Πρωτ. Γεωργίου
Δορμπαράκη
«Τῇ Θεοτόκῳ ἐκτενῶς
νῦν προσδράμωμεν... ἐν μετανοίᾳ... κράζοντες ἐκ βάθους ψυχῆς...»
Τό τροπάριο εἶναι ἀπό τά γνωστότερα θεοτοκία πού ψέλνει ἡ ᾿Εκκλησία
μας, τό ὁποῖο μέ λιτό, ἀλλά ἀνάγλυφο τρόπο, προβάλλει τή στάση τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου
ἔναντι τῆς Παναγίας Θεοτόκου. Δύο εἶναι τά στοιχεῖα πού συνιστοῦν τή στάση αὐτή·
(1)ἡ Παναγία ἔχει ἀφενός τήν ἐξουσία νά βοηθήσει ἐμᾶς πού
ταλανιζόμαστε ἀπό τά θλιβερά τοῦ βίου καί «χανόμαστε» ἀπό τό πλῆθος τῶν
πταισμάτων μας, λόγω τῆς παρρησίας της ἔναντι τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της, ἀφετέρου
τήν ἀγάπη γιά νά ἔχει στραμμένο τό ἐνδιαφέρον της σ’ ἐμᾶς καί νά θέλει νά μᾶς
βοηθήσει. Τυχόν ἀμφισβήτηση τῆς δύναμης καί τῆς ἀγάπης της θά ἀκύρωνε καί τή
θέση της στήν ᾿Εκκλησία καί τήν ἴδια τήν ὕπαρξη βεβαίως τῶν προσευχῶν μας σέ αὐτήν.
῾Η Παναγία ὅμως εἶναι «τῶν θλιβομένων ἡ χαρά καί τῶν
χριστιανῶν ἡ προστάτις», κι ἀκόμη «ὁ γλυκασμός τῶν ἀγγέλων». ῞Ολη ἡ δημιουργία ἀναπνέει
τόν ἀέρα τῆς ἁγιασμένης παρουσίας της καί τρέφεται μέ τό ὄνομά της, πλήν
βεβαίως τῶν ἀγγέλων τοῦ σκότους καί τῶν σύν αὐτοῖς, γιά τούς ὁποίους καί μόνη ἡ
ἀναφορά της εἶναι φωτιά πού τούς κατακαίει.
(2) Εμεῖς πού τήν προσεγγίζουμε καί τήν ἐπικαλούμαστε, πρέπει νά τήν
προσεγγίζουμε καί μέ τόν σωστό τρόπο. Καί ὁ ὑμνογράφος κυρίως σ’ αὐτό ἐπικεντρώνει
τήν προσοχή μας.
Δηλαδή, πρῶτον· «προσδράμωμεν ἐκτενῶς». Στήν Παναγία πηγαίνουμε μέ σπουδή,
τρέχοντας. ῎Οχι ράθυμα, ὄχι «σέρνοντας», σάν νά κάνουμε μία ἀγγαρεία. ῞Ενας
τέτοιος τρόπος φανερώνει τήν ἔλλειψη τῆς ἀγάπης μας πρός αὐτήν, ἄρα καί πρός
τόν Χριστό, γεγονός πού σημαίνει ὅτι θέτουμε οἱ ἴδιοι ἐμπόδιο στήν παροχή τῆς
χάρης πού εἶναι ἕτοιμη νά μᾶς δώσει. Μέ ἄλλα λόγια, ὅπως τό μικρό παιδί τρέχει
στήν ἀγκαλιά τῆς μάνας του, γιά νά βρεῖ ἀσφάλεια καί καταφύγιο, ἔτσι καί ὁ
πιστός· ἡ προσφυγή στήν Παναγία εἶναι κάτι τό φυσικό καί ὅ,τι πιό ἀγαπητό μπορεῖ
νά ὑπάρξει σ’ αὐτόν. Κι «ἐκτενῶς»· ὄχι μία λέξη καί νά φύγουμε, ἀλλά νά
μείνουμε στήν ἀγκαλιά της, νά τῆς ποῦμε τόν πόνο μας, τίς ταλαιπωρίες μας.
Γιατί τό νιώθουμε ὡς ἀνάγκη καί ἐκείνη χαίρεται γιά τά παιδιά της πού τήν ἀγαποῦν.
