Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ γέροντος Ἰωσὴφ Μ. Δ.: «Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης», ὁ ἁπλοϊκὸς ἡγούμενος καὶ διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Περὶ Θείας Εὐχαριστίας: Τὰ κριτήρια τοῦ Γέροντα
Ὁ μακαριστὸς Γέροντας εἶχε ὑπ΄ ὄψιν του μερικὰ ἀπαραίτητα κριτήρια, βάσει τῶν ὁποίων, δύναται ὁ πιστὸς νὰ προσέλθη ἀκατακρίτως στὰ θεία Μυστήρια.
α) Ἀσφαλῶς καὶ ἡ σχετικὴ διὰ τῆς νηστείας προτετοιμασία ἐθεωρεῖτο ἕνας ἀπὸ τοὺς παράγοντες, ὄχι ὅμως ὁ κύριος καὶ μοναδικός. Ὅσον ἀφορᾶ τοὺς ἀκριβεῖς τηρητὲς ὅλων τῶν ἐπιβεβλημένων νηστειῶν, ἦταν πολὺ ἐπιεικὴς ὡς πρὸς τὴν νηστείαν. Ὁ ἀοίδιμος ἐπρέσβευε ὅτι, ὁ ἀγωνιζόμενος μοναχὸς ἢ λαϊκὸς ζεῖ πάντοτε μὲ ἐγκράτεια. Τηρεῖ ἀνέλαιον νηστείαν τρεῖς φορὲς τὴν ἑβδομάδα. Ἐπιπλέον τηρεῖ τὶς νηστεῖες ὅλου τοῦ ἔτους, δηλαδὴ τῶν μεγάλων περιόδων, Μ. Τεσσαρακοστῆς, Χριστουγέννων, Δεκαπενταυγούστου κλπ.
Ἐπὶ πλέον ἐγκρατεύεται καὶ κάθε Σάββατο ἀφ΄ ἑσπέρας, κατὰ τὸ τυπικόν τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι σκληρόν, ὁ ἐν λόγω ἀδελφὸς ν΄ ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν συχνὴν προσέλευσιν, γιὰ τὸν λόγο ὅτι δὲν ἐτήρησε τὴν συχνὴν τριήμερον ἀνελαίου νηστείας. Ὅσον ἀφορᾶ ὅμως τοὺς χριστιανοὺς ποὺ δὲν ἐτηροῦσαν τὶς διατεταγμένες νηστεῖες...τῆς Ἐκκλησίας μας, τοὺς ἐπέβαλλεν ὡς πνευματικὸς αὐστηρὴν νηστείαν πρὶν τὴν προσέλευσιν.
β) Ὡς ἀπαραίτητον ὄρον ἔκρινε ὁ ἀείμνηστος τὴν καθαρὴν καὶ εἰλικρινῆ ἐξομολόγησιν. Λέγω δὲ καθαρὴν καὶ εἰλικρινῆ, διότι δυστυχῶς εἶναι πολλοὶ οἱ ὁποῖοι μὲ μίαν πρόχειρην καὶ ἀμετανόητην ἐξομολόγησιν, νομίζουν ὅτι ἐτακτοποιήθηκαν.
Εἶναι βέβαια κώλυμα τὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα, γιὰ τὴν προσέλευσιν στὰ μυστήρια. Αὐτὸ τὸ πάθος ὅμως εἶναι φανερὸν καὶ εὐδιάκριτον καὶ ὅλοι νομίζω τὸ ἐξομολογοῦνται. Ὁμοίως καὶ ἄλλα χονδρὰ ἁμαρτήματα, ὅπως φόνους, ληστεῖες, κλοπές, ἀπάτες κ.ἂ.
Ὅμως ὑπάρχουν καὶ μερικὰ δυσδιάκριτα μέν, ἀλλὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα. Καὶ ὅμως· πάρα πολλοὶ ἐξομολογούμενοι, οὔτε κἂν τὰ ὑποψιάζονται γιὰ ἁμαρτήματα. Αὐτὰ εἶναι ἡ καταλαλιά, ἡ κατάκρισις, ὁ φθόνος, ἡ μνησικακία, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ καταπίεσις, ἡ ἀδικία κλπ. Καταλαλοῦμε καὶ κατακρίνουμεν ἀποντες καὶ παρόντες. Δημιουργοῦμε στοὺς ἄλλους σκανδαλισμὸν καὶ ψυχρότητα. Μὲ τὴν προκλητικὴ συμπεριφορά μας , οἱ ἄλλοι δὲν θέλουν νὰ μᾶς βλέπουν. Φανταστεῖτε τώρα, αὐτὸν ποὺ σὲ προκαλεῖ σὲ βαθμόν, ὥστε νὰ μὴν θέλης νὰ τὸν βλέπης, νὰ μεταλαμβάνη κάθε τόσον τὰ Θ. Μυστήρια, χωρὶς κἂν νὰ ζητήση ἔστω ἕνα συγγνώμην. Ἄλλος φθονεῖ, καταπιέζει, ἀδικεῖ τὸν ἀδύνατον ἀδελφόν του, τὸν συγγενῆ, τὸν γείτονα. Δὲν μιλᾶ μαζί σου ἄλλος, γιὰ χρόνια. Καὶ ἐντούτοις ἀφοῦ πρῶτα «ἐξομολογήθηκε», χωρὶς προβληματισμὸν καὶ ἔλεγχον, μεταλαμβάνει. Ὅσον ἀφορᾶ ὅμως τὴν νηστείαν, οὐαὶ κι ἂν ἀκούση ὅτι κάποιος ἐκοινώνησε, χωρὶς νὰ νηστέψη πρῶτα δύο-τρεῖς ἡμέρες.
