Τὰ ὅρια τῆς
Ἐκκλησίας καὶ ὁ Οἰκουμενισμὸς
Τοῦ
Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση
Ἡ βασικὴ προβληματικὴ ἡ ὁποία πρόκειται νὰ μᾶς ἀπασχολήσει
εἶναι ἂν ὑπάρχουν σαφῆ διαχωριστικὰ ὅρια μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς
Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνεχίζει χωρὶς διακοπῆ καὶ μὲ πληρότητα τὴν Μία, Ἁγία,
Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, καὶ ὅλων τῶν ἄλλων
χριστιανικῶν ὁμολογιῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσης.
Περισσότερο μάλιστα μᾶς ἐνδιαφέρει σ΄αὐτὴν τὴν διερεύνηση
νὰ ἀναφερθοῦμε στὶς χριστιανικὲς κοινότητες τῆς Δύσεως, τὸν Ρωμαιοκαθολοκισμὸ
καὶ τὸν Προτεσταντισμὸ ὑπὸ τὶς πάμπολλες διασπάσεις του, διότι....γιὰ
τὶς χριστιανικὲς ὁμολογίες τῆς Ἀνατολῆς, τὴν ὀλιγάνθρωπη τοῦ Νεστοριανισμοῦ
καὶ τὴν πολυάνθρωπη τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ ἢ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων, ὑπάρχουν
ἀλάθητες ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ καθολικὴ συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων
καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐν γένει συνειδήσεως, ὥστε νὰ εἶναι ἀδύνατο καὶ
ἀδιανόητο γιὰ μία συνεπῆ καὶ γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία νὰ θεωρήσει τοῦ
Μονοφυσίτες ὡς Ὀρθοδόξους, γιατί ἔτσι ἐξισώνει καὶ ταυτίζει Ὀρθοδοξία καὶ
αἵρεση, ἀλήθεια καὶ πλάνη. Καὶ ὅμως αὐτὸ τὸ ἀδιανόητο καὶ ἀδύνατο γιὰ τὴν
Ἐκκλησία τῶν δεκαεννέα αἰώνων ἔγινε δυνατὸ μετὰ τὸ γκρέμισμα τῶν ὁρίων ποὺ
πέτυχε ὁ Οἰκουμενισμὸς αὐτὴ ἡ παναίρεση τοῦ 20ου αἰώνα. Δὲν ὑπάρχει πλέον σαφὴς
ὁροθετικὴ γραμμὴ ποὺ νὰ χωρίζει καὶ νὰ διακρίνει μέχρι ποὺ φθάνει ἡ Ἐκκλησία
καὶ ποὺ ἀρχίζει ἡ αἵρεση. Κατόρθωσε ἐπὶ δεκαετίες τὸ κακῶς ὀνομαζόμενο
«Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» νὰ ἀλλοιώση τόσο πολὺ τὴν ἐκκλησιολογικὴ
αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων, ὥστε νὰ μᾶς ταυτίσει καὶ ἰσοπεδώσει ὅλους τους
Ἀνατολικούς, ἐμᾶς καὶ τοὺς Μονοφυσίτες, νὰ μᾶς πείσει ὄχι μόνο νὰ στεγαζόμαστε καὶ
νὰ συσκεπτόμαστε σὲ ἐπιτροπὲς κάτω ἀπὸ τὴν κοινὴ ὀνομασία τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλὰ
καὶ οὐσιαστικῶς νὰ μᾶς ὁδηγήσει μὲ τὴν υἱοθέτηση τῆς ἐκκλησιολογίας τῶν
Προτεσταντῶν σὲ ἐκκλησιαστικὴ διακονία μὲ τὴν ἑκατέρωθεν ἀναγνώριση τῶν
μυστηρίων, ὅπως ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια ἔχει κάνει τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας,
ἐσχάτως δὲ γιὰ τὸ γάμο τῶν Κοπτῶν καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας.
