Η ντροπιαστική για την Δημοκρατία συμπεριφορά των βουλευτών
της Χρυσής Αυγής κλιμακώνεται. Η προσπάθεια γελοιοποίησης της Δημοκρατίας στην
οποία δεν πιστεύουν αλλά χρησιμοποιούν συνεχίζεται. Όσοι πιστεύουν ότι μ΄ αυτές
τις συμπεριφορές “θα ξεβρωμίσει ο τόπος” όπως συνηθίζουν να λένε οι χρυσαυγίτες
ας διαβάσουν ένα κείμενο που περίπου ένα χρόνο πριν είχε δημοσιεύσει ο Νέστωρ
Κουράκης στην ελληνική έκδοση του Foreign Affairs. Αναφέρεται στον
Παναγιώτη Κανελλόπουλο και έχει τίτλο “Βία και Δημοκρατία”. Πολύ επίκαιρο και
πολύ διδακτικό. Για όποιον θέλει να βλέπει ψύχραιμα την κατάσταση.
“Τώρα ακριβώς που το Μέτρο και ο Ανθρωπισμός κινδυνεύουν όσο ποτέ, μπορούν και να σωθούν οριστικώτερα παρά ποτέ. Παν. Κανελλόπουλου, Θα σας πω την αλήθεια, 19452 (19401), σελ. 10
Η μελέτη της στάσης του Παν. Κανελλόπουλου απέναντι στην πολιτική βία είναι και σήμερα για τους πολίτες αυτής της Χώρας εξαιρετικά χρήσιμη και επίκαιρη. Και τούτο διότι η στάση αυτή εκπορεύεται από έναν άνθρωπο ο οποίος, έστω και αν δεν τον ευνόησαν οι περιστάσεις να προσφέρει στην Ελλάδα όσα πολλά θα μπορούσε ως προς την άσκηση πολιτικής εξουσίας , όμως είχε ως εφόδια στον ύπατο βαθμό τις δύο βασικές ικανότητες που είναι απαραίτητες και για την αντιμετώπιση της πολιτικής βίας: «τη Μοναξιά και την Πνύκα», όπως έγραψε παραστατικά και ο ίδιος , δηλ. αφενός τη φιλοσοφική οραματική πνευματικότητα ενός διανοουμένου και αφετέρου το πολιτικό αισθητήριο μαζί με το ηθικό ανάστημα ενός δημόσιου άνδρα (πρβλ. και Πλάτωνος Πολιτεία 473 D, ως προς το ιδεώδες του βασιλέα – φιλοσόφου που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ενσάρκωσε ο Π.Κ.).
Τη στάση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου απέναντι στην
πολιτική βία προσδιόρισαν, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δύο ειδικότερα γνωρίσματα
της προσωπικότητάς του, δηλ. η κάθετη αντίθεσή του απέναντι στη βία, αλλά και η
γενικότερη μετριοπάθειά του στις ιδέες και την εν γένει συμπεριφορά του.
Ειδικότερα:
Ο Κανελλόπουλος θεωρούσε τη βία ως έκφραση ολοκληρωτικού πνεύματος και ως αντίθετη προς την ιδέα του Νόμου, του Διαλόγου και της Δημοκρατίας . Επιπλέον, η εναντίωση αυτή του Παναγιώτη Κανελλόπουλου αφορούσε και τους παράγοντες που εξωθούν στη βία, κυρίως δηλαδή τη μισαλλοδοξία, τον φανατισμό και τις ακρότητες των ιδεολογιών .
Έχοντας βιώσει στα τρίσβαθα της ψυχής του τον εθνικό διχασμό Βενιζελικών / Κωνσταντινικών και, αργότερα, Δεξιών / Αριστερών, και έχοντας ταυτόχρονα μελετήσει σε βάθος την εν γένει ελληνική ιστορία, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος θεώρησε ότι ανέκαθεν το μεγάλο πρόβλημα των Ελλήνων ήταν η απόκλιση από το Μέτρο και οι συνεχείς αδελφοκτόνες συγκρούσεις .
