Εποχή ισχνών, ισχνότατων αγελάδων διέρχεται η ελληνική
διπλωματία και η οικονομική
κρίση δεν είναι η μόνη υπεύθυνη για την κατάσταση αυτή. Την τελευταία δεκαετία,
τουλάχιστον, αιχμή του δόρατος για τη διεθνή διπλωματία έχει αποτελέσει ο ενεργειακός τομέας, με το έλλειμμα της
Ελλάδας να είναι σχεδόν
κραυγαλέο. Η Αθήνα, ως επί το πλείστον αναλώθηκε σε ευκαιριακές «λαμπερές» για την εποχή «επιλογές» που όχι μόνον δεν καρποφόρησαν, αλλά τώρα στρέφονται ίσως και εναντίον της.
Στο νότιο σταυροδρόμι Ευρώπης, Αφρικής και Μέσης Ανατολής,
μέχρι το 2010 η Ελλάδα, με προσωπική επιλογή του τότε πρωθυπουργού Κ Καραμανλή
είχε επιλέξει την ενεργειακή συνεργασία με τη Μόσχα (που είχε ξεκινήσει μια
δεκαετία νωρίτερα από τον τότε
ΥΠΕΞ Κ. Παπούλια), με έναν βασικό λόγο την απομάκρυνση του κίνδυνου ενεργειακής
εξάρτησης από την Τουρκία. Το εγχείρημα συνάντησε
την λυσσαλέα αντίδραση των ΗΠΑ πρωτίστως , αλλά και της ΕΕ στη συνέχεια και
οδήγησε στην εύκολη αλλά
καταστροφική απόφαση του Γ Παπανδρέου να βάλει τέλος στο εγχείρημα..για
περιβαλλοντικούς, κυρίως λόγους.!!
Το σύνολο, όμως, του ελληνικού πολιτικού κόσμου, ασχολούμενο μονίμως με άλλους
«υψηλότερους στόχους και ιδανικά» κομματικής και εκλογικής σκοπιμότητας, ουδέποτε μέσα σ’ αυτήν την κρίσιμη δεκαετία
αισθάνθηκε την ανάγκη να συναποφασίσει
μια σταθερή και μόνιμη ενεργειακή πολιτική για την επόμενη περίοδο.
Το κενό αυτό, που απολύτως φυσιολογικά έσπευσε να καλύψει
η γειτονική Τουρκία. Η Άγκυρα, ομοίως πένης σε ενεργειακές πηγές όπως και η
Αθήνα , αλλά με το πλεονέκτημα της γεωγραφικής θέσης της, άρχισε να «μαζεύει»
στο έδαφος της αγωγούς και
διαδρομές υδρογονανθράκων με προορισμό την Ευρώπη , συνεργαζόμενη με όλα τα
αντίπαλα στρατόπεδα στον τομέα της ενέργειας.
Ενεργειακή έκρηξη
Έως ότου ήρθε η «ενεργειακή έκρηξη» στην Αν. Mεσόγειο, με
τα γειτονικά κοιτάσματα στην Κύπρο και το Ισραήλ και πιθανότατα με τα
κοιτάσματα νότια και ανατολικά
της Κρήτης. Το έμπρακτο ενδιαφέρον διεθνών εταιρειών και της διεθνούς κοινότητας για τον
«θησαυρό» αυτό συνέπεσε με το διεθνές
ενδιαφέρον για την ομαλοποίηση της κατάστασης στη Μ Ανατολή με τη νέα «διευθέτηση» στο θέμα της Συρίας και την «τακτοποίηση» των μονίμων
εκκρεμοτήτων με το Ιράν.
Η Αθήνα είναι «χαμένη από χέρι» στην υπόθεση αυτή. Η Ελλάδα
είχε τη δεκαετία του 80 προνομιακές σχέσεις με το Μπάαθ της Συρίας ( ως
αντίπαλο , τότε δέος στην Τουρκία) και με την Παλαιστίνη του Γισέρ Αραφάτ και
με κατά καιρούς ανοίγματα στο Ιράν.Τη δεκαετία του 2000 επί υπουργίας
Εξωτερικών Παγκάλου και Παπανδρέου, οι σχέσεις της Ελλάδας με τον αραβικό κόσμο
συνολικότερα και με τις τρεις αυτές δυνάμεις πιο συγκεκριμένα, κατέληξαν σε
κωματώδη κατάσταση, υπέρ μιας δειλής στην αρχή και αυξανόμενης στη συνέχεια
συνεργασία με το Ισραήλ.