Κάποτε ἐπέπεσε στὴν προσοχὴ τοῦ Γέροντα μία παρόμοια περίπτωσις. Ἐνῶ κάποιος «ἐξομολογιόταν» καὶ κοινωνοῦσε ἀνὰ δεκαπενθήμερο μετὰ ἀπὸ τριήμερη νηστεία, ὁ ἴδιος δὲν μιλοῦσε μὲ κάποια ἄτομα ἐπὶ χρόνια. Μόλις τὸ ΄μαθὲ ὁ Γέροντας ἀπὸ κάποιον τρίτον, καλεῖ τὸν ἐν λόγω ἀδελφόν, καὶ τὸν προστάζει νὰ συνδιαλλαγὴ μὲ τοὺς ἐν διαστάσει ἀδελφούς, χωρὶς ὅμως νὰ καταστῆ δυνατὸν νὰ τὸν μεταπείση. Τὸν ἐστρίμωξεν ὁ πνευματικὸς σὲ βαθμὸν ὥστε νὰ τὸν προειδοποιήση ὅτι, ἂν δὲν συνδιαλλαγὴ πρὶν κοινωνήση, θὰ κολαστῆ. Ὁ δὲ δῆθεν ἐξομολογούμενος ἀπαντᾶ, ἄκουσον καὶ φρίξον: «Νὰ κολαστῶ, παρὰ νὰ μιλήσω ἐγὼ μ΄ αὐτὰ τὰ καθάρματα».
Φεβερὸ ἀσφαλῶς τὸ περιστατικό· καὶ ὅμως γεγονός. Νὰ προτιμᾶ τὴν αἰώνιαν κόλασιν, παρὰ νὰ πῆ ἕνα συγγνώμην ἢ ἔστω μίαν καλημέρα. Ἂς φαντασθῆ καθένας σὲ πόσο σκότος κάποτε ζοῦμεν, ἐπαναπαυόμενοι σὲ μόνην τὴν τυπολατρείαν. Στὸ κυριότερο δὲ κεφάλαιο, δηλαδὴ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς μας,… μεσάνυχτα. Στὴν προκειμένη περίπτωσιν τὸ μόνο πού ἁρμόζει νὰ ποῦμε εἶναι τὸ «δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου Κύριε· πῶς αὐτοστιγμεὶ δὲν μᾶς κατακαίεις, ἄνθραξ ὤν τοὺς ἀναξίους φλέγων;».
Γιὰ τὸν λόγον αὐτὸν ὡς πρώτην, οὐσιαστικότερην καὶ κυριότερην προϋπόθεσιν, ἔθετε ὁ ἀείμνηστος, ὡς πνευματικός, τὴν πρὸς τοὺς ἐχθρούς μας ἀγάπην, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ μὴ δώσουμε ἀφορμὴ σκανδαλισμοῦ σὲ κανένα.
…Ἀλλὰ γιὰ νὰ κλείσουμε αὐτὸ τὸ σοβαρὸ κεφάλαιο περὶ Θείας Κοινωνίας, ἀναφέρω καὶ μίαν ἄλλην ἀπαραίτητην προϋπόθεσιν ὡς πρὸς τὴν προσέλευσιν στὰ θεία Μυστήρια. Καὶ τοῦτο εἶναι ἡ προετοιμασία μὲ τὴν αὐτοεξέτασιν καὶ προσευχή.
Ἀπὸ τὴν αὐτοεξέτασιν γεννᾶται ἡ συναίσθησις. Ἀπὸ τὴν συναίσθησιν ἡ συντριβή. Ἀπὸ τὴν συντριβὴν ἡ ἐξομολόγησις. Ἀπὸ τὴν ἐξομολόγησιν (ἐννοῶ τὴν κατὰ μόνας) γεννᾶται ἡ κατάνυξις, ὁ πόθος, τὰ δάκρυα. Ὁ ἀείμνηστος εἶχεν ὑπ΄ ὄψιν του τὴν προτροπὴν τοῦ ἁγίου Συμεὼν Ν. Θεολόγου, ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν προσερχόμαστε στὰ Θ. Μυστήρια χωρὶς δάκρυα.
Τὴν καθιερωμένην ἀκολουθίαν τῆς Θ. Μεταλήψεως ἐθεωροῦσεν ὑποχρεωτικήν, καθὼς καὶ τὴν εὐχαριστίαν. Ὡστόσο στοὺς μεμυημένους στὴν ἐργασία τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τοὺς ὁποίους ἐγλύκαινε περισσότερον ἡ εὐχούλα, συνιστοῦσεν τὴν ἀντικατάστασιν τῆς ἀκολουθίας μὲ πέντε κομποσχοίνια τῶν 300 κόμπων (τέσσερα στὸν Χριστὸν καὶ ἕνα στὴν Θεοτόκον), εἴτε καὶ χωρὶς κομποσχοίνι, λέγοντας εὐχὴν ὅπως τὴν αἰσθάνεται καθένας πιὸ ἄνετα καὶ κατανοητά, γιὰ τόσην ὥραν ὅμως, ὅσο τουλάχιστον διαρκεῖ ἡ ἱερὰ ἀκολουθία τῆς μεταλήψεως.