Η έλλειψη Μέτρου εμπόδισε έτσι, κατά τον Π.Κ., τους αρχαίους Έλληνες να γίνουν κύριοι του κόσμου, καθώς δεν μπόρεσαν να κυριαρχήσουν πρώτα στον εαυτό τους, όπως αντίστοιχα και οι σύγχρονοι Έλληνες αυτοκαταστρεφόμαστε, διότι «μεταβάλλουμε τις διαφορές των απόψεών μας, τις αντιθέσεις τις πολιτικές, σε αλληλοσπαραγμό» .
Παρόμοια και στη μνημειώδη ομιλία του για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης , ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος κατέθεσε μια πραγματική μαρτυρία ψυχής κατά του εθνοκτόνου διχασμού: «Όπως στο 1821 οι μεγάλες ώρες επισκιάστηκαν (…) από την διχόνοια που τόσο κατεδίκασε ο Διονύσιος Σολωμός, από την φοβερή διχόνοια που έκανε τους ήρωες να αλληλοσκοτώνονται, να φυλακίζει ο ένας τον άλλον και τους έκανε στην πιο κρίσιμη ώρα, όταν αποβιβαζόταν ο Ιμπραήμ στο Μοριά, να είναι διχασμένοι και σχεδόν άοπλοι, όπως λοιπόν τότε επισκιάστηκαν οι μεγάλες ώρες με τις διαιρέσεις και τους διχασμούς, έτσι και στα έτη 1915-22 και 1941-44, οι μεγάλες ώρες επισκιάστηκαν πάλι από δραματικές διενέξεις και από τραγικές πράξεις. Τραγικές είχα ονομάσει τότε τις παραλείψεις ορισμένων Κομμάτων».
Γι’ αυτό και στην ομιλία του κατά τις προγραμματικές δηλώσεις της πρώτης κυβέρνησης Α. Παπανδρέου , ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος μεταξύ άλλων κατέθεσε και τις ακόλουθες υποθήκες για τις τωρινές και μέλλουσες γενεές: «Πρέπει και έξω να δώσουμε τον τόνο της ηρεμίας, της ομόνοιας, της ομοψυχίας. Ομοψυχία δεν σημαίνει έλλειψη αντιθέσεων, (…) αλλά να υπάρχει σ’ όλα τα Κόμματα και στα στελέχη και στη βάση όλων των Κομμάτων η πεποίθηση ή μάλλον η συνείδηση, ότι ανήκουν στην ίδια μερίδα, στην ίδια Πατρίδα, στην Ελλάδα» .
Επίσης, κατά τον Π. Κ. , «Η δημοκρατία χρειάζεται
πολιτικούς άνδρες που άσχετα από τις πολιτικές τους πεποιθήσεις και παρ’ όλες
τις μεταξύ τους αντιθέσεις, να αισθάνονται δημοκρατική αλληλεγγύη και να μην
οδηγούν ποτέ την Χώρα σε ακρότητες».
Από την άλλη πλευρά, η γενικότερη μετριοπάθεια και πραότητα που διέκριναν τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο στις ιδέες του και στην εν γένει συμπεριφορά του είχαν ως αποτέλεσμα την προσπάθειά του να είναι κατά το δυνατόν αντικειμενικός και να βλέπει όλες τις πλευρές ενός προβλήματος . Θεωρούσε άλλωστε ότι αυτή η μετριοπάθεια και πραότητα αποτελούσε συστατικό και της ίδιας της Δημοκρατίας . Γι’ αυτό και η αντίθεσή του απέναντι στη βία είχε ένα στοιχείο ισορροπίας και επιείκειας , κυρίως όταν πίστευε ότι η δυναμική αντιμετώπιση της βίας θα μπορούσε να οδηγήσει στην περαιτέρω κλιμάκωσή της.
