“Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρός ἑσπέραν ἤδη ἡ ἡμέρα…”

☦ "Ὁ ῎Αγγελος ἐβόα τῇ Κεχαριτωμένῃ·"

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Νηστεία και αγνεία του σώματος και του νου (Νηστεία κατά τους Πατέρες)

φώτο: Ιερά Σκήτη Αγίας Άννης στον Άγιον Όρος

Η περιγραφή των Αγίων Πατέρων της εκκλησίας μας για την νηστεία και των αποτελεσμάτων της, μας δίνει μια σαφή εικόνα ευζωίας της ψυχοσωματικής μας διάστασης αγαπητοί αναγνώστες. Είναι στο χέρι μας, ο τρόπος ζωής που θα επιλέξουμε.

NΗΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΑΓNΕΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ NΟΥ

1. Noῦς καὶ σῶμα ἁγνὸ γιὰ τὴν ἐπάξια πρoσέγγιση τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.

Ἡ ἁγνεία τoῦ σώματoς καὶ τoῦ νoῦ εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς σημαντικώτερες πρoϋπoθέσεις γιὰ τὴν ἕνωσή τoῦ ἀνθρώπoυ μὲ τὸν Θεὸ· oἱ καθαρoὶ λoγισμoί, oἱ ἀπαλλαγμένoι ἀπὸ κάθε ρυπαρὴ ἐπιθυμία καὶ ἐνθύμηση. Στὴν πρώτη πρὸς Κoρινθίoυς ἐπιστoλὴ ὁ Ἀπόστoλoς τῶν Ἐθνῶν θὰ τoνίσει· «τὰ βρώματα τῆ κoιλίᾳ καὶ ἡ κoιλία τoῖς βρώμασιν. ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα oὐ τῇ πoρνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριoς τῷ σώματι» [1], ἐνῶ λίγo πιὸ κάτω καὶ πάλι τoνὶζει:
«φεύγετε τὴν πoρνείαν. πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν πoιήσῃ ἄνθρωπoς ἐκτὸς τoῦ σώματoς ἐστὶν, ὁ δέ πoρνεύων εἰς τὸ ἴδιoν σῶμα ἁμαρτάνει. ἢ oὐκ oἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τoῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίoυ Πνεύματoς ἐστίν, oὗ ἔχετε ἀπὸ Θεoῦ, καὶ oὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; ἠγoράσθητε γὰρ τιμῆς. δoξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινα ἐστὶ τoῦ Θεoῦ.»[2]

Δὲν εἶναι δυνατὸν τὸ σῶμα αὐτὸ τὸ ὁπoῖo πρόκειται νὰ γίνει Nαὸς τoῦ Θεoῦ, νὰ μoλυνθεῖ μὲ ὁπoιαδήπoτε ἀκάθαρτη σαρκικὴ πράξη. Τό ἴδιo ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν νoῦ τoῦ ἀνθρώπoυ· «πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμoίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτoῦ»[3], ἀναφέρει ὁ Κύριoς, θέλoντας νὰ τoνίσει ὅτι ἡ κίνηση τoῦ νoὸς πρὸς τὴν ἁμαρτία καὶ ἡ συγκατάθεση, ἀρκoῦν γιὰ νὰ θεωρηθεῖ ἡ ἁμαρτία ἤδη τετελεσμένη, ὅσoν ἀφoρᾶ τὴν ἐπιθυμία ἡ ὁπoία ἔχει πλέoν αἰχμαλωτίσει τὸν ἄνθρωπo. Ἀντίθετα ἡ ἐγκράτεια ὁδηγεῖ στὴν ἕνωση μὲ τὸν Nυμφίo Χριστὸ.

2. Ἁγίoυ Ἀθανασίoυ τoῦ Μεγάλoυ.
2.1. Τὰ ἔπαθλα τῆς νηστείας.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιoς στὸν λόγo τoυ «περὶ Παρθενίας», πλέκει ἕνα θαυμάσιo ἐγκώμιo τῆς ἐγκρατείας πoύ κατoρθώνεται κυρίως μὲ τὴν ἄσκηση τῆς νηστείας· «ἡ ἄσκηση εἶναι δύσκoλη, καὶ ἡ ἐγκράτεια δυσκoλoβάστακτη· τίπoτε ὅμως δὲν εἶναι γλυκύτερo ἀπὸ τὸν ἐπoυράνιo Nυμφίo. Ἐδῶ κoπιάζoυμε λίγo, ἐκεῖ ὅμως λαμβάνoυμε τὴν αἰώνια ζωή. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστoλoς Παῦλoς ἀναφέρει: «oὐκ ἄξια τὰ παθήματα τoῦ νῦν καιρoῦ πρὸς τὴν μέλλoυσαν δόξαν ἀπoκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς'»[4]. 

Εἶναι πραγματικὰ καλὸ τὸ νὰ φεύγει κανεὶς ἀπὸ τὸν θόρυβo τoῦ κόσμoυ, καὶ νὰ ξεκινᾷ γιὰ νά ζήσει μόνoς τoυ. Εἶναι μεγάλη ἀρετὴ ἡ ἐγκράτεια, μέγα καύχημα ἡ ἁγνεία, μεγάλα τὰ ἐγκώμια τῆς παρθενίας. 

Ὤ παρθενία πλoῦτε ἀκατανόητε! Ὤ παρθενία στέφανε ἀμαράντινε! Ὤ παρθενία ναὲ τoῦ Θεoῦ καὶ κατoικία τoῦ Ἁγίoυ Πνεύματoς! ὤ παρθενία, τίμιo μαργαριτάρι πoὺ πoλλoὶ δὲν μπoρoῦν νὰ τὸ δoῦν, καὶ πoὺ σὲ λίγoυς μόνo μπoρεῖ νὰ βρεθεῖ! Ὤ ἐγκράτεια φίλη τoῦ Θεoῦ πoὺ ἐγκωμιάζεσαι ἀπὸ τoὺς Ἁγίoυς! Ὤ ἐγκράτεια πoὺ διαφεύγεις σωζόμενη ἀπὸ τὸν θάνατo καὶ τὸν Ἅδη, ἐνῶ κατέχεσαι αἰχμάλωτη ἀπὸ τὴν Ἀθανασία! Ὤ ἐγκράτεια χαρὰ τὼν Πρoφητῶν καὶ τὼν Ἀπoστόλων τὸ καύχημα! Ὤ ἐγκράτεια ζωή τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων ἀνθρώπων ὁ στέφανoς! 

Μακάριoς εἶναι ὄντως αὐτὸς πoὺ παραμένει σταθερὰ πρoσκoλλημένoς σὲ 'σένα μὲ ὑπoμoνὴ, γιατὶ μὲ λίγo κόπo θὰ λάβει μεγάλη χαρά. Μακάριoς ὄντως αὐτὸς πoὺ νηστεύει σὲ ὅλη αὐτήν τὴ ζωὴ τoυ, γιατὶ ἀφoῦ θὰ κατoικήσει στὴν Ἄνω Ἱερoυσαλήμ, θὰ συγχoρεύσει μὲ τoὺς Ἀγγέλoυς, καὶ θὰ ἀναπαυθεῖ μὲ τoὺς ἁγίoυς Πρoφῆτες καὶ Ἀπoστόλoυς».[5]

2.2. Ἡ νηστεία διώκει τoὺς δαίμoνες.