ΤΟ ΓΚΡΕΜΙΣΜΑ ΤΩΝ
ΟΡΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ
Ὑπὸ τὸ πρόσχημα τοῦ ὁράματος νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ
κόσμου, ἀντὶ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ μόνη ἀσφαλὴς καὶ σωτήριος μέθοδος τοῦ Χριστοῦ,
ἀποδεχόμενοι μία πίστη, μία σώζουσα ἀλήθεια, νομιμοποίησαν τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ
σχίσματα, ταύτισαν καὶ ἐξίσωσαν τὴν ἀλήθεια μὲ τὴν πλάνη, τὴν ἀληθῆ διδασκαλία
τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων μὲ τὶς ψευτοδιδασκαλίες τῶν νέων ψευδοπροφητῶν καὶ
ψευδοδιδασκάλων. Οἱ Προτεστάντες δέχθηκαν καὶ ἐπρόβαλαν τὴν γνωστὴ «θεωρία τῶν
κλάδων» (branch theory), σύμφωνα μετην ὁποία ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν
ὑπάρχει σὲ καμμία ἀπὸ τὶς ὑπαρκτὲς ὁρατὲς Ἐκκλησίες. Κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς εἶναι
ἕνα τμῆμα, ἕνα κομμάτι, καὶ ὄχι ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Ὅπως στὸν κορμὸ τοῦ
δένδρου ὑπάρχουν κλάδοι πολλοὶ ποὺ ἀποτελοῦν ἰσότιμα μέρη τοῦ δένδρου, ἔτσι καὶ
οἱ ἐπιμέρους ἐκκλησίες εἶναι ἰσότιμα μέρη τοῦ δένδρου τῆς μίας Ἐκκλησίας.
Καμμιὰ ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες δὲν μπορεῖ νὰ διεκδικήσει ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό
της ὅτι εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μάλιστα κὰτ΄αὐτοὺς δὲν εἶναι ὁρατὴ
ἀλλὰ ἀόρατη καὶ ἰδανική. Εἶναι ὄντως ἐφυὴς ἡ θεωρία τῶν κλάδων. Ἂν ὅμως θέλει κανεὶς
νὰ τὴν ἐφαρμόσει ἱστορικά, πρέπει νὰ καταλήξει στὸ συμπέρασμα, ὅτι ἀπὸ τὴν
στιγμὴ ποὺ μερικοὶ κλάδοι ἀποκόπτονται ἀπὸ τὸν κορμὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν
τρέφονται ἀπὸ τοὺς χυμοὺς ξεραίνονται καὶ καταστρέφονται, ὅπως ἀκριβῶς διδάσκει
ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν ἄμπελο καὶ τὸ κλῆμα, τὴν κληματαριὰ δηλαδὴ καὶ τὴν
κληματόβεργα, τὴν κληματίδα, "ἐὰν μὴ τις μένει ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ
κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὰ καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι καὶ
καίεται".
Ἡ θεωρία τῶν Κλάδων ἐπινοήθηκε ἀπὸ τὸν Προτεσταντισμὸ γιὰ νὰ μὴν χάσουν τὴν ἐκκλησιαστικότητα,
τὸν δεσμὸ μὲ τὴν Ἐκκλησία ὅλες οἱ παραφυάδες οἱ προτεσταντικὲς ποὺ ξεφυτρώνουν συνεχῶς. Καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ αὐτή, μὲ
προτεσταντικὴ δηλαδὴ ἐκκλησιολογία, δικαιολογεῖται ὁ τίτλος «Παγκόσμιο
Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ὅπου στεγάζονται ἰσότιμα ὅλες οἱ προτεσταντικὲς ὁμάδες.
Δὲν δικαιολογεῖται ἡ δική μας συμμετοχή, σὰν νὰ εἴμαστε κι ἐμεῖς μία τέτοια
παραφυάδα, καὶ συναποτελοῦμε μὲ ὅλους αὐτοὺς τὴν Ἐκκλησία. Δὲν δικαιολογεῖται
γιὰ μᾶς ἐπίσης οὔτε ὁ ὅρος «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν». Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι
δεδομένη, ἔστω καὶ ἂν ὑπάρχουν αἱρέσεις καὶ σχίσματα, ποὺ δὲν ἔλειψαν στὴ ζωὴ
τῆς Ἐκκλησίας, μὲ μεγάλο ἀριθμὸ ὀπαδῶν καὶ σὲ μεγάλη γεωγραφικὴ καὶ ἐθνολογικὴ
ἔκταση. Ἡ ἔκπτωση καὶ ἡ ἀποκοπὴ μίας χώρας ἢ ἑνὸς ἔθνους ἀπὸ τὴν καθολικὴ τὴν
οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία, δὲν παραβλάπτει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ δένδρο
παραμένει ἑνιαῖο, ὅταν ἀποκοπεῖ ἕνα κλαδί του, ὅπως καὶ τὸ κλῆμα ὅταν ἀποκοπεῖ
ἡ κληματόβεργα. Γὶ΄αὐτὸ ὅπως ὀρθὰ παρατηρήθηκε «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ
νὰ θεωρὶ τὶς καθολικὲς καὶ προτεσταντικὲς ἐκκλησίες τῶν δυτικῶν χωρῶν, ὡς τὶς
νόμιμες καὶ αὐθεντικὲς τοπικὲς ἐκκλησίες αὐτῶν τῶν χωρῶν. Χωρισμένες ἀπὸ τὸν
κορμὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ ἐκκλησίες αὐτὲς δὲν εἶναι πιὰ σὲ σχέση μὲ τὴν ὀρθόδοξη
πίστη, ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παροῦσα
σ΄αὐτὲς τὶς χῶρες».
