«Άναρχε, αθάνατε
άχρονε, ακατάληπτε και ανεξιχνίαστε Κύριε, Θεέ των όλων και Δημιουργέ πάσης
Κτίσεως, προνοητά και Σωτήρ όλων, όπου εις Σε ελπίζουσι, ευχαριστώ Σοι, όπου με
έφερες εις την ώραν ταύτην και ήγγισα εις τον στέφανον της δικαιοσύνης Σου.
Υμνώ και ευλογώ την αναρίθμητον ευσπλαχνίαν και φιλανθρωπίαν Σου, όπου
ηθέλησας να με συντάξης με τους εκλεκτούς δούλους Σου. Επίβλεψον και τώρα επ’
εμέ την ταπεινήν, Δέσποτα Θεέ, Κύριε του ελέους, Παντοκράτωρ και παντοδύναμε,
επάκουσον της προσευχής μου και πλήρωσον μου τα αιτήματα εις έπαινον.
Και τιμήν και δόξαν
του υπεραγίου και προσκυνητού Σου ονόματος, χάρισαι την άφεσιν των αμαρτιών
όλων εκείνων, όπου θέλουν οικοδομήσει Εκκλησίαν εις το όνομα της δούλης Σου, να
λειτουργούν εις αυτήν προσευχόμενοι, ή γράφουσι το μαρτύριον της αθλήσεως μου,
και το αναγινώσκουσι μετά πίστεως, μνημονεύοντες το όνομα της δούλης σου, και
καρποφορούσι το κατά δύναμιν όλων αυτών, λέγω όσοι θεραπεύουσι το οικητήριον
του σώματός μου, όπου εμαρτύρησα δι’ αγάπην Σου, συγχώρησον τας αμαρτίας κατά
το μέτρον της πίστεως αυτών και μη εγγίση χείρ κολαστήριος, ούτε πείνα, ουδέ
θανατικόν ή άλλη βλάβη ψυχής ή σώματος.
Και όσοι με θέλουν
εορτάσει δοξολογούντες μετά πίστεως και Σου ζητήσουν σωτηρίαν και έλεος διά
μέσου μου, χάρισαι τους εις τούτον τον κόσμο τα αγαθά Σου, να πορεύωνται προς
αυτάρκειαν και αξίωσον αυτούς και της επουρανίου Βασιλείας
Σου. Ότι Συ ει μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος, και των αγαθών δοτήρ εις
τους αιώνας, Αμήν.».