«Παράγει το σχήμα
του κόσμου τούτου» (Α’ Κορ. 7,31). Αυτή είναι η πεποίθηση της Εκκλησίας. Προσδοκούμε την Ανάσταση των νεκρών και τη
ζωή του μέλλοντος αιώνος. Προσδοκούμε τον «πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς», ο Οποίος θα
μας εντάξει όλους στη Βασιλεία Του, «ης
ουκ έσται τέλος». Και είναι «ητοιμασμένη
η Βασιλεία Του από καταβολής κόσμου» (Ματθ.25, 34) για τον καθέναν μας.
Αυτός είναι ο σκοπός της ύπαρξης του ανθρώπου. Να μετάσχει στην Βασιλεία του
Θεού. Αυτήν που φανέρωσε στον κόσμο ο Χριστός. Και που μας έδωσε τη δυνατότητα
να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο θα γίνουμε μέλη της, τόσο δια της
διδασκαλίας Του, όσο και δια του Πάθους και της Αναστάσεώς Του.
Η Βσιλεία του Θεού είναι η αιώνιος ζωή. Είναι η δυνατότητα
να γνωρίσουμε οι άνθρωποι δια του Υιού τον Πατέρα. Να γίνουμε παιδιά του Θεού,
λαμβάνοντας το χάρισμα της υιοθεσίας. Να κοινωνούμε την παρουσία του Χριστού
και να ζούμε την χαρά της συνάντησης με τον πλησίον μας στα πρόσωπα των Αγίων
και των σεσωσμένων. Και να έχουμε αφήσει πίσω μας κάθε φθορά, κάθε αμαρτία,
ακόμη και τον έσχατο εχθρό του ανθρώπου, τον θάνατο. Η Βασιλεία του Θεού όμως δεν
θα περιλάβει όλους τους ανθρώπους. Γιατί η ζωή κοντά στο Θεό έρχεται ως
αποτέλεσμα της ελεύθερης επιλογής του ανθρώπου. Ο καθένας μας καλείται να
ζήσει την Βασιλεία από τον παρόντα κόσμο και χρόνο. Να την
καταστήσει οικεία του. Να ανοίξει την ύπαρξή του σ’ Αυτήν και να νικήσει τα
εμπόδια που κλείνουν το δρόμο, που δεν είναι άλλα από την απουσία της αγάπης,
την αμαρτία και την αδικία.
Ο Χριστός έθεσε τα κριτήρια συμμετοχής του ανθρώπου στη
Βασιλεία του Θεού. Όπως διακριβώνουμε από το Ευαγγέλιο της μελλούσης κρίσεως
αυτά είναι τρία. Η αγάπη προς τους αδελφούς, η οποία αποτυπώνει την αγάπη
προς τον ίδιο το Χριστό, η καλοσύνη και η κατά Θεόν
δικαιοσύνη. Η αγάπη προς τους αδελφούς εκφράζεται δια των έργων.
Είναι τροφή προς τους πεινώντας, το ξεδίψασμα προς τους διψώντας, η
ένδυση προς εκείνους που είναι γυμνοί, είναι η επίσκεψη στους ασθενείς και
στους φυλακισμένους, δηλαδή το μοίρασμα της ζωής και της ύπαρξης με όλους τους
περιθωριοποιημένους του κόσμου, με όλους όσους δυσκολεύονται, με τους
πονεμένους και στερημένους συνανθρώπους. Τα λόγια του Χριστού ηχούσαν παράξενα
στην εποχή του, καθώς απευθύνονταν σε έναν κόσμο, ο οποίος χαρακτηρίζονταν από
την αδιαφορία για τον συνάνθρωπο, από την κτηνωδία έναντι των μη συμμορφούμενων
με τα δόγματα των ισχυρών και με τη αυτάρκεια όσων θεωρούσαν ότι εξέφραζαν τον
νόμο του αληθινού Θεού. Το κήρυγμα του Χριστού ανατρέπει τα δεδομένα της εποχής
του. Δεν κληρονομεί την αιώνια ζωή όποιος δεν βλέπει στο συνάνθρωπό του τον
ίδιο το Χριστό. Δεν κληρονομεί την αιώνια ζωή όποιος δεν δείχνει σεβασμό και
δεν υπολογίζει την μοναδικότητα του ανθρώπινου προσώπου, ανεξάρτητα από
κοινωνικό επίπεδο, μόρφωση, αδυναμία, ήθος ζωής. Δεν κληρονομεί την αιώνια ζωή
όποιος στηρίζεται στην αυτάρκεια της τήρησης του γράμματος του νόμου και δεν
βλέπει ότι ο νόμος αποτελεί την βάση για να ανοιχτεί προς τον
καθένα άνθρωπο, ανεξαρτήτως αν ανήκει ή όχι στον περιούσιο λαό του Θεού.