Συναφὴς πρὸς τὴν ‘θεωρία τῶν κλάδων' εἶναι ἡ θεωρία τῆς «Περιεκτικότητας» τῶν Ἀγγκλικανῶν, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει νὰ περιέχονται, νὰ συμπεριλαμβάνονται, μέσα στὴν ἐκκλησία, θεωρώντας νόμιμη αὐτὴ τὴν εὐρύτητα καὶ τὴν πλατειὰ ἀνοχή, οἱ πιὸ ἀντίθετες διδασκαλίες καὶ ἀποκλίσεις, ἀκόμη καὶ σὲ οὐσιώδη θέματα πίστεως, ἀρκεῖ μὰ μὴν διακοπῆ ἡ κοινωνία καὶ ἡ ἑνότητα τῶν διαφωνούντων.
Γίνεται ἀνεκτὴ π.χ. ἡ
ἀμφισβήτηση τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς περὶ ἀγγέλων καὶ δαιμόνων ἢ ἡ
ἑρμηνεία της μὲ συμβολικὴ ἔννοια, τὰ θαύματα μπορεῖ νὰ θεωρηθοῦν ὡς ἀφύσικα καὶ
μυθώδη συμβάντα, ἡ ὑπερφυσικὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου ὡς μία
φυσιολογικὴ γέννηση κατὰ τοὺς φυσικοὺς νόμους. Ἀκόμα καὶ τὸ θεμελιῶδες δόγμα
τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν ἔχει νόημα ἡ χριστιανικὴ πίστη,
«εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαῖα ἡ πίστις ἠμῶν», ἀνήκει στὴ σφαίρα τοῦ
συμβολισμοῦ καὶ δὲν ἀποτελεῖ ἱστορικὸ γεγονός. Ἂν προσθέσουμε καὶ τὰ τολμηρὰ
ἀνοίγματα τῶν Ἀγγλικανῶν στὶς μέρες μας, τὴν ἔγκριση τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικὼν
καὶ τὴν ἱερολόγηση τοῦ γάμου τῶν ὁμοφιλοφύλων, τὰ ὁποία βέβαια υἱοθετήθηκαν
μετὰ ἀπὸ φοβερὲς ἐσωτερικὲς διαιρέσεις καὶ διαφωνίες, ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι
ἔχουν ξεπεραστεῖ ὅλα τὰ ὅρια, νομιμοποιοῦνται καὶ δικαιολογοῦνται ὅλες οἱ
διαφωνίες καὶ ὅλες οἱ ἁμαρτίες, ἡ Ἐκκλησία γίνεται ξέφραγο ἀμπέλι, συνονθύλευμα
καὶ συμπερίληψη ὅλων τῶν πλανῶν καὶ τῶν καινοτομιῶν.
Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ρωμαικαθολικισμοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προῆλθε ὁ Προτεσταντισμός,
φαίνεται κὰτ΄ἀρχὴν ὅτι ὑπάρχουν ὅρια, ἀφοῦ ἰσχύει καὶ ἐδῶ, ὅπως καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὸ ἀρχαῖο δόγμα extra
Ecclesiam nulla salus, ἐκτός της Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία. Βρῆκε ἡ παπικὴ ἐκκλησιολογία τρόπο
νὰ εὐρύνει τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ οὐσιαστικῶς νὰ δεχθεῖ τὴν ἀόρατη ἐκκλησία
τῶν Προτεσταντῶν. Σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴν ἀντίληψη ἀκόμη καὶ στὶς αἱρετικὲς καὶ
σχισματικὲς ὁμάδες τὸ βάπτισμα εἶναι ἔγκυρο, ἐφόσον τελεῖται ὀρθῶς. Ὅλοι οἱ
Χριστιανοὶ ποὺ ἔχουν βαπτισθεῖ ὀρθῶς εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐκκλησιαστικότητα
ὅμως αὐτὴ εἶναι ἀτελὴς- ὁλοκληρώνεται ὅταν τὰ μέλη αὐτῶν τῶν χωρισμένων ἀπὸ τὴν
Ρώμη αἱρέσεων καὶ σχισμάτων ἀναγνωρίσουν τὸ παγκόσμιο πρωτεῖο δικαιοδοσίας τοῦ
πάπα. Κάθε βαπτισμένος Χριστιανὸς ὁποιασδήποτε χριστιανικῆς ὁμολογίας ὑπάγεται
στὴ δικαιοδοσία τοῦ πάπα, ἡ ἐκκλησιαστικότητα τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων
εἶναι ὑπαρκτὴ καὶ πραγματική, ἁπλῶς εἶναι ἀτελής, ὁλοκληρούμενη μὲ τὴν ἀποδοχὴ
τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Χωρὶς τὴν ἀναγνώριση τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα δὲν προσφέρουν
οἱ ἐκκλησίες αὐτὲς τὸ θεμελιῶδες μέσο σωτηρίας, γὶ΄αὐτὸ εἶναι ἐλλιπεῖς. Αὐτὸς
εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ διατηρεῖ ὁ Παπισμὸς τὴν Οὐνία στὶς ὀρθόδοξες χῶρες, ἀλλὰ
καὶ λατινικὴ ἱεραρχία ἐκεῖ ὄπυ δὲν ὑπάρχουν Λατίνοι πιστοί.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Χρ. Ἀνδροῦτσος ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία
ὑπολαμβάνει τοὺς ὀρθῶς βαπτιζόμενους ὡς «de jure ἀνήκοντας εἰ αὐτὴ καὶ καθιστὰ
ἐπισκόπους διὰ τὰς παροικίας τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν». Ὁ ἴδιος ἐκτιμᾶ ὅτι
αὐτὸ γίνεται γιὰ κυριαρχικοὺς καὶ ἐπεκτατικοὺς σκοπούς, διότι «ἡ κὰτ΄ἀρχὴν
ἀποδοχὴ τοῦ ἐκτός της Ἐκκλησίας βαπτίσματος εὐρύνει ὁμολογουμένως τὰ ὅρια τῆς
μίας ὁρατῆς Ἐκκλησίας, τιθέμενα μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἐκτός της αὐλῆς διατελοῦντα,
ὡς ἐνίστανται ὀρθῶς Διαμαρτυρόμενοι κριτικοί».
Ἀπὸ ὅσα ἐν συντομία ἀναπτύχθηκαν προκύπτει ὅτι ἡ καταβαλλόμενη σήμερα προσπάθεια στὰ πλαίσια τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης γιὰ τὴν προώθηση καὶ ἐπιβολὴ μιᾶς νέας, χωρὶς κανονικὰ ὅρια, ἐκκλησιολογίας,
μὲ ἀποδοχὴ τῆς ἐκκλησιαστικότητας τῶν ἑτεροδόξων, δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Ρωμαιοκαθολικισμὸ καὶ Προτεσταντισμὸ κάτι νέο, τὴν ἔναρξη μίας νέα, δῆθεν, ἐποχῆς, ὅπως διατείνονται,
μερικοὶ Ὀρθόδοξοι οἰκουμενίζοντες θεολόγοι, οὔτε ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική τους αὐτοσυνειδησία καὶ παραχώρηση πρὸς χάριν τῆς ἑνότητας. Τὸ νέο συνίσταται στὸ ὅτι
ἐνέπλεξαν καὶ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθόδοξους σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν ξένη προβληματικὴ καθόλη τὴν
διάρκεια τοῦ 20ου αἰώνα, ὥστε σιγὰ σιγὰ νὰ ἀποδεχθοῦμε καὶ ἐμεῖς αὐτὲς τὶς
ἐκκλησιολογικὲς θέσεις καὶ νὰ παύσουμε νὰ ἀποτελοῦμε μέτρο σύγκρισης καὶ
γνώμονα ποὺ ἐλέγχει τὴν ἐκκλησιαστικότητά τους καὶ τοὺς ὠθεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια
τῆς Ἐκκλησίας, στὴν κατάσταση τῆς αἱρέσεως καὶ τοῦ σχίσματος.
