Γράφει ο Χρήστος
Ιακώβου
Διευθυντής του
Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Όταν άρχιζε το 2013, για την κυβέρνηση Ερντογάν όλα σχεδόν
φαινόντουσαν ρόδινα. Οι συζητήσεις για το Κουρδικό έβαιναν καλώς, δεν υπήρχαν
εκλογικές αναμετρήσεις, η ισλαμική κυβέρνηση του Μόρσι στην Αίγυπτο έδινε νέα
δυναμική στην τουρκική μεσανατολική πολιτική και η οικονομική ανάπτυξη της
χώρας είχε ευοίωνες προοπτικές, αφού σημειώνταν υψηλές αποδόσεις στις τουρκικές
χρηματαγορές, το αξιόχρεο της χώρας αναβαθμιζόταν και ολοκληρώνονταν η
αποπληρωμή των οφειλών στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Η πολιτική κρίση που ξέσπασε στην πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης,
τον περασμένο Μάιο ήταν αναπάντεχη, λόγω υπερτίμησης των δυνατοτήτων του
Ερντογάν στην εσωτερική πολιτική και λόγω υποτίμησης της αντίδρασης μέρους της
τουρκικής κοινωνίας, ως προς την περαιτέρω ισλαμοποίηση της δημοσίας
ζωής.
Η επακόλουθη βίαιη καταστολή πυροδότησε διαδηλώσεις σε όλη
τη χώρα που ταχύτατα προσέλκυσαν το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας, η οποία
έβλεπε για πρώτη φορά, επί διακυβέρνησης Ερντογάν, πρακτικές και μεθόδους
άσκησης εξουσίας που θύμιζαν τον αυταρχισμό του κεμαλικού παρελθόντος.
Ως αποτέλεσμα, το προφίλ του Ερντογάν εξετέθη διεθνώς για
πρώτη φορά προς αρνητική θέα και υπέστη ανεπανόρθωτη ζημιά, ειδικώς στην εικόνα
του δημοκράτη και του εκσυγχρονιστή που ήθελε να προβάλλει από το 2001, οπότε
ίδρυσε το κόμμα του, και εντεύθεν. Η αποτυχία της κυβέρνησης να εξασφαλίσει τη
διοργάνωση των Ολυμπιακών του 2020 στην Κωνσταντινούπολη, υπήρξε μία από τις
αρνητικές επιπτώσεις που πλήρωσε ο τούρκος πρωθυπουργός.
Η νέα κρίση με τον Φετουλλάχ Γκιουλέν, αποτελεί την πρώτη
σοβαρή ενδοϊσλαμική σύγκρουση στην Τουρκία και η όλη εξέλιξή της έπληξε τον
ίδιο τον Ερντογάν στο πεδίο της ηθικής υπεροχής, το οποίο για μία δεκαετία ήταν
ό,τι πιο πολύτιμο είχε να παρουσιάσει έναντι των Κεμαλικών και κατ΄επέκταση
κατανάλωσε επιτυχώς εντός του εκλογικού σώματος.
Αν η κρίση του Μαΐου εξέθεσε τον Ερντογάν διεθνώς, η νέα
κρίση τον αφήνει εκτεθειμένο έναντι της τουρκικής κοινωνίας γενικώς και του
τουρκικού ισλαμικού κινήματος ειδικώς, γεγονός που αποτελεί σοβαρό ψυχολογικό
πλήγμα για τους περεταίρω πολιτικούς σχεδιασμούς του.
Ένας ισλαμιστής πρωθυπουργός, ο οποίος ανήλθε με ραγδαίους
ρυθμούς στην εξουσία, καλλιεργώντας μεγάλες προσδοκίες για αναγέννηση της
τουρκικής κοινωνίας, αποδεικνύεται εν μία νυκτί εκμαυλισμένος από την διαφθορά,
είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανακτήσει την ήδη χαμένη αξιοπιστία του.
Το 2014 προμηνύεται πιο δύσκολο για τον Ερντογάν, εξέλιξη
που θα επιταχύνει περαιτέρω την πολιτική του απαξίωση. Υπάρχουν τέσσερεις
λόγοι, οι οποίοι συνηγορούν προς αυτή την πρόβλεψη.
Ο πρώτος λόγος αφορά την μέχρι τώρα διαμόρφωση του
πολιτικού σκηνικού στην Τουρκία. Οι επικείμενες δημοτικές εκλογές, που θα
πραγματοποιηθούν τον ερχόμενο Μάρτιο, θεωρούνται ψήφος εμπιστοσύνης στο
κυβερνών κόμμα, αφού μετά την τελευταία κρίση ο Ερντογάν απώλεσε την υποστήριξη
που απολάμβανε τα τελευταία δέκα χρόνια από το ισχυρό δίκτυο του Φετουλλάχ
Γκιουλέν.
