Νεανίας, άγγελος στον ουρανό Βασίλειος Δαρδανός, φοιτητής.
«Δεν φοβάμαι το θάνατο»
Τον περασμένο Αύγουστο φτερούγισε για τον Ουρανό η αγνή
ψυχή του 19χρονου Βασιλείου Δαρδανού,
από τον Αλίαρτο Βοιωτίας. Ήταν
τελευταίος γιός του ευσεβούς Ιερατικού ζεύγους π. Παναγιώτη και Μαργαρίτας,
δοκίμασε τον πόνο από τη λεγόμενη επάρατη νόσο λίγο μετά την επιτυχία του στη
Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επί ένα χρόνο φοίτησε στο σχολείο
του πόνου και πήρε ομολογουμένως άριστα. Το πτυχίο το πήρε από τα χέρια του
αγωνοθέτους Χριστού.
Στη συνέχεια δημοσιεύουμε την προσλαλιά της θεολόγου
μητέρας του Μαργαρίτας, κατά την εξόδιο ακολουθία, στην οποία προέστη ο Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας π.
Γεώργιος. Η πίστη της θυμίζει μητέρες μαρτύρων και ηρώων. Είπε, λοιπόν, η
ορθόδοξη μάνα τα έξης:
Θέλω να πω ένα λόγο
απλό για το Βασίλη μας, πού να ταιριάζει στην καθαρότητα της καρδιάς του, στη
δυνατή του πίστη, στον τρόπο πού περπάτησε την μαρτυρική του πορεία.
Σήμερα σας
παρακαλούμε, μην ψάχνετε για απαντήσεις λογικές του παρόντος καιρού. Σήμερα σάς
παρακαλούμε εμείς, η οικογένειά του, αρπάξετε την ευκαιρία να περάσετε στην
άλλη λογική, στη σχοινοβασία της πίστης, στην άλλη ανάγνωση της ζωής.
Γιατί σ’ αυτή τη διαδρομή
ο Βασίλης έτσι περπάτησε και αγάπησε τη δοκιμασία του και μας έλεγε συχνά:
«Είναι η καλύτερη χρονιά της ζωής μου, η ασθένεια είναι ευλογία και ευκαιρία».
Και όσο η ασθένεια
έφθειρε το νεανικό του σώμα, τόσο ανανέωνε το πνεύμα του και καθάριζε την ψυχή
του. Ο μικρότερός μας προπορεύεται σήμερα Ίσως και ο καλύτερος μας. Και είναι!
Αν και έζησε λίγο, σα να συμπλήρωσε χρόνια πολλά. Και ο Κύριος μας τον δοκίμασε
και τον βρήκε άξιο για τον εαυτό Του. Ο Βασίλης στην αρχή της δοκιμασίας του
έλεγε: «Ίσως ο σκοπός της ζωής να είναι η αγιότητα».
Και στο τέλος έλεγε:
«Θέλω την αγιότητα. Δεν φοβάμαι τον θάνατο». Μας έλεγε συχνά: «Φοβάμαι, μήπως
χάσω τον παράδεισο».
Γι’ αυτό σήμερα, ας
σκεφτούμε με τη λογική του Βασίλη, την ξένη για τον κόσμο, αφού γι’ αυτόν
είμαστε εδώ, καθώς προπορεύεται όλων μας στην ουράνια πατρίδα. Εμείς, πού του
κρατήσαμε το χέρι απ’ την αρχή ως το τέλος, ξέρουμε, έχουμε την βεβαιότητα, πώς
ό Βασίλης μας «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν», αφού αξιοποίησε και
τελειοποίησε στην πολύμηνη δοκιμασία του, όλα του τα χαρίσματα, την υπομονή,
την ευγένεια, την ταπείνωση, το άριστο ήθος, μα πάνω από όλα τη βαθιά του πίστη
στην πρόνοια του Θεού, στην αγάπη του Θεού.
Μου έλεγε λίγες
μέρες πριν φύγει: «Ξέρει Εκείνος, ξέρει, γιατί τα επέτρεψε όλα». Αυτή του την
πίστη κληροδοτεί σ’ εμάς. Αυτό μάς αφήνει το παιδί μας.
Είμαστε ευγνώμονες
σήμερα στον Θεό, πού μάς αξίωσε να κουβαλήσουμε αυτόν τον Σταυρό, ελάχιστα να
μιμηθούμε την αγάπη Του, και πού μάς έδωσε τη δύναμη, την απόφαση στην καρδιά
μας, την εσωτερική ειρήνη να σταθούμε.
Είμαστε ευγνώμονες
στον Θεό, πού έστειλε τον Βασίλη στη ζωή μας, 19 χρόνια πριν, και μάς αξίωσε να
μεγαλώσουμε ένα παιδί, πού μάς χάρισε τόσες και μόνο χαρές και στάθηκε τόσο
άξια απέναντι στη χάρι του Θεού και τη δέχτηκε στην καλή γη και την
καρποφόρησε.
Όμως στην πορεία δεν
ήμασταν μόνοι.
Η δοκιμασία του
παιδιού μας έδωσε στην αγάπη την ευκαιρία να ξεδιπλωθεί μέσα από την προσευχή
και τη θερμή συμπαράσταση όλων σας με κάθε τρόπο.
Σεβασμιότατε,
επίσκοπε αληθινέ της καρδιάς μας, σάς ευχαριστούμε. Δεν μπορώ να πω για ποιό
από όλα από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή. Για όλα. Ο Κύριος γνωρίζει, και
εμείς, πού γευτήκαμε μίας αληθινής πατρικής παρουσίας.
Όλους σας, σάς
ευχαριστούμε. Αυτούς, πού κουράστηκαν μαζί μας τις μέρες και τις νύχτες των
θεραπειών και του πόνου. Και ιδιαίτερα τούς νέους συνεργάτες της εκκλησιαστικής
επιτροπής, πού σαν αληθινά αδέλφια συνόδεψαν όλο μας τον ανήφορο.
Ευχαριστούμε αυτούς,
πού ύψωσαν θερμό λόγο ικεσίας στην προσευχή τους για μάς. Να γνωρίζουν ότι η
προσευχή τους μάς περιέβαλε ως τείχος απρόσβλητο σε πολύ δύσκολες στιγμές, πού
φαίνονταν αξεπέραστες.
Ευχαριστούμε το
εξαιρετικό προσωπικό του νοσοκομείου, πού αγκάλιασαν το παιδί μας, το φρόντισαν
με τόση αγάπη και ευγένεια, του έκαναν πιο εύκολες τις δύσκολες ώρες της
νοσηλείας, αφήνοντας και σε μάς την γλυκιά αίσθηση πώς το παιδί μας είχε την
καλύτερη φροντίδα, πού θα μπορούσε να έχει.
Βασίλη, γλυκιά μας
λαχτάρα και αγάπη, καλό σου ταξίδι! Σ’ ευχαριστούμε, αγόρι μου γλυκό, για όλα
όσα ξέρουμε και γι’ αυτά πού δεν μπορούμε να κατανοήσουμε.
Εσύ, πού
προπορεύεσαι, τώρα πια ξέρεις πώς παίρνεις το βραβείο της άνω κλήσεως, γιατί το
πόθησες κι αγωνίστηκες γι’ αυτό.
Καλόν παράδεισο,
αγόρι μου, και καλή αντάμωση στην κοινή μας πατρίδα, να μοιραστούμε μαζί σου
αυτό πού ήδη προγεύεσαι.
«Που σου, θάνατε, το
κέντρον; Που σου, Αδη, το νίκος;».
Χριστός Ανέστη!