Γράφει ο Κωνσταντίνος Φίλης
Δ/ντής Ερευνών του Ινστιτούτου
Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Με αφορμή την υπογραφή της ενεργειακής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, έχει ιδιαίτερη σημασία να δούμε ποιές είναι οι προοπττικές εξαγωγής αερίου του τελευταίου. Και αυτό γιατί το Ισραήλ είναι το πλέον ώριμο κράτος της περιοχής για να διαθέσει μέρος των αποθεμάτων του (το 40%, όπως αποφασίστηκε από την κυβέρνηση).
Με αφορμή την υπογραφή της ενεργειακής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, έχει ιδιαίτερη σημασία να δούμε ποιές είναι οι προοπττικές εξαγωγής αερίου του τελευταίου. Και αυτό γιατί το Ισραήλ είναι το πλέον ώριμο κράτος της περιοχής για να διαθέσει μέρος των αποθεμάτων του (το 40%, όπως αποφασίστηκε από την κυβέρνηση).
Η επιλογή του τρόπου μεταφοράς του αερίου, δηλαδή αν θα διακινηθεί με αγωγό ή
με δεξαμενόπλοια, εξαρτάται από την στοχευόμενη αγορά και συνδέεται με
παραμέτρους όπως το ύψος των κερδών, το εκτιμώμενο ρίσκο, οι εξαγώγιμες
ποσότητες, και η επιλογή των εμπλεκομένων εταιρειών. Όσο αφορά την στοχευόμενη
αγορά, οι εναλλακτικές είναι τρεις: Να τροφοδοτήσει
α)την περιφέρεια του, τα γειτονικά, δηλαδή, κράτη
β)την ασιατική αγορά με LNG και
γ)την ευρωπαϊκή αγορά με υποθαλάσσιο αγωγό ή με LNG.
Η πρώτη προοπτική συγκεντρώνει μεν πιθανότητες αλλά όχι για την αποστολή μεγάλων ποσοτήτων. Το Ισραήλ απευθυνόμενο στις γειτονικές αγορές ενέργειας (Ιορδανία, Παλαιστινιακή Δυτική Όχθη και δευτερευόντως Τουρκία και Αίγυπτο), θα επένδυε σε μεγαλύτερη ασφάλεια και σταθερότητα στην περιοχή και θα ενίσχυε την περιφερειακή ισχύ του. Στην περίπτωση τροφοδοσίας της τουρκικής αγοράς, η αδυναμία/απροθυμία αποκατάστασης των σχέσεων παρά τις αμερικανικές προσπάθειες σε συνάρτηση με το έλλειμμα εμπιστοσύνης με τους Ισλαμιστές δυσχαιρένουν την εν λόγω προοπτική. Παρότι πρόκειται για μία διψασμένη και μεγάλου μεγέθους αγορά, το Ισραήλ δεν έχει λόγους, στην παρούσα φάση τουλάχιστον, να την ενισχύσει γεωπολιτικά, είτε καθιστώντας την κύριο διαμετακομιστή της ενέργειας του, είτε ενδυναμώνοντας την ενεργειακή της ασφάλεια με μία ακόμη πηγή τροφοδοσίας. Και βέβαια η μεταφορά αερίου από το Ισραήλ προς την Τουρκία πρέπει να γίνει είτε μέσω Λιβάνου και Συρίας είτε μέσω Κύπρου. Και στα δύο σενάρια υπάρχουν σοβαρά προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν.
Στη δεύτερη περίπτωση, η επιλογή της ασιατικής αγοράς συγκεντρώνει ορισμένα συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως το μέγεθός της και οι πιο υψηλές τιμές. Γεγονός, που αυξάνει το πιθανό ποσοστό κέρδους για τον παραγωγό, με την κρίσιμη, βεβαίως, επιφύλαξη της θετικής απόδοσης του ρίσκου. Η Ιερουσαλήμ θα μπορούσε να επιτύχει καλύτερες τιμές μεσοπρόθεσμα και να έχει μεγαλύτερο κέρδος μακροπρόθεσμα στοχεύοντας στην ασιατική αγορά, η οποία βρίσκεται σε αναπτυξιακή πορεία, σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή, που βρίσκεται σε ύφεση. Ο ανταγωνισμός, όμως, που θα αντιμετώπιζαν θα ήταν πολύ μεγαλύτερος, όπως και το κόστος της μεταφοράς του αερίου. Η κατάσταση στην αγορά αυτή είναι ρευστή. Το ρίσκο του προσανατολισμού των εξαγωγών προς τα εκεί θα είναι μεγαλύτερο, ενώ αυξάνεται ιδιαίτερα, αν αναλογιστεί κανείς πως οι τιμές του LNG είναι, επίσης, ρευστές και οι εξαγωγές προς την Ασία θα γίνονται με τάνκερ.
Επιπροσθέτως, οι εξαγώγιμες ποσότητες προς τα κράτη της περιοχής αυτής -για να είναι ανταγωνιστικές και να κερδίσουν μερίδιο στην αγορά-, πρέπει να είναι ιδιαιτέρως μεγάλες. Κριτήριο, που δεν πληρείται. Οι μικροί εξαγωγείς, όπως το Ισραήλ, δε θα μπορούσαν να διεκδικήσουν και να διασφαλίσουν κάποιο από τα μακροχρόνια συμβόλαια προμήθειας, που συνηθίζονται στην περιοχή και θα ήταν ευάλωτοι στις όποιες διακυμάνσεις της αγοράς. Τα μακροχρόνια συμβόλαια, άλλωστε, αποτελούν και παράγοντα δυσκολίας για την είσοδο των νέων παραγωγών στην αγορά.
