Όπως σε όλα τα σπίτια των χριστιανών, έτσι και στο δικό της, υπήρχαν εκείνα τα μικρά μπουκαλάκια "σου έφερα αγίασμα από τον Άγιο" και τα βαμβάκια βουτηγμένα σε λαδάκια από καντήλες αγίων, όλα αποθησαυρίσματα αγαπητικής μέριμνας φίλων που πήγαιναν προσκυνηματικές εκδρομές. Τα αράδιαζε σε εικονοστάσια, ραφάκια, γωνιές και ένιωθε μιαν ασφάλεια που ενεργοποιούνταν -κυρίως- τις στιγμές του στεναγμού, της εκ βαθέων (και όχι εκ χειλέων) προσευχής και όταν οι δρόμοι ολόγυρα έμοιαζαν κλειστοί. Τελευταία, της έφεραν λαδάκι από τον Άγιο Γιάννη τον Ρώσο. Αυτός ήταν ανάμεσα στους πιο αγαπημένους της.
Δεν ξεχώριζε τους Φίλους αλλά -κατά καιρούς- με κάποιους είχε περισσότερο αλισβερίσι. Μάλλον εκείνοι έκοβαν βόλτες στα μέρη της και της έφερναν γλύκα ουρανού, σαν θυμίαμα γιασεμί (π.χ.) που κάποιος περνάει και λιβανίζει, χάνεται, μετά έρχεται άλλος με άλλη ευωδιά (ας πούμε τριαντάφυλλο), φεύγει κι' αυτός για νάρθει ένας τρίτος. Παράπονο δεν είχε. Μόνη δεν την άφησαν ποτέ.
Ο Αη Γιάννης, λοιπόν, ο Ρώσος πρέπει να είχε έρθει πολλές φορές γιατί έντονη ήταν η καταγραφή του στο νιώσιμό της....Είχε πάει και στο προσκύνημά του, είχε φέρει και κείνη ευλογίες αλλά τούτο το βαμβάκι το ποτισμένο λάδι και φυλαγμένο σε ένα τοσοδούλικο ναύλον σακουλάκι, κάτι της έκανε. Δεν το έψαξε τί ακριβώς αφού γαλήνη της έφερνε.
Το είχε ακουμπισμένο στο κομοδίνο της τα βράδια και τα πρωινά το έπαιρνε μαζί της στο γραφείο. Αφού ετοιμαζόταν, λίγο πριν πάρει την τσάντα και φορέσει τα γυαλιά ηλίου, άναβε την μικρή λάμπα στο κομοδίνο, φιλούσε το βαμβακάκι "καλημέρα Αη Γιαννάκη μου" έλεγε και μετά "άντε πάμε τώρα".
Και πήγαιναν...Το έβαζε στην τσέπη και έφευγαν. Στη διάρκεια της ημέρας, άλλοτε το ξεχνούσε, άλλοτε το έβγαζε και το φιλούσε και πολλές φορές ψαχούλευε εξωτερικά την τσέπη να δει ότι είναι εκεί. Δεν είχε την αίσθηση πως είχε μαζί της μια ευλογία αλλά πως ήταν ο ίδιος ο Άγιος. Όχι με τρόπο μαγικό αλλά με τον απλό τρόπο που έρχονται οι Άγιοι, όταν τους θέλεις πολύ. Αυτή άξια δεν ήταν αλλά ήθελε πολύ. Δεν της άρεσε ποτέ να είναι μόνη και τα τελευταία χρόνια κατάλαβε -επιτέλους- ότι ο μόνος σίγουρος τρόπος να είσαι "μαζί" (και δίχως φόβο προδοσίας) είναι με το σινάφι του ουρανού, το σινάφι του Θεού.
Έπαιρνε λοιπόν μαζί της τους Φίλους πότε με την ευχή, πότε με μίρλα "έλα καλέ άγιέ μου", πότε με μικρούλες προσευχές "Αχ Κύριε", πότε με το να τραβά το ρούχο Της "την πάσαν ελπίδα μου εις Σε ανατίθημι".
Χθες ο Ένας, μετά η Άλλη, τώρα ο Αη Γιαννάκης, πάντα Κάποιους είχε να ξεφορτώνει τον πόνο, τον φόβο, τα αδιέξοδα αλλά και να μοιράζεται τα χαμόγελα και αυτό το αβάστακτο της "αναίτιας" ευτυχίας που σε φουσκώνει, κάποιες φορές σαν μπαλόνι και νομίζεις πως θα πετάξεις.
Χάιδεψε στην τσέπη τον θησαυρό της, του είπε "ξέρεις εσύ" και συνέχισε να χτυπά τα πλήκτρα του υπολογιστή της.
Χάιδεψε στην τσέπη τον θησαυρό της, του είπε "ξέρεις εσύ" και συνέχισε να χτυπά τα πλήκτρα του υπολογιστή της.
"Συνήθως ο δρόμος της γαλήνης είναι σκανδαλιστικά εύκολος και απλός" μουρμούρισε και χαμογέλασε χτυπώντας ένα άλφα και μετά, για το κέφι της, ένα ωμέγα....