Καί δεύτερον· «ἐν μετανοία» καί «ἐκ βάθους ψυχῆς». Δέν εἶναι δυνατόν νά τρέχω μέ σπουδή σ’ ᾿Εκείνην πού δείχνει ἀδιάκοπα τόν Χριστό καί νά εἶμαι ἀμετανόητος. ῞Οπως ἡ μόνη στάση ἔναντι τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μετάνοια, τό ἴδιο καί ἔναντι τῆς Παναγίας. Διότι ἡ μετάνοια φανερώνει τήν ἀληθινή διάθεση τοῦ πιστοῦ νά συντονιστεῖ μέ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Χωρίς μετάνοια εἶναι γνωστό ὅτι ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μόνο τόν ἐγωισμό του καί ἀποτελεῖ ἐνεργούμενο τῶν πονηρῶν δυνάμεων. Παναγία λοιπόν καί ἀμετανοησία ἀπό πλευρᾶς μας εἶναι μεῖγμα ἀνύπαρκτο καί ἀδιανόητο. Πῶς φαίνεται ἡ γνησιότητα τῆς μετανοίας μας; ᾿Από τό γεγονός ὅτι θέλουμε νά ἀλλάξουμε ριζικά· «ἐκ βάθους ψυχῆς». ῾Η ἐπιφανειακότητα στή σχέση μας μέ τήν Παναγία κατανοεῖται ὡς ἕνα εἶδος παιχνιδιοῦ τοῦ ἐγωισμοῦ μας. ᾿Αλλά ὁ «Θεός - ὅπως καί οἱ ἅγιοι - οὐ μυκτηρίζεται». Δέν κοροϊδεύουμε τόν Θεό καί τούς ἁγίους. Μία στροφή μας στήν Παναγία, δηλαδή τελικῶς στόν Χριστό καί Θεό μας, ὅπως ἔχουμε ξαναπεῖ, ἁπλῶς καί μόνο σέ κάποια δύσκολη στιγμή μας, γιά νά «γλιτώσουμε», ὥστε νά ἐπανέλθουμε στόν ἴδιο ἁμαρτωλό ρυθμό μας, μᾶλλον θά μᾶς ἔκανε νά πέσουμε στήν «ὀργή» τοῦ Θεοῦ. Καί «φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος».
Καί δεύτερον· «ἐν μετανοία» καί «ἐκ βάθους ψυχῆς». Δέν εἶναι δυνατόν νά τρέχω μέ σπουδή σ’ ᾿Εκείνην πού δείχνει ἀδιάκοπα τόν Χριστό καί νά εἶμαι ἀμετανόητος. ῞Οπως ἡ μόνη στάση ἔναντι τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μετάνοια, τό ἴδιο καί ἔναντι τῆς Παναγίας. Διότι ἡ μετάνοια φανερώνει τήν ἀληθινή διάθεση τοῦ πιστοῦ νά συντονιστεῖ μέ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Χωρίς μετάνοια εἶναι γνωστό ὅτι ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μόνο τόν ἐγωισμό του καί ἀποτελεῖ ἐνεργούμενο τῶν πονηρῶν δυνάμεων. Παναγία λοιπόν καί ἀμετανοησία ἀπό πλευρᾶς μας εἶναι μεῖγμα ἀνύπαρκτο καί ἀδιανόητο. Πῶς φαίνεται ἡ γνησιότητα τῆς μετανοίας μας; ᾿Από τό γεγονός ὅτι θέλουμε νά ἀλλάξουμε ριζικά· «ἐκ βάθους ψυχῆς». ῾Η ἐπιφανειακότητα στή σχέση μας μέ τήν Παναγία κατανοεῖται ὡς ἕνα εἶδος παιχνιδιοῦ τοῦ ἐγωισμοῦ μας. ᾿Αλλά ὁ «Θεός - ὅπως καί οἱ ἅγιοι - οὐ μυκτηρίζεται». Δέν κοροϊδεύουμε τόν Θεό καί τούς ἁγίους. Μία στροφή μας στήν Παναγία, δηλαδή τελικῶς στόν Χριστό καί Θεό μας, ὅπως ἔχουμε ξαναπεῖ, ἁπλῶς καί μόνο σέ κάποια δύσκολη στιγμή μας, γιά νά «γλιτώσουμε», ὥστε νά ἐπανέλθουμε στόν ἴδιο ἁμαρτωλό ρυθμό μας, μᾶλλον θά μᾶς ἔκανε νά πέσουμε στήν «ὀργή» τοῦ Θεοῦ. Καί «φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος».
Νά παρακαλοῦμε τήν Παναγία, ναί. ᾿Αλλά μέ τόν τρόπο πού πρέπει. Διότι «αἰτεῖτε,
καί οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε» (ἅγιος ᾿Ιάκωβος).