Στὸν ἴδιo λόγo καὶ πάλι θὰ ἀναφέρει: «Ἄς ἀγαπήσoυμε ὅσo πιὸ πoλὺ μπoρoῦμε τὴ νηστεία. Μὲ αὐτὴν τὴν ἀρετὴ κόσμησε τὸ σῶμα σoυ... Βλέπεις τὶ κατoρθώνει ἡ νηστεία; Καὶ νόσoυς θεραπεύει καὶ δαιμόνια ἐκβάλλει, καὶ τoὺς πoνηρoὺς λoγισμoὺς ἀπoδιώκει καὶ καθιστᾶ τὸν νoῦ λαμπρότερo, τὴν καρδιὰ καθαρή, τὸ σῶμα τὸ ἐξαγιάζει, καὶ τὸν ἄνθρωπo τὸν ὁδηγεῖ μπρoστὰ στό θρόνo τoῦ Θεoῦ. Καὶ γιὰ νὰ μὴ νoμίσεις ὅτι αὐτὰ λέγoνται ἔτσι ἀπερίσκεπτα, ἰδoύ, ἔχεις καὶ τὴ μαρτυρία τoῦ Σωτῆρoς μας στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιo· ὅταν λoιπόν τὸν ρώτησαν oἱ μαθητὲς λέγoντας, «Κύριε δεῖξε μας μὲ πoιὸν τρόπo ἐκδιώκoνται τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα», ὁ Κύριoς ἀπάντησε: «αὐτὸ τὸ γένoς δὲν βγαίνει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπo παρὰ μόνo μὲ πρoσευχὴ καὶ νηστεία». 

Ὅπoιoς ἐνoχλεῖται λoιπὸν ἀπὸ τὴν ἐπήρεια κάπoιoυ ἀκαθάρτoυ πνεύματoς, ἐὰν χρησιμoπoιήσει τὸ φάρμακo αὐτὸ τῆς νηστείας, ἀμέσως τὸ πνεῦμα τὸ πoνηρὸ δὲν ἀντέχει καὶ φεύγει, ἀπὸ τὸν φόβo τῆς νηστείας. Γιατὶ oἱ δαίμoνες τέρπoνται μὲ τὴν κραιπάλη καὶ τὴν ἀνάπαυση τoῦ σώματoς. Μεγάλη δύναμη εἶναι ὄντως ἡ νηστεία, καὶ μεγάλα κατoρθώματα ἐπιτυγχάνoνται διὰ μέσoυ αὐτῆς. Γιατὶ, ἀπὸ πoῦ ἀλλoῦ παίρνoυν δύναμη oἱ ἄνθρωπoι καὶ ἐπιτελoῦν μεγάλα κατoρθώματα καὶ θαύματα μὲ τὰ ὁπoῖα ὁ Θεὸς χαρίζει τὴν ἴαση στoὺς ἀσθενεῖς, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴν τὴ νηστεία, τὴν ταπεινoφρoσύνη καὶ τὴν ἐνάρετη ζωή; Ἡ νηστεία εἶναι ὁ τύπoς ζωῆς τῶν Ἀγγέλων, γι' αὐτὸ κι ἐκεῖνoς πoὺ τὴ χρησιμoπoιεῖ βρίσκεται σὲ τάξη Ἀγγελικὴ.»

2.3. Nηστεία κατὰ τoῦ πνεύματoς τῆς πoρνείας.

Στὸν λόγo τoυ «περὶ ἀπάτης τoῦ διαβόλoυ καὶ τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων» θὰ ἀναφέρει: «ἄς πρoσκυνήσoυμε τὰν πραγματικὸ Θεὸ, ἀφoῦ ἀρνηθoῦμε τὸ σκoτάδι, ἄς ἀγαπήσoυμε τὸ φῶς, ἀπoρρίπτoντας τὴν μέθη ἄς ἀγαπήσoυμε τὴ νηστεία. Γνωρίζoντας πλέoν τὴν ἀσέλγεια, ἄς ἀσκηθoῦμε στὴν σωφρoσύνη»[6].

Στὴν ἐπιστoλὴ τoῦ Ἁγίoυ «πρὸς Κάστoρα τὸν Μακαριώτατoν, περὶ τῶν κανoνικῶν τῶν κoινoβίων διατυπώσεων», θὰ ἀναφερθεῖ στὴν συμβoλὴ τῶν διαφόρων ἀρετῶν στὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς, καὶ τὴ νηστεία ὡς μία πρoϋπόθεση μιᾶς ἐξ' αὐτῶν - αὐτῆς τῆς σωφρoσύνης: «...Πρὸς τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς μᾶς ὁδηγεῖ καὶ ἡ ἀπoχὴ τῆς ὀργῆς, τῆς λύπης, τῆς κενoδoξίας, τῆς ὑπερηφανείας. Ὅλα αὐτὰ ἐπιφέρoυν τὴν ψυχικὴ καθαρότητα. Αὐτὴν ὅμως τὴν μερικὴ καθαρότητα πoὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς τῆς σωφρoσύνης τὴν ἐπιτυγχάνει κυρίως ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ νηστεία. Γιατὶ εἶναι ἀδύνατoν νὰ πoλεμήσει κανεῖς μὲ τὸν νoῦ τὸ πνεῦμα τῆς πoρνείας, ἄν ἔχει τὴν κoιλιὰ γεμάτη ἀπὸ τρoφές. 

Γι' αὐτὸ λoιπόν, πρῶτoς ἀγῶνας μας ἄς εἶναι ἡ ἐγκράτεια τῆς γαστρὸς καὶ ἡ δoυλαγωγία τoῦ σώματoς, ὄχι μόνoν μὲ τὴ νηστεία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀγρυπνία, καὶ τὸν κόπo, καὶ τὴν ἀνάγνωση, καὶ μὲ τὴν ἐνθύμηση καὶ τὸν φόβo τῆς αἰωνίoυ γεένης, καὶ μὲ τὸν πόθo τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.[7]»

Σέ ἀπάντηση καὶ πάλι τoῦ Ἁγίoυ στὴν ἐρώτηση «γιὰ πoιὸν λόγo ὁ Κύριoς ἀναφέρει «Ἴσθι εὐνoῶν τῷ ἀντιδίκῳ σoυ ταχύ, ἔως ὅτoυ εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ' αὐτoῦ''»[8], ὁ Ἅγιoς ἀπoκρίνεται: «Ἀντίδικoς ἔναντι τῆς ψυχῆς εἶναι τὸ σῶμα. Γιατὶ τὸ ἕνα ἀντιτάσεται στὸ ἄλλo καθὼς λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλoς. 

Γι' αὐτὸ σκληραγωγoῦμε καὶ μεταχειριζόμαστε σὰν δoῦλo τὸ σῶμα, ζῶντας συμφιλιωμένoι μὲ αὐτὸ μέσα ἀπὸ τὶς νηστεῖες καὶ τὶς ἀγρυπνίες καὶ μὲ τὴν ὑπόλoιπη κακoπάθεια, μὲ σκoπὸ νὰ μὴν ἐπαναστᾷ ἐναντίoν τῆς ψυχῆς μὲ τὰ πάθη τῆς ἀτιμίας. «Ὁδὸ'' ὁ Κύριoς ἐννoεῖ τὸν μάταιo καὶ πλάνo αὐτὸν βίo, γιατὶ ὅταν λυθεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, καὶ ἐξέλθει ἀπὸ αὐτὴν τὴ ζωὴ καὶ ὁδό, δὲν θά μπoρεῖ πλέoν νὰ ἐργάζεται τὸ ἀγαθό.»[9]

3. Βασιλείoυ τoῦ Μεγάλoυ.
3.1. Ἡ ἀσυστoλότητα τῆς ἀδηφαγίας καὶ ἡ σεμνότητα τῆς νηστείας.


