Ο Μπαράκ Ομπάμα ορκίζεται πρόεδρος των ΗΠΑ για δεύτερη
φορά. Θεωρείται ότι η δεύτερη περίοδος είναι το διάστημα που ο πρόεδρος
σκέφτεται την κληρονομιά που θα αφήσει. Ο Ομπάμα, δεν αποτελεί εξαίρεση. Δεν
θέλει να τον θυμόμαστε μόνο ως τον πρώτο αφρο-αμερικανό ένοικο του Λευκού
Οίκου.
Στην εσωτερική πολιτική σκηνή, όλοι σημειώνουν την
πρωτοφανή πόλωση των απόψεων, τη μεγάλη αντιπαράθεση των πολιτικών κομμάτων, η
οποία οδηγεί σε δυσλειτουργία την κρατική μηχανή. Ο Ομπάμα θα πρέπει να
«πολεμήσει» με το Κογκρέσο για οποιαδήποτε οικονομική ή δημοσιονομική υπόθεση,
κυρίως για το τεράστιο κρατικό χρέος. Ταυτόχρονα θα πρέπει να εμποδίσει
τη διάβρωση του νομοθετικού του τέκνου: Των μεταρρυθμίσεων στην
υγειονομική περίθαλψη. Όλοι συμφωνούν ότι η θέση του Ομπάμα στην ιστορία
εξαρτάται από το αν θα μπορέσει να βάλει τη χώρα του στο δρόμο της οικονομικής
ανάπτυξης.
Στην εξωτερική πολιτική, ο Ομπάμα φαίνεται αποφασισμένος
να ταυτίσει την πολιτική των ΗΠΑ με το όραμα του για το διεθνές σύστημα.
Αν και για κάθε αμερικανό πρόεδρο, η ανάγκη της αμερικάνικής παγκόσμιας
πρωτοκαθεδρίας είναι αξίωμα, ο ίδιος καταλαβαίνει ότι οι συνθήκες έχουν
αλλάξει. Ο πρόεδρος Ομπάμα, δεν υποστηρίζει την απόλυτη ηγεμονία των ΗΠΑ και
δεν είναι οπαδός της επιθετικής παρέμβασης σε άλλες χώρες. Προτιμά τη
διπλωματία, τους διεθνείς θεσμούς, με τους οποίους η Αμερική μπορεί να περάσει
σε άλλους ώμους το βάρος της αντιμετώπισης της παγκόσμιας κρίσης, καθώς και να
προχωρά σε συμφωνίες με άλλες χώρες που δεν είναι σύμμαχοι της.
Η νέα γεωπολιτική
πραγματικότητα
Η πρώτη θητεία του Μπαράκ Ομπάμα στο Λευκό Οίκο έδειξε ότι
η κατανόηση της πραγματικότητας από μόνη της, δεν σημαίνει ότι υπάρχει
και η γνώση για το τι πρέπει να γίνει. Από τα τέλη της δεκαετίας του 2000, η
εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ γίνεται πιο αντιδραστική. Ανταποκρίνεται μεν στις
εντάσεις, αλλά δεν προτείνει στρατηγικά σχέδια. Από ότι φαίνεται, ένα αξιόπιστο
σχέδιο είναι αδύνατο να προταθεί. Κατ’ αρχήν, επειδή η διεθνής κατάσταση είναι
απλά, απρόβλεπτη. Αλλά οι αμερικανοί αξιωματούχοι δεν θέλουν να αναγνωρίσουν
αυτή την πραγματικότητα, διότι αυτό θα ισοδυναμούσε με το να παραδεχτούν ότι οι
ΗΠΑ δεν είναι η ηγέτιδα δύναμη του κόσμου, αλλά απλά μια χώρα του πλανήτη. Η
πιο ισχυρή μεν, αλλά ευάλωτη απέναντι σε ανεξέλεγκτες διαδικασίες, όπως και οι
άλλες χώρες.
Η τελευταία προεκλογική εκστρατεία, ειδικά οι
προκριματικές διαδικασίες των Ρεπουμπλικάνων, έδειξε ότι στην αμερικανική
κοινωνία αυξάνονται οι διαθέσεις για μια λιγότερο φιλόδοξη εξωτερική πολιτική.
Αλλά οι «εκλάμψεις» αυτές εξακολουθούν να έχουν ακόμα περιφερειακό χαρακτήρα.
