Μεγάλωσα ακούγοντας πως, η προγιαγιά της προγιαγιάς της
Κούκαινας, ήταν από κείνες που πήδησαν στο
Ζάλογγο. Έπεσε τελευταία- προτελευταία, μας έλεγε η γιαγιά η Βέργω, έπεσε
πάνω στα πτώματα, έσπασε το πόδι, χτύπησε, μα έζησε, είχαμε προίκα και την
παντρέψαμε κι ας ήταν σακάτισσα, κι από κει κρατάμε όλοι.
Χρόνια κοροϊδευαμε τη μαμα- άσε ρε μάνα που τη γλίτωσε,
μας την πήδησαν οι τούρκοι, τουρκόσποροι είμαστε όλοι. Θύμωνε η μάνα με τα
αυθάδικα – κοκκίνιζε, φούσκωνε από θυμό, αχ βρωμόπαιδα, τίποτα δε σέβεστε,
τίποτα…
Η γιαγιά η Βέργω, Βιργινία, ήταν γυναίκα της Πίνδου, η
γιαγιάκα μου.
Βράχος ηπειρώτικος, ατσάλι και ψυχή μαζί, άκακη σαν το
πρόβατο κι άγρια σαν η λύκαινα αν πήγαινες να της πειράξεις το μικρό της.
Ανέβαινε η μικρομάνα στο βουνό, ζαλωμέν τα πυρομαχικά, μαζί με την πεθερά της, και της έλεγε η γιαγια να μη φοβάται όσο ακούει τις σφαίρες, τη δική της δε θα την ακούσει όταν θα έρθει.
Ανέβαινε η μικρομάνα στο βουνό, ζαλωμέν τα πυρομαχικά, μαζί με την πεθερά της, και της έλεγε η γιαγια να μη φοβάται όσο ακούει τις σφαίρες, τη δική της δε θα την ακούσει όταν θα έρθει.
Ήμουν μεγάλη όταν έμαθα πως εκείνη η γιαγια που πήδησε στο
Ζάλογγο, αυτή ντε που έγινε αφορμή για τόσα γέλια και τόσο θυμό, κρατούσε απ΄το
Γιωργάκη το Μπότσαρη.
Καθόμασταν οι γυναίκες στην αυλή, στα πεζούλια, καλοκαίρι,
τζιτζίκια και ψιλοκελάιδισμα, ήμουν δεν ήμουν 20 χρονώ, τρίβαμε ρίγανη, κι είπε
η γιαγιά πως, εκείνο το κορίτσι το σακάτικο, που πόσα δώσαμε να το παντρέψουμε
ανάθεμα κι αν ξέρει και καλά που είχαμε, κρατούσε απ’ το Γιωργάκη το Μπότσαρη,
από τη φάρα του Τούσια και του Μάρκου και του Κίτσου και του Νότη.
Ολη η γενια της γιαγιας της Κούκαινας. Εμεινα καγκελο. Τι
λες ρε γιαγια, θα μας τρελλάνεις; φτάσαμε τόσο χρονώ για να το πεις; ότι
είμαστε απ’ τη γενιά του Μάρκου και του Γιωργάκη και του Κίτσου και του Νότη;
Κι η γιαγιά μου η μαυρομαντηλού, με το θεόρατο γέλιο, με τις ασπρες κοτσίδες ως τη μέση, που τις τύλιγε στεφάνι δόξας στο κεφάλι το ηπειρωτικο, με κοίταξε και μου πε:
“Γιατί ‘μωρ’ Μπουσω’μ’, τι παραπάνω έκανε ο Μάρκος από
μας;”.
Αγαπάω το Ζαπάτα και το Ντουρούτι, τον Λουμούμπα και τον Μπολίβαρ, τον Τσε και τον κομμαντάντε Μάρκος, μίλησαν στην ψυχή μου, γιατί είχε μιλήσει αυτή η γιαγιά πρώτη, γιατί αυτή η γιαγιά, του Όχι και της λεβεντιάς, με έκανε να αναγνωρίζω με ποιούς είμαστε ομόαιμοι και ομόθρησκοι- της θυσίας του ανθρώπου, της λευτεριάς γαλαζοαίματοι.
Κρατάω το κεφάλι μου ψηλά από ευθύνη. Δε θα είμαι εγώ η πρώτη να προδώσω το αίμα μου, την ιστορία και την παράδοσή μου. Θυμάμαι – ω, μωρ’Μπουσω’μ τι ειν΄αυτοι, τίποτε δεν είναι! άιντε και τους φάγαμε! Θυμαμαι που και στο κοριτσιστικο χερι χωρουσε ξυλινο σπαθακι.
Από σεβασμό σε αυτή τη γιαγιά, στη μνήμη και στο παράδειγμα της, δε θα πω όσα σκέφτομαι για την κυρία της ΔΗΜΑΡ, την ίδια που τολμά να αμφισβητεί τη γενοκτονία των Ποντίων, των Αρμενίων, των Ασυρρίων, που ακόμη είναι δίπλα μας, ανασαίνουν οι άνθρωποι που την έζησαν.. Ευτυχώς αναλαμβάνει ο λαος να απαντησει σε ολους αυτους- τους με βεβαιότητα ξεχασμένους λίαν συντόμως, ως πρέπει σε απολιθώματα.
Λαμπρινή Θωμά