοκοτρώνης, βλέποντας τὸν νὰ
ἱδρώνει καὶ νὰ καθυστερεῖ. Παίρνει τὸ χαρτί, βλέπει τὰ κατορθώματα τοῦ γραμματικοῦ
καὶ φρίττει. Σκίζει ἕνα κομμάτι χαρτὶ καὶ γράφει ὁ ἴδιος τὸ λακωνικὸ μήνυμα,
τρεῖς λέξεις ὅλες κι ὅλες, στὸ μοναστήρι: «Γούμενε,
τυρί, Κολοκοτρώνης». Σὲ μία ὥρα εἶχαν καταφθάσει οἱ τενεκέδες μὲ τὸ τυρί.
Νόστιμο καὶ χαριτωμένο εἶναι καὶ τὸ παρακάτω ἐπεισόδιο,
πάλι ἀπὸ τὸν Κολοκοτρώνη. Τέτοια περιεῖχαν τὰ παλαιότερα βιβλία γλώσσας, ἀλλὰ
τὸ νεοταξικὸ κηφηναριὸ τὰ ἐξοβέλισε ἀπὸ τὰ βιβλία γιὰ νὰ «χωρέσουν» οἱ 35
συνταγὲς μαγειρικῆς ποὺ φιλοξενοῦν τὰ «περιοδικὰ ποικίλης ὕλης», ὅπως
ἀπροκάλυπτα ὀνομάζω τὰ νῦν γλωσσικὰ ἐγχειρίδια.
«Κατὰ τὴν ἄφιξη τοῦ Ὄθωνα στὴν Τριπολιτισὰ ἔγινε δοξολογία
πανηγυρικὴ καὶ ὕστερα μίλησε ὁ λογιώτατος δάσκαλος Λουκᾶς στὸ λαὸ καὶ στὸ
στρατὸ ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ στὴν Πόρτα τ’ Ἀναπλιού. Ἀφοῦ εἶπε πολλὰ καὶ
ἀκαταλαβίστικα ὁ λογιώτατος βάζει μία φωνὴ στὸ πλῆθος τῶν φουστανελάδων
ἀγωνιστῶν:
-Πῦρ κροτοβόλει!
Ἀλλὰ κανεὶς δὲν καταλάβαινε. Τὸ εἶπε μία, φώναξε δύο, οἱ
Μωραϊτες κοιτοῦσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο σαστισμένοι. Ὥσπου ἀκούγεται ἀπὸ ἕνα χαγιάτι
ἡ βροντερὴ φωνὴ τοῦ Κολοκοτρώνη:
-Φωτιὰ ὠρέ!
Καὶ τότε ἀδείασαν ἑορταστικὰ στὸν ἀέρα τουφέκια καὶ
πιστόλες». (Κ. Σιμόπουλου, «Ἡ Γλώσσα καὶ τὸ Εἰκοσιένα», ἔκδ. «ΣΤΑΧΥ», σέλ. 63).
Καὶ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ περίφημο γράμμα, ποὺ ἔστειλε τὸ λιοντάρι τῆς Γραβιᾶς,
ὁ Ὀδυσσέας Ἀντροῦτσος, στὸν Ἀναστάσιο Λόντο. «Τὸν περισσότερο καιρὸς τῆς ζωῆς
μου ποῦ τὸν ἐπέρασα; Τὸν ἐπέρασα σκοτώνοντας Τούρκους. Τὸν ἐπέρασα εἰς τὰ
σπήλαια καὶ εἰς τὰ βουνά, στὰ καρτέρια τῶν δρόμων. Οἱ λόγγοι καὶ τὰ ἄγρια θηρία
εἶναι μάρτυρες ὅτι δυσκόλως ἔφευγε Τοῦρκος ἀπὸ τὰ χέρια μου ἂν ἐζύγωνε καμμιὰ
πενηνταριὰ ὀργιές».
(Κάτι τέτοια ὄμορφα λόγια μπορεῖ ὁ δάσκαλος νὰ τὰ ἀναθέτει
γιὰ ὀρθογραφία στοὺς μαθητὲς τοῦ-ὀρθογραφία ποὺ καταργήθηκε ὡς διδακτικὴ
δραστηριότητα ὅπως καὶ ἡ καλλιγραφία. Τὸ κέρδος εἶναι πολλαπλό: ἀπομνημονεύουν
οἱ μαθητὲς σπουδαία λόγια ἡρώων, ἐλευθερωτῶν μας καὶ περιορίζεται ὁ κίνδυνος νὰ
καταντήσουν, αὔριο-μεθαύριο, ἐθνομηδενιστὲς κουκουλοφόροι, ταμπουρωμένοι σὲ
κάποια «βίλα»).
Καὶ γιὰ ἐπίλογο καὶ πάλι ὁ Θοδωρὴς Κολοκοτρώνης, τὸ
ἀθάνατο Εἰκοσιένα διδάσκει καὶ παρηγορεῖ στοὺς σακάτικους καιρούς μας.
Διαβάζεις καὶ ἀπὸ τὴν μία αἰσθάνεσαι ὀσμὴν εὐωδίας καὶ λεβεντιᾶς καὶ ἀπὸ τὴν
ἄλλη σκέφτεσαι καὶ ἀηδιάζεις μὲ τοὺς ἀνεπρόκοπους γυμνοσάλιαγκες τῆς
σήμερον. Ἀντιγράφω ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «ΓΝΩΣΕΙΣ». (τεῦχος 3, 1958, σέλ. 46).
«Ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε συνείδηση τῆς λιτότητας τῆς μεγάλης
αὐτῆς καὶ πατροπαράδοτης ἑλληνικῆς ἀρετῆς, αὐτῆς ποὺ ἔχει ἀνεβάσει τὴ φτώχειά
μας στὴν περιωπὴ τῆς ὑπερηφανείας, γιατί εἶναι συγχρόνως καὶ μία ἠθικὴ νίκη
κατὰ τοῦ ὑλισμοῦ. «Τὴν 20ην Ἰουλίου 1821 συνέτρωγαν ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης καὶ ὁ
Κολοκοτρώνης στοὺς ἴσκιους τῶν δέντρων τοῦ Ἄστρους. Γίδα ψητὴ στρωμένη σὲ
φύλλα, ἀσκὶ μὲ ρετσινόκρασο, μισὸ φλασκὶ γιὰ ποτήρι καὶ μαῦρο ψωμὶ ἦταν ἡ
ἑτοιμασία τοῦ γεύματος. Ὅταν ἐκάθησαν, κόβοντας ὁ Κολοκοτρώνης τὸ ψητὸ μὲ τὰ
χέρια του, εἶπε στὸν Ὑψηλάντη: «Αὐτὰ εἶναι τὰ χρυσὰ πηρούνια καὶ τὰ χρυσὰ
μαχαίρια τῆς Ἑλλάδας καὶ αὐτὸ τὸ ρετσινάτο εἶναι τὰ πολύτιμα κρασιά της». Ἄρεσε
στὸν φιλόπατριν Ὑψηλάντην τὸ γεῦμα τοῦ Κολοκοτρώνη, ἐπειδὴ ἐννόησε τὸ πνεῦμα
του. Ἤθελε νὰ τὸν προλάβει ὁ Κολοκοτρώνης μὲ μάθημα, αὐτὸν ἀναθρεμμένον μὲ ὅλην
τὴν πολυτέλειαν τῆς εὐζωϊας, καὶ νὰ τοῦ εἰκονίσει τὰς δεινοπαθείας τοῦ
ἑλληνικοῦ ἀγῶνος».
Παράδοση εἶναι ἡ
ζωντανὴ φωνὴ τῶν κεκοιμημένων καὶ ὁ Κολοκοτρώνης συνεχίζει τίς… παραδόσεις του
στὸ Γένος.