Αυτή την στιγμή, με την υλοποίηση του «δόγματος
Νταβούτογλου» η κατάσταση έχει ανατραπεί πλήρως. Η Τουρκία είναι η ενεργός
«μεσολαβητική» δύναμη στην περιοχή, ενώ το κάποτε ισχυρό ελληνικό πλεονέκτημα
της «ευρωπαϊκής χώρας» κατέληξε σε
κάλπικη λίρα, ιδιαίτερα τώρα την
εποχή της οικονομικής δυσπραγίας και
των ταλαντεύσεων του «μέσα – έξω» από την ευρωζώνη και το ευρώ.
Εν υπνώσει
Είναι προφανές ότι μέσα σε ελάχιστο χρόνο έχουν πέσει
πολλά και μαζεμένα στο κεφάλι της Αθήνας και είναι ιδιαιτέρως αμφίβολο αν η εν
υπνώσει ελληνική οικονομική και ενεργειακή διπλωματία θα μπορέσουν να
ξυπνήσουν.
Κατ’ αρχήν η Αθήνα πιέζεται τώρα να λύσει τις τροχοπέδες
δεκαετιών, προτού ανταποκριθεί στα προβλήματα του παρόντος. Οι τουρκικές
απειλές και διεκδικήσεις έχουν τώρα μετατοπιστεί στην περιοχή της Αν. Μεσογείου
γύρω από το Καστελόριζο. Η Άγκυρα επιχειρεί «να καταπιεί» το νησί αυτό, ώστε να φτάσει την ΑΟΖ της μέχρι την Αίγυπτο,
να αποκόψει την συνέχεια των ΑΟΖ Ελλάδας – Κύπρου και να βάλει και αυτή χέρι
στα πιθανά κοιτάσματα υδρογονανθράκων στην
συγκεκριμένη περιοχή.
Παραλλήλως, με το επιχείρημα της οικονομικής και ασφαλούς μεταφοράς του φυσικού αερίου της Αν. Μεσογείου στην Ευρώπη μέσω
Τουρκίας, πιέζει την Αθήνα να εμπλακεί στις διαδικασίες επίλυσης του Κυπριακού,
που θα διευκολύνει τη μεταφορά του αερίου . Με άλλα λόγια η Άγκυρα, με τη
βοήθεια πολλών επιχειρεί να σπρώξει και να εγκλωβίσει την ασθενική οικονομικώς
Αθήνα σε μια «συνολική λύση» που θα περιλαμβάνει την πλήρη διευθέτηση της ΑΟΖ
μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, την
επίλυση του Κυπριακού και την μεταφορά του φυσικού αερίου στην Ευρώπη μέσω
Τουρκίας.
Το εύρος των διαπραγματεύσεων και των «ανταλλαγμάτων»
είναι πολύ μεγάλο, ιδιαίτερα αν πιστοποιηθούν μεγάλα κοιτάσματα υδρογονανθράκων
ανατολικά της Κρήτης, σε ΑΟΖ όμως, που σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο- χωρίς την
παράκαμψη του – είναι υποχρεωτικό να συμφωνηθεί ανάμεσα στην Αθήνα και την
Άγκυρα.
«Κλειδί» γιά τους αγωγούς οι αποφάσεις του Ισραήλ
Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει πλέον ότι η Ουάσιγκτον, σ’ αυτή
τη δεύτερη θητεία Ομπάμα «κάνει δουλειές» μόνον με την Τουρκία. Ο αμερικανός
υπουργός Εξωτερικών κ. Κέρι έχει μετατρέψει την απόσταση Ουάσιγκτον – Άγκυρα σε
διαδρομή Παγκράτι- Κυψέλη, ενώ έχει αναλάβει ενθέρμως την διαμεσολάβηση της εδώ
και τώρα εξομάλυνσης των σχέσεων της Τουρκίας με το Ισραήλ, αλλά και με την
κεντρική κυβέρνηση του Ιράκ, που μέχρι πρότινος αντιδρούσε στην «αναγκαστική»
ενεργειακή συνεργασία της Τουρκίας με τις αρχές του ιρακινού Κουρδιστάν.
