Μια φορά, δυο βατραχάκια έπεσαν σε ένα βάζο με αφρόγαλα. Αμέσως κατάλαβαν ότι βούλιαζαν. Ήταν αδύνατον
να κολυμπήσουν ή να επιπλεύσουν για πολύ μέσα σ' εκείνη την πηχτή μάζα που
έμοιαζε με κινούμενη άμμο. Στην αρχή, τα βατραχάκια χτυπούσαν με μανία τα πόδια
τους για να φτάσουν στην άκρη του δοχείου! Όμως, ήταν ανώφελο. Απλώς πλατσούριζαν στο ίδιο σημείο και βυθίζονταν
περισσότερο. Ένιωθαν ότι γινόταν όλο και δυσκολότερο ν’ ανέβουν στην επιφάνεια
και ν” αναπνεύσουν!
Το ένα φώναξε: «Δεν μπορώ άλλο. Είναι αδύνατον να βγεις από
εδώ. Σ’αυτό το υλικό δεν μπορείς να κολυμπήσεις. Αφού θα πεθάνω, δεν βλέπω
γιατί πρέπει να παρατείνω το βάσανό μου. Τι νόημα έχει να πεθάνεις εξαντλημένος
από μια στείρα προσπάθεια;»
Μόλις το είπε αυτό, έπαψε να χτυπάει τα πόδια του και
βυθίστηκε αμέσως. Το κατάπιε κυριολεκτικά το αφρόγαλα!
Το άλλο βατραχάκι, πιο επίμονο και ίσως πιο πεισματάρικο,
σκέφτηκε: «Δεν γίνεται! Δεν υπάρχει τρόπος να κουνηθείς μέσα σ’αυτό το πράγμα.
Ωστόσο, παρόλο που ο θάνατος πλησιάζει, προτιμώ να παλέψω ως την τελευταία
στιγμή παρά να περιμένω πότε θα έρθει για να με πάει βόλτα! Δεν θέλω να πεθάνω
ούτε δευτερόλεπτο πριν την ώρα μου!»
Συνέχισε να πλατσουρίζει στο ίδιο σημείο δίχως να προχωρεί
ούτε εκατοστό, για άπειρες ώρες…. Και ξαφνικά, τόσο που χτυπούσε τα πόδια του
το αφρόγαλα έπηξε και έγινε βούτυρο
! Το βατραχάκι πήδηξε και έφτασε κάνοντας πατινάζ στην άκρη του δοχείου. Και
γύρισε στο σπίτι του κοάζοντας χαρούμενο!!!….