Αυτή η άτρομη αποφασιστικότητα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου να ακολουθεί σθεναρά την αγωνιστική φωνή της συνείδησής του, αλλά και να επιδεικνύει τη μέγιστη μετριοπάθεια όταν υπάρχουν τα περιθώρια για τέτοια συμπεριφορά, αποτυπώνεται και στην ακόλουθη αυτοβιογραφική του εκμυστήρευση, στο γνωστό σημείωμά του προς το τέλος του έργου «Θέσεις για τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο», 4 χρόνια πριν από τον θάνατό του:
«Διδάχθηκα πολλά , προπάντων την καρτερία και την ανεκτικότητα. Κατάλαβα γρήγορα, από το 1924, ότι και στις εμφύλιες έριδες καμιά πλευρά δεν έχει –μόνη αυτή- δίκιο ή, αυτό είναι απόλυτα βέβαιο, ότι και στις δύο πλευρές υπάρχουν καλοί και κακοί, τίμιοι και ασυνείδητοι, ανιδιοτελείς και έμποροι των εμφύλιων παθών. Όταν οι εμφύλιες έριδες έφθασαν σε αιματηρή σύγκρουση, πήρα θέση, τάχθηκα με την μια από τις δύο πλευρές, όχι μόνο παθητικά, αλλά ενεργά και υπεύθυνα. Πριν μου το διδάξει αυτό ο Σόλων [βλ. Αριστοτέλους, Αθηναίων Πολιτεία, VIII.5 –πρβλ. αυτόθι ΧΙΙ και Επιτάφιο Περικλέους, Θουκυδ. Β΄ 40], μου το είχε επιβάλει η ίδια μου η συνείδηση. Αλλά, βοηθημένη από τη βαριά μνήμη των εφηβικών και πρώτων ώριμων χρόνων της ζωής μου, η συνείδησή μου με εδίδαξε επίσης, ότι οφείλω, όταν κοπάζει η θύελλα, να ατενίζω και τους χτεσινούς αντιπάλους με κατανόηση και με πνεύμα αμεροληψίας, να σέβομαι και τις δικές τους θυσίες, να καταλογίζω λάθη ή και αδικίες όχι μόνο σ’ εκείνους, αλλά και στον εαυτό μου. Και τώρα που η μνήμη μου πλησιάζει στο όριο, που –είτε το θέλω είτε όχι- θα απαλλαγεί για πάντα από κάθε βάρος, θεωρώ χρέος μου να αγωνισθώ, όσον καιρό μου το επιτρέπει ακόμα ο Θεός, για την αποτροπή ενός νέου εθνικού διχασμού, που τον αισθάνομαι να υποβόσκει στις ψυχές πολλών Ελλήνων.»
Δεχόταν, επομένως, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ότι η πολιτική αντιπαράθεση, π.χ. σε περίπτωση διαδηλώσεων, δικαιολογεί ένα στοιχείο οξύτητας ή ακόμη και βίας, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν αυτοί που εμπλέκονται σε αυτή την αντιπαράθεση είναι νέοι.
Όπως είχε υπογραμμίσει ο Π.Κ. στη Βουλή με αφορμή μια
συζήτηση νομοσχεδίου περί Ιδρυμάτων Αγωγής Ανηλίκων , «Δεν νομίζω ότι πρέπει τα
παιδιά των 12 και 13 ετών να προβαίνουν σε πράξεις πολιτικές. Πρέπει να
αρχίζουν να σκέπτονται πολιτικά. Εάν όμως προβούν σε πολιτικές ενέργειες δεν
σημαίνει ότι πρέπει να χαρακτηρισθεί η ενέργειά τους αυτή αντικοινωνική.»
Ταυτόχρονα, όμως, δεχόταν ότι η εν λόγω πολιτική συμπεριφορά σε εποχές δημοκρατίας και ειρήνης έπρεπε να μην υπερβαίνει ορισμένα όρια, διότι διαφορετικά γίνεται καταχρηστική και άρα παράνομη, απαγορευμένη .