Αὐτὰ λέγονται γιὰ τοὺς ἐνθουσιώδεις Ὀρθόδοξους οἰκουμενιστᾶς, οἱ ὁποῖοι καυχῶνται καὶ αὐτοθαυμάζονται γιὰ μία δῆθεν νέα ἐποχὴ ποὺ ἄνοιξε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὶς πατριαρχικὲς ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν 1902,
1904 καὶ
1920. Σ΄αὐτήν,λοιπόν,
τὴν νέα ἐποχὴ αὐτὸ ποὺ κατορθώθηκε εἶναι νὰ νομιμοποιήσουμε τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ
σχίσματα τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ, νὰ γκρεμίσουμε τὰ ὅρια «ἃ ἔθεντο
οἱ Πατέρες ἠμῶν», τὰ ὁποία μερικοὶ χαρακτήρισαν ὡς τείχη τοῦ Βερολίνου, ἄλλοι
δὲ ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ χαρακτηρίσουν τοὺς ἱεροὺς κανόνες, ποὺ Θέτουν αὐτὰ τὰ
ὅρια, ὡς τείχη τοῦ αἴσχους, τοὺς δὲ Ἁγίους ποὺ ἀγωνίσθηκαν νὰ τὰ περιφρουρήσουν
ὡς ἔχοντας τὴν ἀνάγκη τῶν προσευχῶν μας καὶ τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, γιατί διήρεσαν
τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχει πράγματι ἀνάγκη τοῦ Θείου ἐλέους καὶ τῶν
προσευχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ ὅσους ἐρωτοτροποῦν καὶ συμφύρονται μὲ τὴν
πλάνη. Δὲν αἰσθάνονται ἄραγε κάποιον ἔλεγχο, ὅταν ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀναθεματίζει
τοὺς αἱρετικοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν, ὅταν ψάλλει γιὰ τοὺς Πατέρες ποὺ ἀγωνίσθηκαν
ἐναντίον τῶν αἱρέσεων λέγουσα «λίαν ηὔφρανας τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ κατήσχυνας
τοὺς κακοδόξους», ὅταν τοὺς χαρακτηρίζει ὡς «μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου καὶ
παγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου»;
Κατὰ τὴν σταθερὴ αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων, ὅπως λέγει ὁ Μητροπολίτης Μόσχας Πλάτων, «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνον ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία, ἂλλ΄ἡ μόνη Ἐκκλησία». Καὶ ὅπως προσθέτει ὁ ἐπίσης Μόσχας
Μακάριος «εἶναι ἡ μόνη ἤτις μένει πιστὴ εἰς τὰς ἀρχαίας Οἰκουμενικᾶς Συνόδους
καὶ κὰτ΄ἀκολουθίαν αὐτὴ μόνη ἀντιπροσωπεύει τὴν ἀληθῆ καθολικὴν Ἐκκλησίαν τοῦ
Χριστοῦ, ἤτις εἶναι ἀλάνθαστος». Αὐτὴν τὴν πίστην προέβαλλαν καὶ ἐδίδασκαν τὸ Οἰκουμενικὸ
πατριαρχεῖο καὶ ὅλες οἱ τοπικὲς αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου
αἰῶνος τοῦ ἀπατεῶνος, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ περίοδο αὐτοαιχμαλωσίας τῶν Ὀρθοδόξων
στὰ γοητευτικὰ κηρύγματα τῶν σειρήνων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς ἐκκοσμίκευσης.
Εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρον νὰ παρακολουθήσει κανεὶς τὸ πὼς φθάσαμε σταδιακὰ
σ΄αὐτὴν τὴν νέα πνευματικὴ αἰχμαλωσία, ἐντοπίζοντας τοὺς σταθμοὺς καὶ τὰ
πρόσωπα, ὅπως καὶ τὶς εὐθῆνες ὅλων ὅσοι ἔβλεπαν καὶ βλέπουν τὴν νέα ἀποστασία
καὶ σιωποῦν. Θὰ τὸ ἐπιχειρήσουμε κάποια ἄλλη φορᾶ .
ΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΕΚΤΟΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥΣ ΧΩΡΙΣ ΧΑΡΗ, ΟΙ ΙΕΡΕΙΣ ΤΟΥΣ ΧΩΡΙΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗ.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ νέος Παράδεισος, ἡ νέα φυτεία, ὁ νέος
ἀμπελὼν ποὺ φύτευσε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἀποτελέσει τὸν μοναδικὸ χῶρο, τὸ
μοναδικὸ ἐργαστήριο τῆς σωτηρίας καὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς
ἵδρυσε τὸν θεανθρώπινο αὐτὸ θεσμό, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν γνωστὴ εἰκόνα τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου εἶναι σῶμα Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας,
καὶ ὅλοι οἱ πιστοί, κλῆρος καὶ λαός, μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχει ἕνα
μοναδικὸ σῶμα, μία Ἐκκλησία, δὲν ὑπάρχουν πολλὲς ἐκκλησίες, πολλὰ σώματα μὲ τὴν
ἴδια κεφαλή. Γὶ΄αὐτὸ καὶ στὸ σύμβολο τῆς Πίστεως ὁρίζεται ὅτι πιστεύουμε «εἰς
Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν».
Ἡ ἐνσωμάτωση καὶ συσσωμάτωση στὴν Ἐκκλησία προϋποθέτει ἀπαραίτητα τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως, τὴν ἀποδοχὴ συνόλης της διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων, χωρὶς διάκριση οὐσιωδῶν καὶ ἐπουσιωδῶν θεμάτων. «Ὁ τὸ ἐν λυμαινόμενος», ἀκόμη κι ἂν εἶναι μικρὸ καὶ
ἐπουσιῶδες, « τὸ πᾶν λυμαίνεται». Τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἁρμονικὰ
καὶ ἄψογα κτισμένο τὴ ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπάνω στὰ θεμέλια τῶν
Ἀποστόλων μὲ ἀκρογωνιαῖο λίθο τὸν Χριστό. Δὲν ὑπάρχουν ἄχρηστα ὑλικὰ γιὰ νὰ τὰ
ἀφαιρέσεις οὔτε κακοτεχνίες καὶ κενὰ γιὰ νὰ προσθέσεις. Τεχνίτης καὶ δημιουργός
της Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἄχρηστα ὑλικὰ καὶ προσθαφαιρέσεις
ἐπιχείρησαν νὰ θέσουν καὶ νὰ διαπράξουν οἱ αἱρετικοί, ἐμποδίσθηκαν ὅμως ἀπὸ
τοὺς Ἁγίους Πατέρες.
Ὅσοι δίδαξαν καὶ παραδίδουν διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐδίδαξε καὶ παρέδωσε ὁ Χριστὸς στοὺς Ἀποστόλους καὶ δὶ΄αὐτῶν στὴν Ἐκκλησία εἶναι ψευδοπροφῆτες,
ψευδοδιδάσκαλοι,
καὶ ψευδοποιμένες
, οἱ ὁποῖοι ἀναβαίνουν καὶ εἰσέρχονται ἀλλαχόθεν εἰς τὴν μάνδραν καὶ κατασπαράσσουν τὰ πρόβατα. Αὐτοὶ βρίσκονται ἐκτός της
Ἐκκλησίας, δὲν πρέπει νὰ ἀκοῦμε τὴν διδασκαλία τους καὶ νὰ τοὺς ἀκολουθοῦμε.
Εἶναι οἱ πάσης φύσεως καὶ προελεύσεως αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες ἐμφνίσθηκαν ἀκόμη καὶ
ἐπὶ ἐποχῆς τῶν Ἀποστόλων, ταλαιπώρησαν τὴν Ἐκκλησία κατὰ τὴν δισχιλιετὴ πορεία
της καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ τὴν ταλαιπωροῦν καὶ σήμερα.