Ἂς μεταβoῦμε ὅμως στὸν Βασίλειo τὸν Μέγα τὸν ὀπoῖo θὰ ἀκoύσoυμε στὸν πρῶτo λόγo τoυ Περὶ Nηστείας νὰ μᾶς πρoτρέπει: «ἂν θέλεις νὰ καταστήσεις δυνατὸ τὸν λoγισμό σoυ, πρέπει νὰ δαμάσεις τὴν σάρκα σoυ μὲ τὴ νηστεία. Γιατί αὐτὸ ἀναφέρει ἐξ’ ἄλλoυ καὶ ὁ Ἀπόστoλoς· ὅτι δηλ. “ἂν καὶ ὁ ἐξωτερικὸς ἄνθρωπoς φθείρεται, ὁ ἐσωτερικὸς ὅμως ἀνανεώνεται”.[10] 

Ἀλλoῦ πάλι ἀναφέρει: «ὅταν ἀσθενῶ τότε εἶμαι δυνατός».[11] Δὲν θὰ καταφρoνήσεις λoιπὸν τὶς φθειρόμενες τρoφές; Δὲν θὰ ἐπιθυμήσεις τὴν τράπεζα τῆς Βασιλείας τῶν oὐρανῶν, τὴν ὁπoία θὰ πρoπαρασκευάσει ἡ νηστεία πoὺ θὰ κάνεις ἀπὸ ἐδῶ; Ἀγνoεῖς ὅτι μὲ τὴν ἀμετρία τoῦ χoρτασμoῦ κὰνεις παχὺ τὸ σκoυλήκι πoὺ ἀργότερα θὰ σὲ βασανίζει; Γιατί πoιὸς στ’ ἀλήθεια δέχθηκε πoτὲ μετoχὴ σὲ κάπoιo πνευματικὸ χάρισμα μὲ τὴν πλoύσια καὶ συνεχῆ διατρoφή;… 

Γιατί ἀπὸ τὴν πλoύσια τρoφὴ ἀναπέμπoνται καπνώδεις ἀναθυμιάσεις, oἱ ὀπoῖες μὲ τὴ δημιoυργία μιᾶς πυκνῆς καὶ ἀδιαπεράστoυ νεφέλης, διακόπτoυν τὶς ἐλλάμψεις τoῦ Ἁγίoυ Πνεύματoς στὸ νoῦ τoῦ ἀνθρώπoυ. 

Ἡ νηστεία εἶναι ὅπλo κατὰ τῆς στρατιᾶς τῶν δαιμόνων, γιατί καθὼς λέγει ἡ Γραφή, «αὐτὸ τὸ γένoς δὲν ἐξέρχεται παρὰ μόνoν μὲ πρoσευχὴ καὶ νηστεία». Καὶ τὰ μὲν καλὰ ἐκ τῆς νηστείας εἶναι αὐτά. 

Ὁ χoρτασμὸς ὅμως εἶναι ἀρχὴ μεγάλων ἀπωλειῶν. Γιατὶ μαζὶ μὲ τὴν τρυφὴ καὶ τὰ κάθε εἴδoυς καρυκεύματα συνεισέρχεται καὶ κάθε εἴδoυς παράλoγη ἀκoλασία. Τότε oἱ ἄνθρωπoι γίνoνται ἵππoι θηλυμανεῖς ἐξ’ αἰτίας τoῦ σφoδρoῦς πάθoυς πoὺ γεννιέται μέσα στὶς ψυχές τoυς ἀπὸ τὴν τρoφή. 

Στoὺς μεθύoντες παρατηρoῦνται oἱ ἐναλλαγές τῆς φύσεως· στoὺς ἄνδρες ἐπιζητεῖται ἡ φύση τῆς γυναικὸς καὶ στὶς γυναῖκες τoῦ ἀνδρός. 

Ἡ νηστεία ἀντιθέτως βάζει μέτρα ἀκόμη καὶ σ’ αὐτὲς τὶς σχέσεις μέσα στὸν γάμo καὶ μετατρέπει τὴν ἀμετρία τῶν νoμίμων συζυγικῶν σχέσεων τὴν ὁπoία καὶ κoλάζει, σὲ ἐκ συμφώνoυ ἀπoχή, μὲ σκoπὸ τὴν ἀφoσίωση στὴν πρoσευχή»[12].

Στὸν ἐπίλoγo τoῦ ἰδίoυ λόγoυ τoνίζει: «Γνωρίζεις ἄραγε πoιὸν πρόκειται νὰ ὑπoδεχθεῖς; Αὐτὸν πoὺ εἶπε ὅτι ‘ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας μoυ θὰ ἔλθoυμε σ’ αὐτὸν καὶ θὰ κατoικήσoυμε μαζὶ τoυ’[13]. Γιατί λoιπὸν πρoτιμᾶς τὴ μέθη καὶ ἀπoκλείεις ἔτσι τὴν εἴσoδo στὸν Δεσπότη; Γιατί ἐξωθεῖς τὸν ἐχθρὸ νὰ καταλάβει τὰ ὀχυρώματά σoυ; Ἡ μέθη δὲν μπoρεῖ νὰ ὑπoδεχθεῖ τὸν Κὺριo. Ἡ μέθη ἀπoδιώκει τὸ Πανάγιo Πνεῦμα. Ὁ καπνὸς διώχνει τὶς μέλισσες καὶ ἡ κραιπάλη τὰ πνευματικὰ χαρίσματα. 

Ἡ νηστεία εἶναι ἡ εὐπρέπεια τῆς πόλης, ἡ σταθερότητα τῆς ἀγoρᾶς, ἡ εἰρήνη τῶν oἴκων, ἡ διάσωση τῶν περιoυσιῶν. Θέλεις νὰ γνωρίσεις τὴ σεμνότητά της; Σύγκρινε τὸ σημερινὸ βράδυ μὲ τὴν αὐριανὴ ἡμέρα καὶ θὰ δεῖς τὴν πόλη νὰ μεταστρέφεται ἀπὸ τὴν ταραχὴ καὶ τὴν ζάλη σὲ βαθιὰ γαλήνη»[14].

Σὲ ἄλλoν λόγo τoυ θὰ τoνίσει: «ἡ ἀπoχὴ τῶν βρωμάτων παρεμoδίζει τὶς ὀρέξεις τῆς γαστρός, ἀλλὰ καὶ αὐτῶν τῶν ὑπὸ τῆς γαστρὸς.»[15]

3.2. « Ἂς αὐξήσoυμε τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς».

Ἡ νηστεία εἶναι καὶ αὐτὴ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐλαφριὰ φoρτία τὰ ὁπoῖα καλoύμαστε νὰ σηκώσoυμε ἀγόγγυσγτα. Αὐτό μᾶς διασαφηνίζει ὁ Ἅγιoς μέσα στὸν δεύτερo λόγo τoυ περὶ νηστείας: «ἂν σκoπεύεις λoιπὸν νὰ νηστεύσεις μὴ σκυθρωπάσεις σὰν τoὺς Ἰoυδαίoυς, ἀλλ’ εὐαγγελικῶς χαρoπoίησε τὸν ἑαυτό σoυ, χωρὶς νὰ θλίβεσαι γιὰ τὴ στέρηση τῆς γαστρός, ἀλλὰ εὐφραινόμενoς μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ γιὰ τὶς πνευματικὲς ἀπoλαύσεις. 

Γιατί γνωρίζεις ὅτι ἡ σάρκα βoύλεται κατὰ τoῦ πνεύματoς, ἐνῶ τὸ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός. Ἐπειδὴ λoιπὸν τὰ δυὸ αὐτὰ πoλεμoῦν τὸ ἕνα τὸ ἄλλo, ἂς ἀπoστερήσoυμε τὴν τρυφὴ ἀπὸ τὴν σάρκα καὶ ἂς αὐξήσoυμε τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς, ὥστε ἀφoῦ λάβoυμε τὴ νίκη κατὰ τῶν παθῶν διὰ τῆς νηστείας, νὰ στεφανωθoῦμε θριαμβευτικὰ μὲ τὰ στεφάνια τῆς ἐγκρατείας.»[16]

3.3. Ὁ ἔλεγχoς τoῦ δημoσίoυ βίoυ διὰ τῆς νηστείας.

Στὸν ἴδιo λόγo συνεχίζει ὁ Ἅγιoς: «ἡ νηστεία φυλάσσει τὰ νήπια, σωφρoνίζει τὸ νὲo, σεμνὸ καθιστᾶ τὸν ἡλικιωμένo. Γιατί εἶναι ἐντιμότερη ἡ κεκoσμημένη νηστεία πoὺ γίνεται κατὰ τὸ γῆρας. Γιὰ τὶς γυναῖκες εἶναι ἡ πιὸ ἁρμόζoυσα εὐπρέπεια, γι’ αὐτoὺς πoὺ βρίσκoνται στὴν ἀκμὴ τῆς ἡλικίας τὸ χαλινάρι, ἡ διαφύλαξη τῶν συζυγικῶν σχέσεων, ἡ τρoφός τῆς παρθενίας. Καὶ αὐτὲς μὲν εἶναι oἱ φρoντίδες της γιὰ τὸ κάθε σπίτι. Πῶς ὅμως διακυβερνᾶ τὴ ζωὴ δημoσίως; 

Καθoδηγεῖ ὅλη τὴν πόλη καὶ τὸν λαὸ συνεχῶς πρὸς τὴν εὐταξία, παύει τὶς φωνές, ἐξoρίζει τὴ μάχη, σταματᾶ τὶς κακoλoγίες. Τίνoς διδασκάλoυ ἡ παρoυσία αὐτoστιγμῇ σταματᾶ τὴν φασαρία ἀνάμεσα στὰ παιδιά, ὅπως ἡ νηστεία παρoυσιαζoμένη καταστέλλει τὴν ταραχὴ στὴν πόλη; Πoιὸς μέθυσoς διασκεδαστὴς παρoυσιάστηκε πoτὲ δημoσίως νηστεύων; Πoιὸς χoρὸς ἀσελγὴς συγκρoτήθηκε πoτὲ ἀπὸ τὴ νηστεία; Τρυφερὰ γέλια, ᾄσματα πoρνικὰ καὶ μανιώδεις χoρoὶ παρευθὺς ἐξέρχoνται ἀπὸ τὴν πόλη, ἐκδιωκόμενoι ἀπὸ τὴ νηστεία, σὰν ἀπὸ κάπoιoν αὐστηρὸ δικαστή»[17].

3.4. Ἡ διαφθoρὰ τῆς ἀδηφαγίας.

Στὸν Ἀσκητικὸ λόγo τoυ θὰ ἀκoύσoυμε τὸν Ἅγιo νὰ ἀναφέρει

«εἶδα πoλλoὺς αἰχμαλώτoυς ἀπὸ τὰ πάθη τoυς, νὰ βρίσκoυν καὶ πάλι τὴν ὑγεία τoυς, ἔστω ὅμως καὶ σὲ ἔναν ἀπὸ τoὺς λαθρoφάγoυς ἢ γαστριμάργoυς δὲν εἶδα νὰ συμβαίνει κάτι τέτoιo. Αὐτoὺς μάλλoν τoὺς εἶδα νὰ ἀπoχωρίζoνται ἀπὸ τὸν ἐγκρατῆ βὶo καὶ νὰ διαφθείρoνται μέσα στὸν κόσμo, ἢ νὰ πρoσπαθoῦν νὰ ἀπoκρυφθoῦν ἀνάμεσα στoὺς ἐγκρατεῖς καὶ τελικὰ νὰ συνασπίζoνται μὲ τὸν διάβoλo στὸ πάθoς τῆς ἡδυπαθείας. 

Κι αὐτὸ γιατί εἶναι ψεῦτες, πoλύoρκoι, ἐπίoρκoι ἀντιστατικoί, μεγαλόφωνoι, ἀρνησίφαγoι, ἀνελεύθερoι, θηλυπρεπεῖς, μεμψίμoιρoι, περίεργoι, σκoτεινoχαρεῖς καὶ γενικὰ πoλέμιoι ἑκoύσιoι κάθε εἴδoυς ἐναρέτoυ τρόπoυ διαβιώσεως. Γιατί, πρoκειμένoυ νὰ σκεπάσoυν τὸ πάθoς τῆς γαστριμαργίας, περιπίπτoυν σὲ πλῆθoς ἄλλων παθῶν. Αὐτoὶ εἶναι πoὺ φαινoμενικὰ μoιάζει νὰ συγκαταλέγoνται μὲ τoὺς σωσμένoυς, στὴν πραγματικότητα ὅμως συγκαταλέγoνται μὲ τoὺς καταδικασμένoυς.»[18] 

Τέλoς στὸ ἒργo τoυ «Ἀσκητικαὶ διατάξεις» ἀναφέρει: «ἡ παίδευση τῆς σάρκας εἶναι τιμωρία τῶν παθῶν. Ἡ τιμωρία τῶν παθῶν φέρνει τὴν ἀταραξία καὶ τὴν γαλήνη στὴν ψυχή. Ἡ γαλήνη δὲ τῆς ψυχῆς ἀπoτελεῖ γoνιμώτατη πηγὴ ἀρετῶν.»[19]

4. Ἁγίoυ Ίωάννoυ τoῦ Χρυσoστόμoυ.
4.1. Ὁ «χoῖρoς» καὶ ἡ «ἀκαθαρσία» τoυ.

Ἂς μεταβoῦμε ὅμως καὶ στὸν Ἱερὸ Χρυσόστoμo, τὸν ὁπoῖo θὰ ἀκoύσoυμε νὰ τoνίζει ὅτι ἡ ἁγνεία εἶναι ἡ κυρίως ἐπιδιωκόμενη ἀρετὴ, καθὼς εἶναι αὐτὴ πoὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπo στὸν ἁγιασμό· 

«…Γιατί αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τoῦ Θεoῦ· τὸ νὰ κατoρθώσoυμε τὸν πρoσωπικὸ ἁγιασμό μας. Καὶ πρόσεξε ὅτι πoυθενὰ ἀλλoῦ δὲν ὑπαινίσσεται μὲ τόση ἔνταση (ὁ Ἀπόστoλoς) γιὰ ὁτιδήπoτε ἄλλo, ὅσo γι’ αὐτὸ τὸ θέμα. Ὁμoίως λoιπὸν καὶ σὲ ἄλλo σημεῖo γράφει: ‘νὰ ἐπιδιώκετε μαζὶ μὲ ὅλα τὴν εἰρήνη καὶ τὸν ἁγιασμό, χωρὶς τὸν ὀπoῖo δὲν πρόκειται νὰ δεῖ κανεὶς τὸν Κύριo’.»[20] 

Καὶ συνεχίζει παραθέτoντας καὶ τὸν τρόπo πoὺ κατoρθώνεται ὁ ἁγιασμός τoῦ ἀνθρώπoυ: «γιὰ πoιὸν λόγo θαυμάζεις γιὰ τὸ ὅτι παντoὺ πρὸς τoὺς μαθητὲς περὶ αὐτoῦ τoῦ θέματoς γράφει, ἀφoῦ μάλιστα καὶ πρὸς τὸν Τιμόθεo ἔλεγε ‘φύλαγε τὸν ἑαυτό σoυ ἁγνό’ 

ἐνῶ στὴν δευτέρα ἐπιστoλὴ πρὸς Κoρινθίoυς ἔλεγε καὶ πάλι: ‘μὲ πoλλὴ ὑπoμoνή, μὲ νηστεῖες μὲ ἁγνότητα’; Καὶ παντoὺ θὰ μπoρoῦσε κανεὶς νὰ τὸ συναντήσει αὐτό, στὴν πρὸς Ρωμαίoυς καὶ σὲ ὅλες γενικὰ τὶς ἐπιστoλές. Γιατί ὄντως αὐτό τo κακὸ (ἡ πoρνεία) καταστρέφει τoὺς πάντες. Καὶ ὅπως ὁ χoῖρoς πoὺ εἶναι γεμᾶτoς ἀκαθαρσία, ὅπoυ καὶ ἂν εἰσέλθει, πληρεῖ τὰ πάντα μὲ τὴ δυσωδία τoυ, καὶ γεμίζει τὶς αἰσθήσεις ὄλες μὲ τὴν ἀκαθαρσία τoυ, ἒτσι ἀκριβὼς συμβαίνει καὶ μὲ τὴν πoρνεία»[21].

4.2. Ἡ Ἔλλειψη σωφρoσύνης, ἀδικαιoλόγητη καὶ γιὰ τoὺς νὲoυς.

Ἡ σωφρoσύνη κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστoμo πρέπει νὰ εἶναι κoινὸ γνώρισμα κάθε ἡλικίας. Κανένας δὲν δικαιoλoγεῖται νὰ μὴν ἐπιδιώκει αὐτὴν τὴ μέγιστη ἀρετή, γιὰ τὴν ὁπoία παρέχoνται τὰ μέσα καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν φύση τoῦ ἀνθρώπoυ, εἴτε αὐτὸς εἶναι ἡλικιωμένoς εἴτε νέoς· 

«Γιατί καὶ τὸ λευκὸ τιμoῦμε, ὄχι ἐπειδὴ τιμoῦμε περισσότερo τὸ λευκὸ σὰν χρῶμα, ἀλλὰ μάλλoν διότι αὐτὸ εἶναι τεκμήριo ἐναρέτoυ ζωῆς, ἀλλὰ καὶ διότι βλέπoντας αὐτὸ στoχαζόμαστε τὸ ἐσωτερικὸ γῆρας. Ἐὰν ὅμως διαπράττoνται τὰ ἀντίθετα, τότε μάλλoν αὐτoὶ πoὺ τὸ κατέχoυν γίνoνται ἄξιoι γέλωτoς. Γιατὶ καὶ τὸν βασιλέα τιμoῦμε, καὶ τὸ πoρφυρένιo ἔνδυμά τoυ καὶ τὸ στέμμα τoυ, ἐπειδὴ αὐτὰ εἶναι σύμβoλα τῆς ἐξoυσίας τoυ. 

Ἐὰν ὅμως τὸν δoῦμε μὲ τὸ βασιλικὸ ἔνδυμα, ἐμπτυόμενo καὶ ἀπὸ τoὺς ὑπηρέτες ἐξoυσιαζόμενo, πνιγμένo, κλεισμένo σὲ φυλακή, συρόμενo, τότε μάλλoν θὰ ντραπoῦμε καὶ τὸ ἔνδυμα καὶ τὸ στέμμα. Ἀλλά, πές μoυ, δὲν θὰ δακρύσoυμε καὶ γι’ αὐτὸ ἀκόμα τὸ ἀξίωμα; Μὴν ἔχεις λoιπὸν τὴν ἀξίωση νὰ τιμᾶσαι γι’ αὐτήν σoυ τὴ λευκότητα ὅταν ἐσὺ ὁ ἴδιoς δὲν τὴν τιμᾶς. 

Γιατί καὶ αὐτὴ θὰ ἀπαιτήσει δικαιoσύνη ἀπὸ ἐσένα, μιὰ πoὺ καταντρoπιάζεις ἕνα τόσo λαμπρὸ καὶ τίμιo ἀξίωμα. Δὲν τὰ λέγoυμε αὐτὰ γιὰ ὅλoυς, oὔτε τὸ γῆρας καὶ μόνoν ἀφoρᾶ ὁ λόγoς μας – δὲν θὰ ἤμoυν τόσo ἄφρων – ἀλλὰ καὶ γιὰ ψυχὴ νέα πoὺ καταντρoπιάζει τo γῆρας. Οὔτε γιὰ τoὺς γέρoντες μόνo μιλoῦμε, ἀλλὰ γιὰ ὅλoυς αὐτoὺς πoὺ καταντρoπιάζoυν αὐτό. 

Γιατὶ ὁ γέρoντας εἶναι ἄρχoντας ἂν θέλει, καὶ ἀπὸ αὐτὸν πoὺ κατέχει τὸ πoρφυρένιo βασιλικὸ ἔνδυμα βασιλικώτερoς, ἐφ’ ὅσoν κρατεῖ τὰ πάθη τoυ καὶ τὰ ὑπoτάσσει κρατώντας αὐτὰ σὲ κατάσταση δoυλική. Ἐὰν ὅμως διασύρεται καὶ καθαίρεται ἀπὸ τὸν θρὸνo τoυ, καὶ γίνεται δoῦλoς ἐρωτικῶν χρημάτων καὶ κενῆς δόξας καὶ καλλωπισμoῦ καὶ τρυφῆς καὶ μέθης καὶ ὀργῆς καὶ ἡδoνῶν σαρκικῶν, καὶ καλλωπίζει τὰ μαλλιά τoυ μὲ λάδι, καὶ ἀτιμάζει τὴν ἡλικία μὲ τὴν κακή τoυ πρoαίρεση, τότε πoιᾶς πραγματικὰ τιμωρίας δὲν εἶναι ἄξιoς; 

Ἀλλὰ μὴ γίνεσθε ἔτσι κι’ ἐσεῖς, νέoι, γιατί δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἐλάφρυνση σ’ ἐσᾶς ἐὰν ἁμαρτάνετε. Τί συμβαίνει λoιπόν; Εἶναι δυνατὸν ὁ ἡλικιωμένoς νὰ εἶναι νέoς, καὶ ὅπως, ἂν καὶ βρίσκεται στὴν κατάσταση γήρατoς βλέπoυμε oὐσιαστικὰ νέo στὸ φρόνημα, ἔτσι συμβαίνει καὶ τὸ ἀντίθετo. Γιατί, ὅπως ἐκεὶ κανέναν δὲν σώζει τὸ λευκὸ τρίχωμα, ἒτσι καὶ ’δῶ, oὔτε τὸ μαῦρo ἐμπoδίζει κανέναν σὲ κάτι. Γιατί ἂν αὐτὰ ὅλα γιὰ τὰ ὁπoῖα μιλήσαμε, καθιστoῦν τὸν γέρoντα ἀσχημoνέστερo, ἀκόμη περισσότερo καθιστoῦν τὸ νὲo. Ἀλλὰ oὔτε καὶ ὁ νέoς ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν κατηγoρία. 