Πού τοποθετούνται όμως τα δυσδιάκριτα αυτά όρια επιτρεπτής και απαγορευμένης πολιτικής βίας; Σε γενικές γραμμές μπορεί να παρατηρηθεί ότι τα όρια αυτά συμπίπτουν κατά τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο με το διαχωριστικό όριο, πέραν του οποίου επέρχεται παράβαση του ποινικού νόμου.
Ειδικότερα ως προς τους νέους, αναγνωρίζει ο Παναγιώτης
Κανελλόπουλος ότι η ανησυχία ή και η επαναστατικότητά τους «είναι, όπως ακριβώς
και ο σταθερός και γαλήνιος λογισμός των ώριμων, πηγή δυνάμεως , παράλληλα όμως
θεωρεί ότι τούτο «δεν σημαίνει διόλου ότι όταν αι ανησυχίαι των νέων
προσλαμβάνουν μορφήν η οποία αντίκειται εις τον Νόμον, πρέπει ο Νόμος να
υποχωρή ». Επίσης, σχολιάζοντας τα βίαια επεισόδια που έγιναν κατά την πορεία
για το Πολυτεχνείο την 17.11.1980, ετόνισε ότι «Αντίσταση είναι νοητή μόνο κατά της
βίας. Φοβούμαι ότι πολλοί νέοι που τα αγνά τους ιδεολογικά κίνητρα δεν
αμφισβητώ διόλου, συγχέουν την αντίσταση με την αντιπολίτευση μέσα σε ένα
δημοκρατικό καθεστώς».
Καταδικάζει έτσι ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ως
αντιδημοκρατικά τα έκτροπα διαδηλώσεων με πυρπολήσεις καταστημάτων,
οδοφράγματα, πετροπόλεμο, σπάσιμο βιτρίνας κ.λπ. , επισημαίνοντας όμως
παράλληλα, όπου υπάρχουν, και τις αυθαιρεσίες των αστυνομικών αρχών κατά των
διαδηλωτών.
Συγκεκριμένα, αξιολογώντας ορισμένα γεγονότα πολιτικής βίας που σημειώθηκαν στις αρχές του 1966, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος αφενός θεώρησε ότι «η Αστυνομία (…) ώφειλε να πράξη εν ονόματι του Νόμου της Δημοκρατίας το καθήκον της» και να αμυνθεί «κατ’ εκείνων, οι οποίοι επεχείρησαν να παραβούν τον Νόμον της Δημοκρατίας και να επιτεθούν…», αφετέρου όμως παραδέχθηκε ότι «κακώς επροχώρησεν η Αστυνομία μέχρι του σημείου να εισέλθη εις το Πανεπιστήμιον…».
Συγκεκριμένα, αξιολογώντας ορισμένα γεγονότα πολιτικής βίας που σημειώθηκαν στις αρχές του 1966, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος αφενός θεώρησε ότι «η Αστυνομία (…) ώφειλε να πράξη εν ονόματι του Νόμου της Δημοκρατίας το καθήκον της» και να αμυνθεί «κατ’ εκείνων, οι οποίοι επεχείρησαν να παραβούν τον Νόμον της Δημοκρατίας και να επιτεθούν…», αφετέρου όμως παραδέχθηκε ότι «κακώς επροχώρησεν η Αστυνομία μέχρι του σημείου να εισέλθη εις το Πανεπιστήμιον…».
Παρόμοια και σε σχέση με τα γεγονότα της 17.11.1980, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, έχοντας ήδη καταδικάσει τα έκτροπα που συνέβησαν κατά την πορεία του Πολυτεχνείου, πρόσθεσε και τα εξής: «Αλλά δεν αδυνατίζουμε με τα λόγια μας την Αστυνομία, αν πούμε ότι οι πράξεις αυτές των τριών – τεσσάρων [αστυνομικών που βιαιοπράγησαν μέχρι θανάτου κατά διαδηλωτών] ήταν πράξεις απάνθρωπες (…). Η Δημοκρατία είναι και πρέπει να είναι Κράτος ισχυρό, αλλά πρέπει επίσης να έχει ανθρωπιά».