Το κριτήριο της αγάπης φέρνει μαζί και την καλοσύνη της
καρδιάς. Για να αγαπήσει ο άνθρωπος χρειάζεται η ύπαρξή του να έχει προχωρήσει
σε έξοδο από την οχύρωση στο εγώ. Από τα δικαιώματά του. Να έχει καλλιεργήσει
ένα ήθος προσφοράς και θυσίας. Και αυτό δεν έρχεται χωρίς καλοσύνη. Η
καλοσύνη βλέπει την ανάγκη του διπλανού ως πιο σημαντική από την προσωπική
ανάγκη. Η καλοσύνη πηγάζει από μία καρδιά που έχει συγχωρέσει τον άλλο για την
αποτυχία του να έχει την τροφή που του χρειάζεται, τα ρούχα, την
συντροφικότητα, αλλά και την αποδοχή της κοινωνίας. Για να προσφέρει κάποιος
χρειάζεται να έχει δοτικότητα. Και η δοτικότητα δεν αποκτιέται όταν κέντρο του
κόσμου είναι ο εαυτός μας, αλλά όταν η ψυχή καλλιεργείται στο δρόμο της αρετής,
στο δρόμο της ανθρωπιάς, στο δρόμο της συγχώρεσης. Η καλοσύνη βγαίνει από μια
ταπεινή ψυχή. Από αυτή που έχει συναίσθηση ότι παντού βρίσκεται ο Χριστός. Η
καλοσύνη κάνει τον άνθρωπο να μη νικιέται από τον πειρασμό της
αυτάρκειας, να μην οχυρώνεται πίσω κάθε κρίση και να λειτουργεί όπως μπορεί
ώστε και ο άλλος να ξαναβρει νόημα στη ζωή του, παρηγοριά και γαλήνη,
καλύπτοντας τις υλικές του ανάγκες, αλλά και την ανάγκη του για επικοινωνία,
συνάντηση και μοίρασμα.
Η αγάπη πηγάζει από την αίσθηση της κατά Θεόν δικαιοσύνης. Η
δικαιοσύνη είναι πρωτίστως η ευγνωμοσύνη στον ίδιο το Θεό για την
δωρεά της ύπαρξης, αλλά και τα όσα επιτρέπει να έχουμε, υλικά και πνευματικά.
Την ίδια στιγμή η δικαιοσύνη έχει να κάνει με την επιθυμία του ανθρώπου να
ανταποκριθεί στην αγάπη του Θεού με βάση τις δικές του δυνάμεις. Και δίκαιος
είναι εκείνος που μοιράζεται την αγάπη του Θεού, τα χαρίσματα που λαμβάνει από
Εκείνον, την πίστη του στο πρόσωπο του Χριστού και τα καταθέτει στον πλησίον
του. Και αυτό το μοίρασμα επεκτείνεται και στα υλικά. Ο σύνολος άνθρωπος
αισθάνεται αδικία να μην δώσει κάτι ή ό,τι μπορεί ή τα πάντα στον άλλο, για να
δοξαστεί ο Θεός. Και αυτό λειτουργεί ως στάση ζωής που αγκαλιάζει την Εκκλησία.
Τίποτε από αυτά που έχει η Εκκλησία δεν είναι δικό της, αλλά καλείται να το
διαχειριστεί για καλό των ανθρώπων. Να ανακουφίσει τις ανάγκες τους, αλλά και
να τους καθοδηγήσει πνευματικά στην οδό της αιωνιότητας. Έτσι η Εκκλησία
εφαρμόζει την δικαιοσύνη του Θεού, δίδοντας ένα διαφορετικό ήθος στον κόσμο.
Το ήθος της ετοιμασμένης Βασιλείας αποτελεί για όλους μας
μία συνεχή υπενθύμιση τι ζητά ο Χριστός από εμάς, για να νικήσουμε τον θάνατο.
Μέσα από την έμπρακτη αγάπη, την καλοσύνη και την κατά Θεόν δικαιοσύνη
καλούμαστε να αντέξουμε στην κρίση, το κλείσιμο των ανθρώπων στον εαυτό τους,
αλλά και στην απουσία αναζήτησης του Χριστού. Για να μπορέσουμε να ακούσουμε
την φωνή Του να λέει προς εμάς: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου,
κληρονομήσατε την ετοιμασμένην υμίν βασιλείαν».