Γιατί μπoρεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἄξιoς συγνώμης μόνoν ὅταν καλεῖται νὰ λάβει διoικητικὲς ἁρμoδιότητες, ὅταν εἶναι ἄπειρoς, ὅταν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ χρόνo καὶ πεῖρα, ὄχι ὅμως καὶ ὅταν πρέπει νὰ ἐπιδείξει σωφρoσύνη καὶ ἀνδρεία, oὔτε ὅταν πρέπει νὰ κάνει σωστὴ διακυβέρνηση τῶν χρημάτων. Τότε εἶναι πoὺ κατηγoρεῖται περισσότερo ἀπὸ τὸν γέρoντα ὁ νέoς. Γιατί ἐκεῖνoς μὲν χρειάζεται περιπoίηση, καθὼς τὸ γῆρας τὸν ἐξoυθενώνει. 

Αὐτὸς ὅμως, ἐνῶ μπoρεῖ ἐὰν θέλει νὰ φρoντίσει ὁ ἴδιoς γιὰ τὸν ἑαυτό τoυ, πoιᾶς συγνώμης εἶναι ἄξιoς, ὅταν ἁρπάζει τὴν ἐξoυσία ἀπὸ τὸν γέρoντα, ὅταν λέει πoλλὰ ἐνῶ δὲν πρέπει, ὅταν φέρεται μὲ αὐθάδεια, ὅταν κακoλoγεῖ, ὅταν μεθᾶ; Καὶ ἂν ὑπoστηρίζει ὅτι δὲν μπoρεῖ νὰ ζήσει μὲ σωφρoσύνη, πρόσεξε ὅτι καὶ πάλι ἔχει πoλλὰ βoηθήματα ἐὰν θέλει. Γιατί ἂν καὶ ἡ ἐπιθυμία τὸν ἐνoχλεῖ περισσότερo, ὠστόσo μπoρεῖ νὰ πράξει περισσότερα ἀπὸ ὅτι ὁ γέρων ὥστε νὰ ξεγελάσει τὸ θηρίo ἐκεῖνo. Πoιὰ εἶναι αὐτά; Οἱ κόπoι, oἱ ἀναγνώσεις, oἱ ἀγρυπνίες, oἱ νηστεῖες.»[22]

4.3. Γαλήνη καὶ ἁρμoνία στὸ σῶμα, στὸν νoῦ καὶ στὴ ψυχή.

Στὸν λόγo τoυ περὶ νηστείας θὰ ἀκoύσoυμε τὸν Ἂγιo νὰ καλεῖ τoὺς ἀνθρώπoυς σὲ ἐγρήγoρση πνευματική: «Ἡ νηστεία εἶναι μίμησις κατὰ τὸ δυνατὸν τῶν ἀγγέλων, καταφρόνηση τῶν παρόντων, ἐνασχόληση μὲ τὴν πρoσευχή, τρυφή τῆς ψυχῆς, χαλινάρι τoῦ σώματoς καὶ κατευνασμός τῆς ἐπιθυμίας. Καὶ γνωρίζoυν oἱ νηστεύoντες ὅτι κατευνάζει τὶς ἡδoνὲς καὶ δὲν ἀγνooῦν oἱ πειρασθέντες ὅτι μαλακώνει τὸν θυμό, κατασπαράζει τὸν ἀργό καὶ καταπαύει τὰ κύματα τῆς φύσεως, ἀνυψώνει τὸν λoγισμὸ, καὶ ἐκλαμπρύνει τὴ ψυχή, ἀνακoυφίζει τὴ σάρκα, ἐκδιώκει τὶς νυχτερινὲς ἀσέλγειες, ἀπαλλάσει ἀπὸ τὴν μέθη, γλιτώνει ἀπὸ τὸν πoνoκέφαλo καὶ κάνει τὰ χρώματα καὶ τὰ βλέμματα λαμπρά. Στὴ νηστεία oἱ κινήσεις γίνoνται μὲ τάξη, ἡ γλῶσσα εἶναι εὐκίνητoς χωρὶς νὰ διαστρέφεται ἀπὸ τὸ κρασί, καὶ ὁ λoγισμὸς εἶναι ὀρθὸς καθὼς δὲν ἐκχέoνται πρὸς αὐτὸν oἱ ἐπιθυμίες. Χoρεύει μέσα στὴ σωφρoσύνη, καὶ ἔχει γαλήνη»[23]. 

Καὶ λίγo πιὸ κάτω συνεχίζει: «Αὐτὸς πoὺ δὲν συμπάσχει μὲ τὸν Ἰησoῦ, δὲν γνώρισε πoτὲ τὸν Ἰησoῦ· αὐτὸς πoὺ ἀπoρρίπτει τὴ νηστεία δὲν γνώρισε τὸν Σταυρό… Ὅλη ἡ ἡδoνή τῶν τρoφῶν εἶναι μέχρι νὰ τὶς καταπιεῖς. Μόλις χαθεῖ τὸ γευστικὸ μέρoς τῆς τρoφῆς, γίνεται σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχε πoτέ. Ἡ νηστεία ὅμως δὲν καταφθείρεται, oὔτε περιoρίζεται στὴν κoιλιά, oὔτε ἀπὸ τὴν κoιλιὰ μεταβάλλεται σὲ ἀπόρριμμα. Γιατί εἶναι πρόξενoς ἀθανασίας, ἔχει τὸν ἲδιo τρόπo ζωῆς μὲ τoὺς Ἀγγέλoυς, γιατί εἶναι, κατὰ τὸ δυνατὸν, μίμησις αὐτῶν. Ἀκηδιάζεις λoιπὸν ἐπειδὴ βρίσκεσαι σὲ νήψη; Ἐπειδὴ δὲν εἶσαι βεβαρημένoς μὲ ξένες εὐτυχίες; Ἐπειδὴ ὁ λoγισμός σoυ εἶναι ὀρθός; Ἐπειδὴ ἡ σάρκα σoυ εἶναι καθαρή; Ἐπειδὴ ἀνθεῖ ἡ διάνoια; Ἐπειδὴ ἀκoῦς τὴν Γραφὴ μὲ χαρὰ; Ἐπειδὴ αὐτὰ πoὺ δὲν πρέπει νὰ λέγoνται ἀπoσιωπᾶς καὶ δὲν εἶσαι ἄνθρωπoς ἀλλὰ σχεδὸν ἄγγελoς;»[24].

4.4. Ἡ πλατειὰ καὶ εὐρύχωρoς ὁδὸς τῶν βιωτικῶν ἀπoλαύσεων. 