Έτσι, οι προσπάθειες του Ομπάμα να «εστιάσει», όσον αναφορά στο θέμα της
διεθνούς επιρροής, θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε ένα αντιπολιτευτικό κύμα, που θα
συνοδεύεται από κατηγορίες για αδυναμία χειρισμών.
Ουάσιγκτον καλεί
Μόσχα
Οι αμερικανο-ρωσικές σχέσεις στο κατώφλι της
δεύτερης προεδρικής θητείας του Μπαράκ Ομπάμα, είναι παράδοξες. Η Ρωσία
δεν είναι μεταξύ των προτεραιοτήτων, αλλά είναι σημαντική για τον ίδιο τον
πρόεδρο, ο οποίος ελπίζει να προχωρήσει σε επίλυση των σημαντικότερων ζητημάτων
που αντιμετωπίζει, με τη βοήθεια της Μόσχας.
Ούτε ο Λευκός Οίκος, ούτε το Κρεμλίνο, τείνουν σε μια
φανερή σύγκρουση, αλλά προς το τέλος του 2012, η κρίση τελικά ενεφανίσθη. Ο
«Νόμος Μαγκνίτσκι» και η ρώσικη απάντηση σε αυτόν. Η ατμόσφαιρα είναι τεταμένη,
αν και αντικειμενικοί λόγοι για εντάσεις δεν υπάρχουν. Την προηγούμενη περίοδο
δεν είχε συμβεί τίποτα που θα μπορούσε να εξηγήσει μια τέτοια επιδείνωση. Δεν
βρήκαμε νέες θεμελιώδεις αντιφάσεις (η προαναφερθείσα σύγκρουση είναι μάλλον
θέμα που αφορά στην επικοινωνιακή σφαίρα και στην σφαίρα των συναισθημάτων).
Δεν θα πρέπει να περιμένουμε περαιτέρω επιδείνωση της
κατάστασης. Το θέμα δεν αξίζει τον κόπο. Το κύμα του Δεκεμβρίου θα περάσει,
αφήνοντας μια πικρή γεύση. Όμως, και ανάπτυξη στις σχέσεις δεν θα έχουμε. Η
Ρωσία και η Αμερική δεν έχουν ατζέντα που να αφορά στα προβλήματα του παρόντος
και του μέλλοντος. Στην Ουάσινγκτον, στην πραγματικότητα ελπίζουν στην
«Επανακίνηση -2», δηλαδή στη συνέχιση του διμερούς διαλόγου πάνω σε θέματα στα
οποία υπήρξαν κάποιες σχετικές επιτυχίες στην περίοδο 2009-2010. Και πάνω απ'
όλα, στην περαιτέρω μείωση των πυρηνικών.
Αλλά αυτή η ατζέντα δεν θα λειτουργήσει. Η Ρωσία, ούτε να
ακούσει δεν θέλει για νέες συμφωνίες σε αυτόν τον τομέα. Αλλωστε, μας βολεύουν
όλα όσα ήδη συμφωνήσαμε. Αυτή είναι η αρχική προδιάθεση, από το πλαίσιο της
οποίας δεν είναι κατανοητό πως θα ξεφύγουμε. Οι συνομιλίες για τη στρατηγική
σταθερότητα παραμένουν ο κύριος άξονας. Κανένα άλλο θέμα δεν θα
χρησιμεύσει.
Η εμπειρία της δεκαετίας του 2000 δείχνει ότι, όταν η μια
πλευρά χάσει το ενδιαφέρον της για τη μείωση των εξοπλισμών (την εποχή εκείνη
ήταν η κυβέρνηση Μπους του νεώτερου), αρχίζει μια επικίνδυνη υποβάθμιση
στις διμερείς σχέσεις. Το ποιό θα είναι όμως το θέμα που θα αντικαταστήσει το
«ξεχειλωμένο» ζήτημα της αριθμητικής καταμέτρησης των πυρηνικών κεφαλών,
είναι κάτι που παραμένει ακόμα άγνωστο.
Φιόντορ Λουκιάνοφ, Ροσίσκαγια Γκαζέτα
Ο Φιόντορ Λουκιάνοφ, είναι αρχισυντάκτης του περιοδικού «Η
Ρωσία στην Παγκόσμια Πολιτική» (Russia in Global Affairs) και πρόεδρος του
Συμβουλίου Εξωτερικής και Αμυντικής Πολιτικής.
Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στη ηλεκτρονική διεύθυνση: