Διηγήθηκε Γέρων: «Κάποτε ήρθαν καί μέ προσκύνησαν τά
δαιμόνια,ένω έψελνα τό Χερουβικό καί είχα φθάσει στό "καί τή ζωοποιώ
Τριάδι". Έρχονται λοιπόν πέντε δαίμονες, ένας μεγάλος άξιωματικός μέ
πηλίκιο καί κάτι σήματα δαιμονικά, γαλόνια καί κέρατα πού έβγαιναν δίπλα άπ΄τό
πηλίκιο, καί τέσσερις μικροί μαλλιαροί,καί πέφτουν στά γόνατα μπροστά μου. Ό
μεσαίος, ό αξιωματικός, είχε τό ένα πόδι γονατιστό καί τό άλλο μισολυγισμένο
όπως οί καθολικοί καί μού λέει: «Είσαι σπουδαίος ψάλτης! Είσαι θαυμάσιος! Είσαι άφθαστος!». Είχε τό κεφάλι ψηλά, ένώ οί άλλοι τέσσερις είχαν τό κεφάλι κάτω.
Έγώ μονολόγησα; "Τά δαιμόνια θά μού πάρουν τό μυαλό. Κύριε Ίησού Χριστέ, ελέησόν με. Κύριον τόν Θεόν μας προσκυνήσωμεν καί Αύτώ μόνω
λατρεύσωμεν". Αμέσως έγιναν άφαντοι. Αύτά έν ριπή όφθαλμού. Έγώ άγρίεψα μέσα μου. Σκέφθηκα “Άύτός
πού δέν δέχεται νά προσκυνήση τόν Θεό καί νά πή έλέησόν με ό Θεός, ήρθε νά
προσκυνήση έμένα νά μέ κάνη συμμέτοχο στήν ύπερηφάνειά του; Άγρίεψα καί άρχισα
νά λέω τό "Τριάδι" τού Παπανικολάου. Μόλις τελείωσα, μού λένε οί πατέρες;"
Τί Τριάδι ήταν αύτό! Πανηγύρι μάς έφερες". "Έ,
λέω, καμμία φορά μάς πιάνουν καί τά μεράκια".
»Μετά τήν τράπεζα συναντώ στήν αύλή ένα μοναχό αγιορείτη, όχι τού Μοναστηριού,πού ήταν παρών στήν Λειτουργία. Τόν χαιρέτησα καί μού λέει;
-Βρέ, τί ήταν αύτό σήμερα! Τί ώραία ψαλμωδία! Μάς άνέβασες
στόνούρανό. Νιώσαμε κατάνυξη.
-Όχι έγώ, ό πατήρ τάδε, τού είπα. Ποιός πατήρ τάδε, Έσύ, ή
δική σου φωνή, καί μού είπε καί διάφορα έπαινετικά λόγια.
»Τόν Βάζω μετάνοια καί πάω νά φύγω. Έρχεται ό σατανάς
δίπλα μου τόν έβλεπα καί μού λέει; "Όταν σού λέω έγώ νά άκούς. Είσαι
άφθαστος, έσύ έπρεπε νά πάς νά πάρης δίπλωμα έξω καί νά είσαι δάσκαλος".
»"Πίσω μου δαίμονα", λέω. Τί ήθελα νά ΄ρθώ άπό
δώ νά συναντήσω τόν μοναχό νά άκούσω όλα αύτά.
»Βγήκα έξω καί κίνησα γιά τόν κήπο. Ό διάβολος άπό κοντά
μου.
Ένώ έβλεπα, βάδιζα, δέν ξέρω πώς, πήρε τό πνεύμα μου ό σατανάς καί μέ άνέβασε ψηλά, πολύ ψηλά καί έβλεπα τόν κόσμο σάν μυρμήγκια κάτω.
Ένώ έβλεπα, βάδιζα, δέν ξέρω πώς, πήρε τό πνεύμα μου ό σατανάς καί μέ άνέβασε ψηλά, πολύ ψηλά καί έβλεπα τόν κόσμο σάν μυρμήγκια κάτω.
-Έσύ δέν είσαι τυχαίος,μού έλεγε ό σατανάς,έσύ δέν ξέρεις
τί κουβαλάς.
-Τί κουβαλάω,βρέ σατανά,ό,τι κουβαλάς καί σύ κουβαλώ καί
έγώ.
Φύγε άπό κοντά μου."Θεέ μου,βοήθησέ με".Τί είνα αύτό σήμερα.
Θά μού πάρει τά μυαλά ό σατανάς. "Κύριε Ίησού Χριστέ, έλεησόν με".
Φύγε άπό κοντά μου."Θεέ μου,βοήθησέ με".Τί είνα αύτό σήμερα.
Θά μού πάρει τά μυαλά ό σατανάς. "Κύριε Ίησού Χριστέ, έλεησόν με".
»Άρχισα νά φουσκώνω άπό ύπερηφάνεια, άλλά είχα καί λίγο
έπίγνωση καί είπα; Θεέ μου, δέν θέλω τέτοιες έπάρσεις".
»Μπαίνω στόν κήπο,αύτός άπό κοντά. Αύτός τά δικά του, εγώ
τά δικά μου. Δέν υπάρχει χειρότερο δαιμόνιο άπό τό δαιμόνιο τής ύπερηφανείας.
Προχώρησα πιό μέσα στόν κήπο, μήπως καί φύγη. Τίποτα."Πάει",
είπα, "θά δαιμονισθώ", Τότε έπεσα στά γόνατα μέ τό ράσο πού φορούσα
στήν Έκκλησία,καί έκλαιγα,Δέν έδινα σημασία τί μού έλεγε ό σατανάς,έγώ τά δικά
μου."Κύριε Ίησού Χριστέ,έλέησόν με",δύο-δυόμισι ώρες είχα μέσα στόν
ήλιο.
"Δέν θέλω", έλεγα, "τετοιες έπάρσεις, τέτοιους
λογισμούς. Έγώ θέλω, Χριστέ μου, να σέ προσκυνώ πάνω στόν Σταυρό. Έγώ είμαι
ένας άμαρτωλός καί τίποτα παραπάνω".Αύτός έλεγε τά δικά του. Μούσκεψε τό
χώμα άπό τά δάκρυα,σάν νά είχε τρέξει βρύση. Κάποια στιγμή έφυγε έκείνο τό
νέφος καί ό σατανάς μαζί. Κατάλαβα ότι προσγειώθηκα. “Ένιωσα τήν άνάγκη να προσκυνήσω
τά πόδια τού Έσταυρωμένου. Σηκώθηκα, εύχαρίστησα τόν Κύριό μας καί τήν Παναγία,
έβαλα λίγες μετάνοιες καί έφυγα κλαίγοντας.
»Έπειτα σκέφθηκα ότι γιά νά έρθουν νά μέ πειράζουν τά
δαιμόνια τόσες φορές, κάτι βρήκαν μέσα μου. Φαίνεται ότι λάγκευα'' πρός τόν
έγωίσμό. Γι΄αύτό χρειάζεται προσοχή καί ταπείνωση». ΠΗΓΗ