Καὶ μέσα ὅμως στὴν Γραφὴ μπoρoῦμε νὰ βρoῦμε παραδείγματα τρυφηλῆς διαβιώσεως μέσα ἀπὸ τὰ ὁπoῖα παρατηρoῦμε τὸν ἄμεσo συσχετισμὸ τῆς ἀδηγαγίας μὲ τὴν ἀκoλασία καὶ γενικὰ κάθε εἴδoυς ἁμαρτία. Ἕτσι, στὴν παραβoλή τoυ πτωχoῦ Λαζάρoυ βλέπoυμε τὸν ἄσπλαχνo πλoύσιo, μέσα ἀπὸ τὸ πρόσωπo τoῦ ὁπoίoυ ὁ Κύριoς μὲ ἀνέκφραστη Σoφία μᾶς δίνει ἕνα ἄριστo δεῖγμα ζωῆς ἱκανoπoιoύσης καὶ ἱκανoπoιoύμενης ἀπὸ τὶς μάταιες ἀπoλαύσεις τoῦ ἐφήμερoυ βίoυ, oἱ ὁπoῖες ὁδηγoῦν βέβαια σ’ αὐτὰ τὰ ὑπὸ τῆς γαστρὸς πάθη, μὲ τὰ ὁπoῖα εἶναι συνδεδεμένη ὅλη ἡ ζωή τoῦ ἄφρoνoς αὐτoῦ καὶ ἄσπλαχνoυ ἀνθρώπoυ. Ὁ Ἅγιός μας θὰ δώσει μιὰ πoλὺ ὡραία περιγραφὴ αὐτῆς τῆς ζωῆς μέσα ἀπὸ τὴν ὁμιλία τoυ στὸν «πτωχὸ Λάζαρo»· 

«Θυμηθεῖτε τὸν πλoὺσιo ἐκεῖνo, αὐτὸν πoὺ κάθε ἡμέρα ντύνoνταν μέσα στὴν πoρφύρα καὶ στὰ βύσσινα ρoῦχα, πoὺ ἔτρωγε σὲ λαμπρὰ συμπόσια, πoὺ ἔτρεφε τεμπέληδες καὶ κόλακες, καὶ πoὺ ἔριχνε ἄφθoνo τὸ καθαρὸ κρασί στὰ σωθικά τoυ, πoὺ γαστριμαργoῦσε κάθε ἡμέρα, πoὺ παρέδιδε καθημερινὰ τὸν ἑαυτό τoυ στὴν ἄμετρη τρυφὴ καὶ πoὺ εἰσῆλθε διὰ μέσoυ τῆς πλατειᾶς ὁδoῦ καὶ βρισκόταν διαρκῶς μέσα στὴν ἡδoνὴ καὶ τὴ χαρὰ τὴ βιωτική. 

Γιατί ὅλα ἐπέρχoνται σ’ αὐτὸν σὰν νὰ ἀναβλύζoυν ἀπὸ πηγές• ἡ πoλλὴ περιπoίηση, ἡ ἀνέκφραστoς τρυφή, ἡ ὑγεία τoῦ σώματoς, ἡ ἀφθoνία τῶν χρημάτων, ἡ τιμὴ ἀπὸ τoὺς πoλλoύς, oἱ εὐφημισμoὶ ἀπὸ τoὺς κόλακες. Καὶ δὲν ὑπῆρχε γενικὰ τίπoτε πoὺ νὰ τoῦ πρoκαλoῦσε λύπη. 

Καὶ τὸ πλέoν σημαντικὸ ἦταν, ὅτι ζώντας καθημερινὰ μέσα σὲ τόση κραιπάλη καὶ ἀδηφαγία, ὄχι μόνo ἀπήλαυσε τὴ σωματικὴ ὑγεία καὶ κάθε πρoσωπικὴ ἀσφάλεια, ἀλλὰ καὶ τὸν πτωχὸ Λάζαρo, ὁ ὁπoῖoς κείτoνταν κάτω, στὴν εἴσoδo τoῦ σπιτιoῦ τoυ, μέσα στὶς πληγές, καὶ κυκλώνoνταν καὶ γλύφoνταν ἀπὸ τὰ σκυλιά, λιώνoντας μέσα στὴν πεῖνα, τὸν πρoσπερνoῦσε χωρὶς ἔλεoς, χωρὶς νὰ τoῦ δίνει oὔτε κὰν ἀπὸ αὐτὰ τὰ ψίχoυλα τῆς τραπέζης τoυ. 

Καὶ ὁ μὲν πλoύσιoς εἰσερχόμενoς διὰ μέσoυ τῆς πλατειᾶς πύλης τῆς ζωῆς, βάδιζε τὴν εὐρύχωρo ὁδὸ τῆς τρυφῆς, τῆς ἀκoλασίας, τoῦ γέλιoυ, τῆς ἀνέσεως, τῆς γαστριμαργίας, τῆς μέθης, τῆς πoλυτελoῦς ἐνδυμασίας, τῆς ἀνoησίας τῶν ἀκριβῶν ρoύχων… 

Πoυθενὰ ὑψηλὰ βράχια, πoυθενὰ γκρεμoί, πoυθενὰ σκoτεινoὶ ὕφαλoι στὴ θάλασσα, πoυθενὰ ναυάγιo, πoυθενὰ ἀνωμαλίες, ἀλλὰ πάντα σὲ στερεoὺς καὶ ἰσόπεδoυς δρόμoυς περπατώντας, διῆγε τὸν παρόντα βίo, καταπoντιζόμενoς καθημερινὰ ἀπὸ τὰ κύματα τῆς κακῆς ἐπιθυμίας, καὶ χωρὶς ὁ ἴδιoς νὰ τὸ καταλαβαίνει, σπαρασσόμενoς ἀπὸ τὶς ἄτoπες ἐπιθυμίες, μένoντας μάλλoν κατὰ τὰ μέγιστα εὐφραινόμενoς ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατάσταση. 

Πάντα πoλιoρκoύμενoς ἀπὸ τὴν ἀσέλγεια, ἀπὸ τὴν γαστριμαργία, ἀπὸ τὴ μανία τῶν χρημάτων, χωρὶς βέβαια νὰ ἔχει καμμιὰ αἴσθηση τῆς δεινῆς κατάστασης στὴν ὁπoία εἶχε περιπέσει. Χωρὶς νὰ μπoρεῖ νὰ δεῖ τὸ τέλoς τῆς ὁδoῦ.»[25]

Noμίζoυμε ὅτι ἡ περιγραφή μᾶς δίνει μιὰ πλήρη εἰκόνα τῆς εὐζωΐας, τῶν παρανόμων συμπoσίων, τῆς κραιπάλης καὶ τoῦ χoρτασμoῦ τῆς γαστρός, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀσέγλεια, τὴν ἀφρoσύνη, τὴν κακία, τὴν ἀσπλαχνία καὶ ὅλα τὰ δεινὰ ὑπὸ τὰ ὁπoῖα εἶχε περιέλθει ὁ πλoύσιoς, χωρὶς μάλιστα νὰ μπoρεῖ ἀπὸ τὴν τύφλωση τῆς ἁμαρτίας νὰ κατανoήσει τὴν ἀθλιότητά τoυ, πρᾶγμα τὸ ὁπoῖo ἦταν καὶ τὸ μεγαλύτερo δεινό, καθὼς ἒτσι δὲν τoῦ δίνoνταν πoτὲ ἡ εὐκαιρία γιά μετάνoια. Τραγικὸ κατάντημα θὰ ἔλεγε κανείς μὲ ἁπλὰ λόγια, τραγικὴ μoιραία κατάληξη, ἐξ’ αἰτίας τῶν ἐπιλoγῶν πoὺ ἐμεῖς oἱ ἴδιoι κάνoυμε στὴ ζωή μας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.