Επίσης καταδικάζει με τον πλέον εμφατικό τρόπο τρομοκρατικές ενέργειες, όπως ο εμπρησμός καταστημάτων στο κέντρο της Αθήνας κατά την περίοδο 1980-1981, αλλά και η δολοφονία του πρώην Ιταλού Πρωθυπουργού Άλντο Μόρο το 1978.
Ετσι, ήδη κατά την πρώτη φάση αυτών των βομβιστικών
επιθέσεων, την 19.12.1980 (εμπρησμός των καταστημάτων «Μινιόν» και
«Κατράντζος»), ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος εδήλωσε στη Βουλή: «Αυτονόητο είναι
ότι όλοι καταδικάζουμε αυτό το οποίο συνέβη» . Μετά όμως και τον δεύτερο κύκλο
των εν λόγω επιθέσεων, την 3.6.1981 (εμπρησμός των καταστημάτων «Κλαουδάτος»
και «Ατενέ»), ο Π.Κ. προχώρησε παραπέρα, υπογραμμίζοντας στη Βουλή με δραματικό
τόνο :
«Κυρίες και κύριοι, αρχίζει η χώρα μας η ηλιόλουστη, κάπως να σκοτεινιάζει». Και προσθέτοντας : « (…) Με τις ενέργειες αυτές προσβάλλεται όχι μόνο η Δημοκρατία, προσβάλλεται όχι μόνο ο ήρεμος βίος των Ελλήνων (…), αλλά προσβάλλεται το ίδιο το ήθος και ο ίδιος ο χαρακτήρας των Ελλήνων. Γι’ αυτό επισημαίνω την ανάγκη να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για την ανακάλυψη των ενόχων». Εξάλλου, στη Βουλή την 10.5.1978 ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος καυτηρίασε με καταγγελτικό τρόπο τη «σαδιστική διαδικασία» που ακολουθήθηκε από τους απαγωγείς και δολοφόνους του Άλντο Μόρο έως την εκτέλεσή του, χαρακτηρίζοντας αυτή τη δολοφονία ως «πλήγμα για τον πολιτισμό, πλήγμα γενικώτερα όχι μόνο για την Ιταλία, αλλά για όλους τους ελεύθερους ανθρώπους που αισθάνονται αυτή τη στιγμή βαθύτατο πένθος και βαθύτατη θλίψη». Πάντως δεν απορρίπτει τις βομβιστικές ενέργειες, σε περίοδο δικτατορίας.
Όπως εδήλωσε στη Βουλή την 9.6.1981 , «Τοποθετήσεις βομβών [στη χώρα μας] έγιναν συχνά. Έγιναν, βέβαια, στο διάστημα της δικτατορίας και ήταν απόλυτα δικαιολογημένες, διότι όπως είπα και είχα την ευκαιρία να τονίσω στη δίκη της Δημοκρατικής Άμυνας την άνοιξη του 1970, η βία φέρνει τη βία, προκαλεί τη βία (…). Όταν όμως οι συνθήκες είναι ειρηνικές, όταν περνάμε μια περίοδο ειρήνης εσωτερικής και εξωτερικής, αυτού του είδους οι τρομοκρατικές ενέργειες, που δεν είναι απλώς συνδεδεμένες με πρωτοβουλίες ατόμων, πρέπει να μας εμβάλλουν σε μεγάλη ανησυχία».
Τέλος καταδικάζει τις ακρότητες από μερίδα φοιτητών που,
εκμεταλλευόμενοι την έννοια του ασύλου, κάνουν καταλήψεις στα πανεπιστημιακά
κτίρια, αναγράφουν υβριστικά συνθήματα στους τοίχους αυτών των κτιρίων,
βιαιοπραγούν μεταξύ τους και συμπεριφέρονται με σκαιότητα στους καθηγητές τους.