Γιὰ νὰ ἀποτραπεῖ ἡ εἴσοδος τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία ἢ ἡ
ἔξοδος τῶν πιστῶν καὶ ἡ εἴσοδός τους σὲ αἱρετικοὺς χώρους ἔξω ἀπὸ τὸν παράδεισο
τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες ὕψωσαν ὅρια, ἔθεσαν φραγμούς. Δὲν
εἶναι ξέφραγο ἀμπέλι ἡ Ἐκκλησία. Στὴν παραβολὴ τοῦ ἀμπελῶνος μὲ τοὺς κακοὺς
γεωργούς, λέγει ὁ Κύριος ὅτι «ἄνθρωπος τὶς ἢν οἰκοδεσπότης, ὅστις ἐφύτευσεν
ἀμπελώνα καὶ φραγμὸν αὐτῶ περιέθηκε». Φραγμὸς εἶναι ἡ ἀποστολικὴ πίστη καὶ
παράδοση, τὰ δόγματα τῆς ἀληθείας, οἱ κανόνες καὶ οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, ὅσα ἐν συμφωνία διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Μόνιμοι σύσταση καὶ στάση
τῶν Ἁγίων Πατέρων στὶς συνόδους καὶ τὰ συγγράμματά τους εἶναι «μὴ μετέρης ὅρια
ἃ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἠμῶν» Καὶ ἡ προσευχομένη καὶ λατρεύουσα Ἐκκλησία ἐκφράζει
τὸ ἴδιο μὲ τὸ θαυμάσιο κοντάκιο τῆς Κυριακῆς τῶν Πατέρων. «Τῶν Ἀποστόλων τὸ
κήρυγμα καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα τὴ Ἐκκλησία μίαν τὴν πίστιν ἐκράτυνεν, ἢ καὶ
χιτώνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ
δοξάζει τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον».
Οἱ Ἀπόστολοι συνιστοῦν νὰ κρατοῦμε τὰ παραδοθέντα, νὰ μὴ
δεχόμαστε διαφορετικὲς διδασκαλίες ἀπὸ τὶς παραδοθεῖσες, ἀκόμη καὶ ἂν κατέβει
ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ μᾶς τὶς διδάξει, νὰ μὴν συναναστρεφόμαστε μὲ
αἱρετικοὺς οὔτε καν νὰ τοὺς χαιρετοῦμε, «καὶ χαίρειν αὐτοῖς μὴ λέγετε». Ὅσα
περὶ αἱρετικῶν διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο τὰ ἐπανέλαβε καὶ τὰ ἐτόνισε στοὺς ἱεροὺς
κανόνες ἡ Ἐκκλησία, οἱ ὁποῖοι ἀπαγορεύουν νὰ συμπροσευχόμαστε μὲ αἱρετικοὺς ἢ
νὰ ἀναγνωρίζουμε καὶ νὰ δεχόμαστε τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, τὰ ὁποία θεωροῦν
ἄκυρα καὶ ἔρημά της Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ παραβαίνοντες αὐτοὺς τοὺς
κανόνες πιστοί, ἐὰν εἶναι κληρικοὶ καθαιροῦνται, ἐὰν εἶναι λαϊκοὶ ἀφορίζονται.
Ἡ αὐστηρότητα αὐτὴ τοῦ Κυρίου, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων δὲν ἔχει δικανικό, τιμωρητικὸ χαρακτήρα, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὰ ἐπιτίμια ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ πνευματικοὶ κατὰ τὴν ἐξομολόγηση.
Ἔχει παιδαγωγικό,
φιλανθρωπικὸ χαρακτήρα. Ἀποβλέπει στὸ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν σωτηρία στὰ μέλη τῆς
Ἐκκλησίας, νὰ μὴν παρασυρθοῦν καὶ προσχωρήσουν στὶς αἱρέσεις καὶ στὰ σχίσματα.
Σὲ ὅσους βρίσκονται μέσα στὶς αἱρέσεις, εἴτε ἐκ καταγωγῆς καὶ γεννήσεως, εἴτε
μὲ ἐθελούσια προσχώρηση, μεταφέρει τὸ μήνυμα νὰ μὴν ἐπαναπαυθοῦν πὼς μποροῦν
δῆθεν καὶ ἐκεῖ νὰ σωθοῦν, ὅπως διακηρύσσουν πολλοὶ οἰκουμενιστὲς ὀρθόδοξοι
θεολόγοι καὶ κληρικοί, οἱ ὁποῖοι φθάνουν στὸ σημεῖο νὰ ἀποτρέπουν τὴν
προσέλευση ἑτεροδόξων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ αἵρεση ἀποτελεῖ χωρισμὸ ἀπὸ τὸν
Θεὸ καὶ ἀπώλεια τῆς σωτηρίας. Ὑπάρχει ἕνα μόνο ἐργαστήριο τῆς σωτηρίας, ἡ
Ἐκκλησία. Δὲν ὑπάρχουν παράλληλα ἐργαστήρια, ἄλλοι χῶροι ὅπου μπορεῖ κάποιος νὰ
σωθεῖ. ΠΗΓΗ