Εκ των πραγμάτων, αυτή την στιγμή, η μόνη συνεργάσιμος
δύναμη της Ελλάδας στην περιοχή είναι το Ισραήλ. Οι τελικές αποφάσεις της χώρας
αυτής για τον τρόπο με τον οποίο
θα διαθέσει τους ήδη αντλούμενους υδρογονάνθρακες από το «μικρό» κοίτασμα του
Ταμάρ, ( προτού φτάσει στο γιγαντιαίο κοίτασμα του Λεβιάθαν, που συνορεύει με
το κυπριακό), θα επηρεάσει βαθύτατα την τύχη που θα έχουν οι υδρογονάνθρακες
της Κύπρου και κατ επέκταση την τύχη που θα έχουν τα όψιμα ελληνικά σχέδια για
μετατροπή της χώρας σε νότια
πύλη εισόδου φυσικού αερίου στην Ευρώπη.
Μέσω Τουρκίας
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το ενεργειακό δυτικό
στρατόπεδο «σπρώχνει με χέρια και πόδια» τη λύση της μεταφοράς των ισραηλινών
και κυπριακών υδρογονανθράκων μόνο μέσω της Τουρκίας και από εκεί στην Ευρώπη.
Η Άγκυρα από την πλευρά της επιχειρεί να διαφημίσει όσο μπορεί καλύτερα το σχεδιαζόμενο εν πολλοίς «δίκτυο
αγωγών» , ποντάροντας ιδιαιτέρως στις εγκαταστάσεις στο λιμάνι του Τσευχαν, ως
την οικονομικώς προσφορότερη λύση.
Είναι άγνωστο ακόμα αν το Ισραήλ θα πιεστεί τόσο, ώστε να
αποφασίσει να εναποθέσει ολόκληρο «το βιός» του σε υδρογονάνθρακες στα χέρια
της Τουρκίας, ή θα διαπραγματευθεί σκληρά την μεταφορά μέρους των
υδρογονανθράκων του στην Κύπρο. Η οποία με τη σειρά της θα πιεστεί αφόρητα να
περάσει με αγωγούς το φυσικό αέριο της στην Τουρκία, ώστε να μην επιλέξει τη
λύση μεταφοράς του αερίου σε υγροποιημένη μορφή σε σταθμούς στην Ελλάδα. Η
οποία με τη σειρά της θα πρέπει να είναι σε θέση να παρουσιάσει ασφαλές οικονομικό και ταχύ τρόπο μεταφοράς του φυσικού αερίου Κύπρου – Ισραήλ, μαζί
με τις ποσότητες του ενδεχόμενου δικού της αερίου στην Ευρώπη.
Η τέχνη της διπλωματίας
Αλλά και στο ηπειρωτικό έδαφος της Ελλάδας η κυβέρνηση δεν
μπορεί μέχρι στιγμής να «συμμαζέψει» τη Μόσχα την Ουάσιγκτον και την ΕΕ σ’ ένα θέμα εκ πρώτης όψεως
απλό, όπως η αποκρατικοποίηση της ΔΕΠΑ και της ΔΕΣΦΑ. Το ρωσικό ενδιαφέρον
είναι πλουσιοπάροχα εκδηλωμένο, αλλά συναντά την δυναμική και υπόγεια αντίδραση
των ΗΠΑ και την εκβιαστική
παρέμβαση των Βρυξελλών. Χωρίς δυναμική απόφαση από την ελληνική κυβέρνηση, οι
σχέσεις Αθήνας Μόσχας θα παραμείνουν παγωμένες , όπως και αυτές της Αθήνας με
την Ουάσιγκτον. Επομένως κανένα από τα πολλαπλώς σχεδιαζόμενα, αλλά ουδέποτε
υλοποιούμενα πρωθυπουργικά ταξίδια στη Ρωσία και τις ΗΠΑ θα έχουν αποτέλεσμα αν
η ελληνική κυβέρνηση δεν παρουσιάσει ολοκληρωμένη θέση και σχέδιο που δεν θα
αποκλείει οφέλη και για τις δυο πλευρές.
Με άλλα λόγια η Αθήνα καλείται να ασκήσει την τέχνη της
διπλωματίας. Και η προϋπόθεση για να γίνει αυτό είναι η Αθήνα να βρει την άκρη του μίτου
της Αριάδνης στην ενεργειακή πολιτική της.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η Ελλάδα Αύριο