Με βάση τα σημερινά δεδομένα, το δίκτυο του Γκιουλέν θα
επιχειρήσει ένα ισχυρό ράπισμα κατά του Ερντογάν στους μεγάλους δήμους και
ειδικώς στην Κωνσταντινούπολη, η οποία στις δημοτικές εκλογές τα τελευταία
είκοσι χρόνια αποκτά συμβολικό χαρακτήρα με πολιτικά μηνύματα για τις γενικές
εκλογές.
Η πιθανότητα οι Γκιουλενιστές να στηρίξουν τον υποψήφιο
του κεμαλικού Λαϊκού Ρεμπουπλικανικού Κόμματος, του μέχρι πρότινος εχθρού τους,
διαγράφεται ως η επικρατεστέρα. Ήδη φαίνεται το κυβερνών κόμμα να χάνει
πολλούς δήμους στη νοτιοανατολική Τουρκία, όπου οι Κούρδοι αναμένεται να
διπλασιάσουν τους δήμους τους σε σχέση με τις δημοτικές εκλογές του 2009.
Συνεπώς, οι δημοτικές εκλογές θα αποτελέσουν το πρώτο πεδίο λαϊκής ήττας για
τον Ερντογάν.
Δεύτερος λόγος είναι η κατάσταση της οικονομίας. Η
ευφορία που επικράτησε στην Τουρκία παρέρχεται λόγω της πολιτικής αστάθειας.
Φέτος, η τουρκική ανάπτυξη επιβραδύνθηκε σε μόλις 3%. Η λίρα άρχισε να
διολισθαίνει προς την υποτίμηση, εξέλιξη που θα επηρεάσει την εισροή ξένου
κεφαλαίου, η οποία αποτελεί τη βάση της τουρκικής οικονομικής ανάπτυξης την
τελευταία δεκαετία. Ο παράγοντας αυτός θα ασκήσει ακόμη μεγαλύτερη πίεση στην
κυβέρνηση Ερντογάν.
Τρίτον, ο τούρκος πρωθυπουργός Ερντογάν θα βρεθεί ενώπιον
του σκληρού διλήμματος να μεταπηδήσει στην προεδρία της χώρας ή να
επαναδιεκδικήσει την πρωθυπουργία υπό προϋποθέσεις. Τον ερχόμενο Αύγουστο λήγει
η θητεία του Αμντουλλάχ Γκιουλ. Αν ο Ερντογάν θελήσει να μετακινηθεί στην
προεδρία θα πρέπει να παραδώσει την εξουσία του ισλαμικού κόμματος σε κάποιον
άλλον, κάτι που σημαίνει απώλεια ελέγχου επί των εξελίξεων σε μία περίοδο που
υπάρχει η πιθανότητα να βρεθεί ανά πάσα στιγμή κατηγορούμενος για ποινικά
αδικήματα. Αν θελήσει να επαναδιεκδικήσει την πρωθυπουργία θα πρέπει να αλλάξει
το καταστατικό του κόμματός του προκειμένου να γίνει για τέταρτη φορά
πρωθυπουργός, κάτι που φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο και θα πυροδοτήσει
μεγαλύτερη ένταση με τον Γκουλέν, ο οποίος θα προσπαθήσει να αποτρέψει τέτοια
εξέλιξη.
Τέλος, ο τέταρτος λόγος αφορά την κρίση στη
Συρία και τις συνεπακόλουθες εξελίξεις σχετικά με το κουρδικό ζήτημα. Οι
επιλογές του Ερντογάν στη Συρία ήταν οριακές, γιατί απεκάλυψαν τα αδιέξοδα της
εξωτερικής του πολιτικής στη Μέση Ανατολή. Το τέλος της συριακής κρίσης θα
αφήσει ανοικτό του κουρδικό ζήτημα, αλλά ως περιφερειακό πλέον. Σε αυτό το
πλαίσιο, ο Ερντογάν, αν επιβιώσει, θα κληθεί να διαχειριστεί την πιο σοβαρή
κρίση στην ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας, εντός της οποίας θα τεθεί και το
υπαρξιακό ζήτημα της διατήρησης της γεωγραφικής ακεραιότητας ή του διαμελισμού
της χώρας.
Με βάση αυτά τα δεδομένα το ερώτημα που τίθεται είναι:
ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος εξόδου από την κατάσταση αυτή;
Ο Ερντογάν από εδώ και πέρα έχει να επιλέξει μεταξύ μη
χείρων.
Οι παλιές καλές μέρες παρήλθαν ανεπιστρεπτί. Η υπερβολική
αυτοπεποίθηση τον οδήγησε σε επιλογές αλαζονείας για τις οποίες τώρα καλείται
να πληρώσει με κόστος την πολιτική του καριέρα.
Η κρίση της 17ης Δεκεμβρίου ήταν απλώς το προοίμιο
ενός προδιαγεγραμμένου πολιτικού θανάτου ενός ηγέτη που αφέθηκε στην
ψευδαίσθηση ότι μπορεί να παίξει το ρόλο του Σουλειμάν του Μεγαλοπρεπούς.
ΠΗΓΗ