Έτσι, την 22.11.1980 ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος διακήρυξε στη Βουλή ότι «Ούτε η κατάληψη Πανεπιστημιακών Σχολών, όταν λειτουργεί Δημοκρατικό Πολίτευμα που εκτρέπει όλες τις άλλες εκδηλώσεις, είναι πράξη ηρωική, ούτε ο συνδυασμός της ιερής επετείου του Πολυτεχνείου με πολιτικά, διχαστικά και φανατικά διχαστικά συνθήματα, είναι γενναία πολιτική ενέργεια. Είναι ενέργεια εις βάρος της νεολαίας». Επίσης και λίγο αργότερα, την 20.12.1980, από το ίδιο αυτό βήμα της Βουλής, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ετόνισε : «Το άσυλο πρέπει να το σέβονται πρώτοι απ’ όλους οι σπουδαστές. Και πρώτη εκδήλωση του σεβασμού είναι να μη πιάνουν ξύλα και να κτυπάνε οι μεν τους δε, να μη κατεβάζουν τους καθηγητές και επιμελητές από την θέση τους, να μη καταλαμβάνουν τις Σχολές, να μη ματαιώνουν τη λειτουργία των Α.Ε.Ι., όσο δίκαια και σωστά και αν είναι τα αιτήματα, τα οποία τους κάνουν να εξεγείρονται (…). Αν περιμένουμε να γίνουν όλα αυτά [δηλ. να πραγματοποιηθούν όλα τα αιτήματά τους], για να σταματήσουν οι καταλήψεις των σχολών, τότε είναι σαν να θέλουν [οι σπουδαστές] να ματαιωθεί και ο σκοπός για τον οποίον αγωνίζονται, η βελτίωση δηλαδή της ανωτάτης παιδείας». Επίσης, στην ίδια αυτή συνεδρίαση απηύθυνε και μιαν έκκληση: «Πρέπει (…) κύριοι συνάδελφοι, και σεις και η Κυβέρνηση, και όλα τα Κόμματα να δώσετε εντολή στις νεολαίες σας, να σταματήσουν το μουτζούρωμα των τοίχων. Όποιος μουτζουρώνει τους τοίχους, τελικά μουτζουρώνει τον εαυτό του».
Η μαχητική αυτή στάση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου απέναντι στην παράνομη πολιτική βία είναι, θα έλεγα, σταθερή και αταλάντευτη καθ’ όλη την πολυετή πολιτική του σταδιοδρομία . Κεντρικός πυρήνας αυτής της στάσης, που και σήμερα αποτελεί διαχρονική υποθήκη, είναι η ιδέα ότι βία και ελευθερία είναι έννοιες εξ ορισμού ασύμβατες και ότι η υποταγή στη βία συμβαδίζει με τη δουλεία (πρβλ. ανωτ., § 2). Όπως ειδικότερα επεσήμανε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος σε άρθρο του με τίτλο «Δέσμιοι της εξουσίας», στο τέταρτο φύλλο τού περ. «Πολιτικά Θέματα» (15 Ιουνίου 1973 ): «Ποιοί έχουν σήμερα, στην Ελλάδα, ελεύθερη συνείδηση; Σύμφωνα με ένα αμάχητο τεκμήριο, όσοι υφίστανται την βία των κρατούντων, ειδικώτερα όσοι την αισθάνονται και δεν την ανέχονται, όσοι δεν θέλουν να είναι δούλοι (…) Και μόνο το γεγονός, ότι δεν ανέχονται την βία, τους εξασφαλίζει τον τίτλο του “πολίτου”, του ηθικού απογόνου του Σόλωνος» .
Αυτός υπήρξε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος απέναντι στην πολιτική βία. Τη θεώρησε απαράδεκτη τόσο για να την ασκεί κανείς, όσο και για να την υφίσταται, εφόσον βέβαια αυτός που βρίσκεται μπροστά στον πειρασμό ή στην πίεση της βίας θέλει όντως να είναι ελεύθερος και θέλει, κατά τον ωραίο στίχο του Καβάφη στο «Πρώτο Σκαλί» , να’ ναι «πολίτης εις των ιδεών την πόλι». onalert.gr