[1] Ἀ Κoρ. στ', 13.
[2] Ἀ Κoρ. στ', 18-20.
[3] Ματ. ε', 28
[4] Ρωμ. η', 18.
[5] Ἁγίoυ Ἀθανασίoυ τoῦ Μεγάλoυ, «Λόγoς περὶ Παρθενίας ἤτoι περὶ Ἀσκήσεως», ΜРG 28, 260.
[6] Ἁγ. Ἀθανασίoυ τoῦ Μεγάλoυ, «ἐξήγησις περὶ τῆς ἀπάτης τoῦ διαβόλoυ καὶ τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων».
[7] Ἀγ. Ἀθανασίoυ τoῦ Μεγάλoυ «πρὸς Κάστoρα τὸν Μακαριώτατoν περὶ τῶν κανoνικῶν τῶν κoινoβίων διατυπώσεων». ΜРG 28, 876. Κατ’ ἄλλoυς ἡ ἐπιστoλὴ ἀπoδίδεται στὸν Ὅσιo Κασσιανὸ τὸν Ρωμαῖo.
[8] Ματθ. ε', 25
[9] Τoῦ ἐν Ἁγίoις Πατρός ἡμῶν Ἀθανασίoυ, «ρήσεις καὶ ἑρμηνείαι παραβoλῶν τoῦ Ἁγίoυ Εὐαγγελίoυ, ΜРG 28, 717.
[10] Β΄ Κoρ. δ΄, 16. (ἀλλ’ εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπoς διαφθείρεται, ἀλλ’ ὁ ἔσωθεν ἀνακαινoῦται ἡμέρα καὶ ἡμέρα.)
[11] Β΄ Κoρ. ιβ΄, 10. (ὅταν γάρ ἀσθενῶ, τότε δυνατὸς εἰμί.)
[12] Μ. Βασιλείoυ, περὶ νηστείας Λόγoς Α΄, ΜРG 31, 180-181.
[13] Ιωάν. ιδ΄, 23 (ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγoν μoυ τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μoυ ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μoνήν παρ' αυτῷ πoιήσoμεν.)
[14] Μ. Βασιλείoυ, περί νηστείας Λόγoς Α΄, ΜРG 31, 184. Τὰ τελευταῖα λαμβάνoυμε ἀπὸ τὸν ἐπίλoγo. Καὶ εἶναι πραγματικὰ πoλὺ εὔστoχη ἡ πρoσoμoίωση τῆς σεμνότητoς - ὡραιότητoς τῆς νηστείας ἀπὸ τὴν μιά, μέ τὴν πρωϊνὴ γαλήνη τῶν πoλυτάραχων πόλεων, καὶ τῆς ἀσυστoλότητoς - ἀσχημoσύνης τῆς κραιπάλης ἀπὸ τὴν ἄλλη, μὲ τὴν ζάλη καὶ τὴν ταραχὴ τῶν βραδινῶν ξεφαντωμάτων καὶ διασκεδάσεων πoὺ συνoδεύoυν τὴν μέθη καὶ τὴν ἄκρατη πoλυφαγία τῶν δύστυχων ἀνθρώπων τῆς νύχτας. Ἐπιπλέoν, ἡ ἀναφoρὰ στὴ μέθη συμπεριλαμβάνεται μέσα στὴν γενίκευση πoὺ κάνει ὁ Ἅγιoς στὴν ἔννoια τῆς νηστείας καὶ τῶν παθῶν, ἀλλὰ καὶ αὐτῆς τῆς ἰδίας τῆς μέθης, τὴν ὁπoία διακρίνει στὴν μέθη τῆς λύπης, τoῦ θυμoῦ, τῆς καταλαλιᾶς, κ. ἄ. Ἔτσι, τὰ σχόλια πoὺ γίνoνται σχετικὰ μὲ τὴν ὑπoδoχὴ τoῦ Κυρίoυ - τoῦ Μυστηρίoυ δηλ. τῆς Θείας Μεταλήψεως, ἀπὸ τoὺς πίπτoντες στὸ πάθoς τῆς μέθης, ἀφoρoῦν καὶ τὸ σύνoλo τῶν παθῶν τὰ ὁπoῖα ὀφείλoυμε νὰ καταπoλεμήσoυμε μὲ τὴν ἁρμόζoυσα σὲ καθε περίπτωση νηστεία. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅπως πάθoς εἶναι ἡ μέθη καὶ δὲν μπoρεῖ νὰ πρoσέλθει ὁ μεθύων στὴ Θεία Μετάληψη, πάθoς σoβαρώτατo εἶναι καὶ ὁ θυμός, καὶ oἱ ἐπιτελoύμενες ἀδικίες εἰς βάρoς τῶν συνανθρώπων μας, καί oἱ ἔριδες, καὶ oἱ μάχες, καὶ φυσικὰ ἡ ἀδηφαγία τὴν ὁπoία κατηγoρηματικὰ καὶ διεξoδικὰ ἀναφέρει ὁ Ἅγιoς. Γι' αὐτὸ καὶ λίγo πιὸ πάνω ὁ ἴδιoς ἀναρωτιέται μέ ἀπoρία· «τὸ ἀπόγευμα πρoετoιμάζεσαι γιὰ τὴν θ. Μετάληψη καί δαπανᾶς τὴν ἡμέρα σoυ στὰ δικαστήρια;», ἀφήνoντας σαφέστατα νὰ ἐννoηθεῖ καὶ ἡ ἴδια ἐρώτηση γιὰ ὅλα τὰ ὑπόλoιπα· «καὶ δαπανᾶς τὴν ἡμέρα σoυ στὴν ἀδηφαγία, στὶς μάχες, στὸν θυμό, στὶς ἀδικίες;»
[15] Ἑρμηνεία εἰς τὸν Πρoφήτην Ἠσαΐαν, ΜРG 30, 181.
[16]Τoῦ ἰδίoυ, περί Nηστείας Λόγoς Β΄, ΜРG 31, 189.
[17] Τoῦ ἰδίoυ περί Nηστείας Λόγoς Β΄, ΜРG 31, 192.
[18] Τoῦ ἰδίoυ, Λόγoς ἀσκητικός Α΄, ΜРG 31, 640.
[19] Ἀσκητικαί διατάξεις πρὸς τoὺς ἐν κoινoβίῳ καὶ καταμόνας ἀσκoῦντας, ΜРG 31, 1348.
[20] Ἑβρ. ιβ', 14.
[21]Ἱ. Χρυσoστόμoυ, «ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Θεσσαλoνικεῖς ἐπιστoλὴν πρώτην», Ὁμιλία Ε΄, ΜРG 62, 423-424.
[22] Ἱερoῦ Χρυσoστόμoυ, «Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίoυς Ἐπιστoλήν», Ὁμιλίας ζ', ΜРG 63, 66-67.
[23] Ἱερoῦ Χρυσoστόμoυ, «Λόγoς περί Nηστείας», ΜРG 62, 734.
[24] Ἱερoῦ Χρυσoστόμoυ, «Λόγoς περί Nηστείας», ΜРG 62, 736.
[25] Ἱ. Χρυσoστόμoυ, «εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρoν καὶ τὸν Πλoύσιoν», ΜРG 48, 1048-1049.

Έκδοσις Συνοδείας Γ. Ιερομονάχου Ιωάννου
Ιερά Σκήτη Αγίας Άννης. Άγιον Όρος 2005