Στη τρίτη περίπτωση έχουμε μία αγορά, που μετά τα γεγονότα
στη Φουκουσίμα και τη συνακόλουθη αποστασιοποίηση από την πυρηνική ενέργεια,
διψάει για αέριο, εφόσον και οι ΑΠΕ έχουν υψηλό κόστος.
Από τη στιγμή, μάλιστα, που:
* Το Αζερμπαϊτζάν, ακόμη και με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις, θα μπορεί να καλύψει μόνο έως και το 5% των ευρωπαϊκών εισαγωγών* Τα αποθέματα στη Βόρεια θάλασσα περιορίζονται με επακόλουθο την υποχώρηση της από τη δεσπόζουσα θέση που κατέχει σήμερα στην εγχώρια αγορά* Το Τουρκμενιστάν προσανατολίζεται προς την Ασία, εφόσον η τροφοδοσία της Ευρώπης προϋποθέτει υποθαλάσσιο διακασπιακό διασυνδετήριο με το Αζερμπαϊτζάν με τη Ρωσία να καραδοκεί* Το Ιράκ διαθέτει τεράστιες ποσότητες στην εσωτερική αγορά λόγω απαρχαιωμένων υποδομών και δικτύων, ενώ δεν έχει αποκτήσει ακόμη την απαιτούμενη σταθερότητα* Οι πλουτοπαραγωγικές χώρες της Βορείου Αφρικής βρίσκονται σε παρατεταμένη αβεβαιότητα* Το Ιράν, που αποτελεί εκ των βασικότερων ανταγωνιστών της Ρωσίας, βρίσκεται σε διεθνή απομόνωση, η προοπτική διοχέτευσης της Ευρώπης με ισραηλινό ή/και κυπριακό αέριο συγκεντρώνει ρεαλιστικές πιθανότητες.
Μία πτυχή της κρίσης είναι ότι έχει δομικά χαρακτηριστικά και ως εκ τούτου αναμένεται να διαρκέσει. Το γεγονός, αυτό, επηρεάζει και θα συνεχίσει να επηρεάζει τις τιμές των ενεργειακών προϊόντων κατά τρόπο περιοριστικό, διαμορφώνοντας μια προοπτική χαμηλότερων επιπέδων κερδών για τους προμηθευτές ενεργειακών προϊόντων, που δραστηριοποιούνται στην ευρωπαϊκή αγορά. Τα κέρδη μπορεί να είναι περιορισμένα, αλλά θα είναι πιο σίγουρα.
Η ασφάλεια έγκειται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής αγοράς, ήτοι την πολιτική σταθερότητα, το βαθμό ανοίγματος της αγοράς και τον περιορισμένο ανταγωνισμό. Εν συγκρίσει, λοιπόν, με τις υψηλές τιμές που θα μπορούσαν να επιτευχθούν στην ασιατική αγορά, οι ευρωπαϊκές τιμές θα είναι μεν σχετικά χαμηλότερες, ο ανταγωνισμός θα είναι, όμως, μικρότερος και ο χώρος στην ευρωπαϊκή αγορά σχεδόν εξασφαλισμένος. Επομένως, το ρίσκο είναι συγκριτικά μικρότερο και το κέρδος φαίνεται να είναι αθροιστικά μεγαλύτερο στην περίπτωση αυτή.
Από την άλλη, η ευρωπαϊκή αγορά αποτελεί μια σταθερή επιλογή, με περιθώρια αύξησης του μεριδίου της αγοράς για νέους δρώντες μεσοπρόθεσμα. Η ζήτηση, όσο και η εξάρτηση από παραδοσιακά ενεργειακά προϊόντα, όπως το φυσικό αέριο, παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα και αναμένεται να αυξηθούν ραγδαία. Συγκεκριμένα, οι ευρωπαϊκές ανάγκες σε φυσικό αέριο αναμένεται να αυξηθούν κατά 30% μέχρι το 2030, ενώ η ενεργειακή εξάρτηση μέχρι και 74%1, κάτι που σημαίνει ότι ανεξαρτήτου προσφοράς (π.χ. με σχιστολιθικό αέριο προερχόμενου σε πρώτη φάση από τις ΗΠΑ) οι τιμές θα παραμείνουν σταθερές.
Τέλος, η γεωγραφική θέση του Ισραήλ, ήτοι η άμεση επαφή των θαλασσίων συνόρων του με τα ευρωπαϊκά, αν διασυνδεθεί με την Ευρώπη μέσω Κύπρου και Ελλάδας, διασφαλίζει την απουσία μεσολάβησης άλλων δρώντων, με αποκλίνοντα συμφέροντα και στρατηγικές από εκείνες της ΕΕ. Μη ευρωπαϊκά κράτη, ενδεχομένως να διεκδικούσαν κομμάτι από την πίτα ως διαμετακομιστές και να αποτελούσαν παράγοντα αστάθειας, αυξάνοντας έτσι το κόστος της όποιας επένδυσης.
Συνεπώς, βάσει των τωρινών δεδομένων, η αγορά που
πρωτίστως θα επιδιώξουν να απευθυνθούν οι Ισραηλινοί είναι η ευρωπαϊκή.
•Δημοσιεύθηκε στο newmoney